«Τι να το κάνω που σου παίρνω δυο φιλιά στα κλεφτά, τι να το κάνω; Τι να το κάνω που σκορπάει κάθε ματιά μια φωτιά, τι να το κάνω; Σε κάθε όνειρο νομίζω πως σε πιάνω κι όταν βρισκόμαστε σε χάνω… Τι να το κάνω;», ποίηση: Λευτέρης Κιντάτος.

Το «είσαι ό,τι να ‘ναι / λυπάμαι / κι αδέσποτη καρδιά / η σιγουριά σου θες να ‘μαι / κι εσύ στο γενικά» είναι ένα λαϊκό τραγούδι του Κωνσταντίνου Αργυρού, που το θυμήθηκα ξανά σήμερα βλέποντας πως σε ένα περίπου μήνα θα έρθει στην Κύπρο για συναυλίες – αντιστρόφως ανάλογο της εύπεπτης διάθεσης που δημιουργεί στο πρώτο άκουσμά του, με μία εικόνα σκηνοθετημένη σαν από παλιά μπουζούκια στα οποία κάποτε μεσουρανούσε η Άντζελα και η Δούκισσα επί της λεωφόρου Ποσειδώνος.

Δεν το είχα πάρει χαμπάρι όταν πρωτοβγήκε, το άκουσα πρώτη φορά, λίγα χρόνια μετά, στην τηλεοπτική εκπομπή όπου εργάζομαι, αν και όπως μου εξήγησε αργότερα μια φίλη μου, στο παλιό της smart αυτοκίνητο, στη μέση της Αττικής Οδού, κυκλοφόρησε απ’ το 2013 και ήταν ένα από τα πρώτα σουξέ του «νεογέννητου» -της τότε δισκογραφίας- ειδώλου της πίστας και των γαρυφάλλων – κάπως στημένου με το κοστούμι και την ατσαλάκωτή του γραβάτα στα 28 του τότε χρόνια, μα πολύ όμορφου αγοριού, που τώρα έχει γίνει big star, λαμπερός, ευειδής και πολύ ελκυστικός. «Α, εγώ μόνο pepper ακούω», δικαιολογήθηκα κάπως, ξινά και ράθυμα, αν και σιγόβραζε μέσα μου η επιθυμία να φτάσω στο σπίτι και να το κατεβάσω για τα mp3 μου, soundtrack στο επόμενο πρωί, στις διαδρομές με το μετρό της Αθήνας και στη θέα των ξένων που θα στήνουν με το μυαλό μου υποθετικά γεγονότα.

Εντελώς τυχαία άκουσα το ίδιο τραγούδι και το βράδυ. Στο Μετς, σε μια παλιά ταβέρνα, στην αρχή της Αναπαύσεως που οδηγεί στο Α’ Νεκροταφείο, μετά από κάποια αποτυχημένη προσπάθεια επικόλλησης σπασμένων συναισθηματικών γυαλιών που κοντράριζαν στη λογική, ο Γιάννης ξεκίνησε να μου λέει για τις δικές του ηδονοθηρίες, για αντικλείδια που κι εκείνος μοίρασε δίχως ενοχές – στην εκβολή του επιφανειακού όλα έμοιαζαν αρχικά μετέωρα και χωρίς καμιά ουσία.

«Θα κάνω φόνο με μόνο θύμα εμένα» μου πέταξε κάποια στιγμή στο τραπέζι με μάτια πύρινα και γλώσσα που τσουρούφλιζε παρατεταμένο μίσος, σαν ήδη εγκαταλελειμμένος από όλους –ήταν και δεν ήταν μαζί μου, το μυαλό του βρισκόταν σε παράλληλα επίπεδα, σε μόνιμο εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο Κωνσταντίνος Αργυρός έλεγε για ένα συμπέρασμα και «να της πεις πως τέλειωσε για μένα / αυτό κι αν είναι ψέμα», μα οι κινήσεις των χεριών του φίλου μου ήταν τόσο αληθινές όσο η συγκίνηση στα μάτια του που υγραίνονταν μπροστά μου παραδεχόμενος πως οι υποσχέσεις που έδωσε ήταν λάθος. «Δεν έπρεπε να την ερωτευτώ τόσο, δεν έπρεπε». Πίστευε πως ήταν ο θύτης. Αλλά ήταν το θύμα.

Στις καλές εποχές τους ήταν σαν εκείνους τους αλλοπρόσαλλους ερωτευμένους που μαρκάρουν πεταλούδες στα μαλλιά, χαμογελάνε στη θέα θλιμμένων περιστατικών και δεν ασχολούνται με οτιδήποτε μπορεί να θεωρείται πεζό ή να μυξοκλαίει για λίγη παραπάνω ανάλυση – είχαν ταχύτητες και μεταφυσικές ιδιότητες που ακουμπούσαν φεγγάρια και ήλιους Ιουλίου τσουρουφλίζοντας πέτρες.

Στις κακές ένα μάτσο κουρέλι, ανάκατες αποδομήσεις του τέλειου που είχε προηγηθεί και ήδη μετατραπεί σε σκάρτο και ατυχή επιλογή που δεν είχε πια καμία απολύτως σχέση με τα σονέτα του Σαίξπηρ, διαθέτοντας πια την απόλυτη βεβαιότητα πως ό,τι είχε βιωθεί δεν θα αφήσει κανένα ίχνος ούτε θα ριζώσει σε δέντρο αιώνιας αγάπης – είχε μόλις θαφτεί κάτω από τόνους συναισθημάτων που έδυαν. Αναγνωρίζοντας πως όλα ήταν λάθος.

Τον φίλο μου τον αγαπώ και τον θαυμάζω. Μα ξέρει κι εκείνος, γνήσιο αποπαίδι της Μπέλλου και της Σακελλαρίου αν και με συνδυασμό ακουσμάτων από Παυλίδη κάποιες φορές, πως τον έρωτα τον μετράς πάντα στα απόνερά του – γι’ αυτό και τίποτα δεν συγκρίνεται με το μεγαλείο της αγάπης. Σηκώθηκα και κάθισα δίπλα του, τον αγκάλιασα και έκλαψε. Όσο κι αν ξέρεις τις αϋπνίες, τη ζήλια, τον εξευτελισμό, τη συντριβή, κάθε επόμενη φορά είναι σαν την πρώτη σου στα 18 σου χρόνια – άμαθος ο οργανισμός στην έκστασή του θαύματος μέχρι τα βαθιά γεράματα. Το γνώριζε κι εκείνος.

Στάλαζε ο Γιάννης και απελευθερωνόταν ταυτόχρονα από τις τοξίνες του προδιαγεγραμμένου τέλους, αν και ο Αργυρός επέμενε στο παλιό cd player του μαγαζιού «κομμάτια εγώ δεν γίνομαι για σένα / ποτέ ξανά!». Τι ψέμα! Ψέματα παρηγοριάς. Σύνταξα μόνος μου το μήνυμα και του έδωσα το κινητό στα χέρια – οι λέξεις ήταν ισοδύναμες με τον ίλιγγο που ακόμη αισθανόταν ονομάζοντάς τον «πάθος» κι αποφεύγοντας τη «θολούρα».

Του το εξήγησα δέκα φορές προτού πατήσει το send, σα να κάνεις ευθανασία σε ήδη νεκρό: «Ας ξαναδοκιμάσουμε. Σε θέλω ακόμα». Του είπα να προσθέσει και κάτι από ένα σουξέ του Αργυρού που μόλις είχα ακούσει (ήμουνα πλέον fan): «Στη δική μου αγκαλιά θα βγάζεις τους χειμώνες / Θα γινόμαστε μαζί του έρωτα σταγόνες». «Δεν ξεφτιλίζομαι;», με ρώτησε. «Κανένας έρωτας δεν γυρνάει πίσω σε σένα, παρά μόνο αν συντριβείς», είπα. Τον συνέφερε η αιτιολόγηση. Χάιδεψε τα μούσια του από αυτοϊκανοποίηση και χαμογέλασε ευχαριστημένος στο κακό που ήξερε πως θα ερχόταν νομοτελειακά.  

xatzigeorgiou@yahoo.com

Ελεύθερα, 21.5.2023