«Αμεδαίος ή πώς να το ξεφορτωθούμε» του Ευγένιου Ιονέσκο σε σκηνοθεσία Μαρίας Μανναρίδου – Καρσερά.
Είναι σχεδόν κανόνας πως όταν κάποιο από τα έργα ενός κλασικού συγγραφέα αναφέρεται ως «παραγνωρισμένο», «αφανές», «υποτιμημένο», «κρυμμένο διαμάντι» κ.λπ. κάποιος καλός λόγος υπάρχει γι’ αυτό. Και συνήθως τον λόγο αυτό τον καταλαβαίνει και ο θεατής. Μπορεί να είναι η συγγραφική «συνταγή» που τη συγκεκριμένη φορά δεν είχε πιάσει, μπορεί να είναι πιο «δύστροπο» στο ανέβασμα ή στη θέαση ή μπορεί να το ξεπέρασε η εποχή του και οι ανάγκες της. Χωρίς αυτό το τελευταίο να σημαίνει ότι αποκλείεται μια άλλη εποχή, στον δικό της κύκλο, να το συναντήσει και να το αναδείξει πάλι.
Κάπως έτσι πρέπει να συλλογίστηκε και η Μαρία Μανναρίδου– Καρσερά αποφασίζοντας να καταπιαστεί με τον «Αμεδαίο» του Ιονέσκο, ένα έργο που για πρώτη ανεβαίνει στην Κύπρο και σπανιότατα αποτελεί ρεπερτοριακή επιλογή- σε σχέση τουλάχιστον με παλαιότερα έργα του, όπως η «Φαλακρή Τραγουδίστρια» και οι «Καρέκλες» ή μεταγενέστερα όπως ο «Ρινόκερος» και το «Παιχνίδι της Σφαγής». Πέρα από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τον Ιονέσκο και τη συναισθηματική σύνδεση με το έργο του, θέλω να πιστεύω ότι για κάποιον λόγο έκρινε πως ο «κύκλος» που βρισκόμαστε ως εποχή και ως κοινωνία καθιστά και πάλι φλέγον το έργο αυτό, γεγονός που δικαιολογεί την ανάδειξή του και την παρουσίασή του στο κοινό.
Χωρίς να παριστάνω τον ιονεσκολόγο και χωρίς να θεωρώ ότι το ιονεσκικό σύμπαν απαιτεί απαραίτητα νοηματική και αφηγηματική συνέπεια για να δικαιωθεί και να λειτουργήσει, παρακολουθώντας το έργο ένιωσα ότι ένας από τους λόγους της χαμηλής δημοφιλίας του είναι η μεγάλη κοιλιά που κάνει. Η μονόχορδη αποτύπωση της μονόχορδης ζωής μας καθίσταται στο έργο μονόχορδη και στη θέαση.
Αποτελούν μοτίβο και προσανατολισμό στα έργα του Ιονέσκο οι επαναλήψεις, που τονίζουν με χιούμορ την ανουσιότητα, την κενότητα, τη ματαιότητα, την κοινοτυπία, τη φθορά, την παραδοξότητα της καθημερινότητας. Εδώ όμως μάλλον το παρακάνει λίγο με την επανάληψη, αφού οι εσωτερικοί κύκλοι της πλοκής που επιστρέφουν αρχίζουν να γίνονται προβλέψιμοι και να μοιάζουν σταθμισμένοι, πράγμα αξιοσημείωτο όταν μιλάμε για ένα έργο θεάτρου του παραλόγου.
Το καίριο ερώτημα στο έργο αυτό είναι τι είναι αυτό το πτώμα που ζει στο ίδιο σπίτι με το ζευγάρι για 15 χρόνια χωρίς να σήπεται. Και μεγαλώνει, αγριεύει, θέλει φροντίδα και προκαλεί ακατάσχετη έκφυση μανιταριών στις γωνιές του σπιτιού. Η απάντηση είναι προφανέστατη και δίνεται εξαρχής και σχεδόν αυτόματα: είναι η παλιά τους αγάπη που με τα χρόνια και από τις (εσωτερικές και εξωτερικές) περιστάσεις κακοφόρμισε και πλέον τους κρατά δεσμώτες σε μια αδιέξοδη συμβιωτική συνθήκη.
Η ματαιόπονη λούπα του σύγχρονου μικροαστικού γάμου είναι φυσικά μια θεματική που ουδόλως έχει χάσει την επικαιρότητά της. Ωστόσο, είχε άλλη δυναμική και θεώρηση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με τον πυρήνα της οικογένειας να αποκτά μια πρωταρχική υπαρξιακή σπουδαιότητα για την επόμενη μέρα της ανθρωπότητας και τους δεσμούς να είναι απελπιστικά πιο αδιάρρηκτοι σε σχέση με την εποχή μας.
Εννοείται ότι το έργο αυτό θα ήταν καταδικασμένο για πάντα στη λήθη αν πέρα από αυτή την προφανή ανάγνωση δεν πρόσφερε τη δυνατότητα για πολλαπλές παράλληλες αναγνώσεις, ανάλογα με την εποχή και τις ιστορικές εξελίξεις ή τις προσλαμβάνουσες κάθε λαού και κάθε θεατή ξεχωριστά. Έτσι το εφιαλτικό σύμβολο του υπερμεγέθους πτώματος, το μακάβριο αντίστοιχο του «ελέφαντα στο δωμάτιο», για κάποιον μπορεί αναλόγως να παραπέμπει: στον καπιταλισμό, στον σοσιαλισμό, στο μεταναστευτικό πρόβλημα, στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, στο άταφο παρελθόν, στο μεταφυσικό άγχος, στην υπαρξιακή άβυσσο, στην παγκοσμιοποιημένη μοναξιά, στην πομφόλυγα της οικονομικής ανάπτυξης, στην κλιματική αλλαγή, στον μαρασμό της γλώσσας.
Για έναν ευρωσκεπτικιστή το πτώμα μπορεί να είναι η ΕΕ. Για τον Έλληνα μπορεί να συμβολίζει τη χώρα του που δεν πεθαίνει αλλά και δεν ανασταίνεται. Για έναν Κύπριο το κουφάρι που διογκώνεται γεωμετρικά στερώντας ζωτικό χώρο από τους ζωντανούς είναι το αδιέξοδο στο Κυπριακό που με τα χρόνια θεριεύει. Και ούτω καθεξής.
Η σκηνοθετική γραμμή, πέρα από τις ερευνητικές, θεατρολογικές της προθέσεις, επιλέγει να αφήσει ανοιχτούς τους ορίζοντες στον θεατή για να κάνει ελεύθερα τις δικές του αναγωγές. Εμπιστεύεται το κείμενο –μαζί με τη μετάφραση της Μαρίας Πορτολομαίου που χρονολογείται στο 1980- αλλά δεν νομίζω ότι δικαιώνεται σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη ροή του σκηνικού αποτελέσματος που θα διατηρήσει άσβεστο το ενδιαφέρον στη θέαση.
Κάποια στιγμή, στο δεύτερο μέρος, το «πτώμα» παίρνει τη μορφή ενός εύκαμπτου αεραγωγού αλουμινίου που επιβάλλεται στο ατμοσφαιρικό σκηνικό της Θέλμας Κασουλίδου που επεκτείνεται στον χώρο. Κάποιες τεχνικές επινοήσεις, όπως η λειτουργία του αεραγωγού, κρατούν λίγο το ενδιαφέρον μέχρι το απροσδόκητο, ευτυχισμένο τέλος όπου ενώ η πραγματικότητα σωριάζεται και η βία του παραλογισμού θριαμβεύει, το ζευγάρι ξεφορτώνεται το πτώμα και βρίσκει τη λύτρωση του αποχωρισμού, πριν προλάβει να συμφιλιωθεί με την προοπτική της.
Ερμηνεύοντας τον -μόνιμα μπλοκαρισμένο- επίδοξο συγγραφέα, ο Φώτης Αποστολίδης ακολουθεί μελετημένα τις συναισθηματικές του αντιδράσεις. Η Χριστίνα Χριστόφια ταιριάζει στον κόσμο του Ιονέσκο σε σημείο τυποποίησης. Γενικότερα το πρωταγωνιστικό ζευγάρι ταλαντεύτηκε, αλλά βρήκε τον απαραίτητο σκωπτικό τόνο, ενώ ολόκληρη η υποκριτική ομάδα δεν παρασύρθηκε, ευτυχώς, στην υπερδραματοποίηση της απελπιστικής συνθήκης. Βρίσκω ότι η μουσική του Γιώργου Καλογήρου αγκαλιάζει θαρεττά, αλλά λίγο αμήχανα το κάπως ανοίκειο γι’ αυτόν σύμπαν της υπαρξιακής φάρσας.
Ελεύθερα, 18.6.2023