Ο θρύλος της μουσικής Κουίνσι Τζόουνς, του οποίου η κληρονομιά περιλαμβάνει από την παραγωγή του ιστορικού άλμπουμ «Thriller» του Μάικλ Τζάκσον μέχρι συνεργασίες με κορυφαίους καλλιτέχνες όπως ο Φρανκ Σινάτρα και ο Ρέι Τσαρλς, πέθανε σε ηλικία 91 ετών.

Ο εκπρόσωπος του Τζόουνς, Άρνολντ Ρόμπινον, ανακοίνωσε ότι ο εμβληματικός παραγωγός απεβίωσε την Κυριακή το βράδυ, στο σπίτι του στο Μπελ Ερ του Λος Άντζελες, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, αναφέρει το Associated Press.

«Απόψε, με γεμάτες αλλά ραγισμένες καρδιές, μοιραζόμαστε την είδηση του θανάτου του πατέρα και αδερφού μας, Κουίνσι Τζόουνς», ανέφερε η οικογένεια σε δήλωσή της. «Αν και αυτή η απώλεια είναι ανυπολόγιστη για την οικογένειά μας, γιορτάζουμε τη σπουδαία ζωή που έζησε και ξέρουμε ότι δεν θα υπάρξει άλλος σαν αυτόν».

Από τις σημαντικότερες του δουλειές ήταν η παραγωγή των άλμπουμ του Μάικλ Τζάκσον «Thriller» (1982) και «Bad» (1987). Επίσης, είχε τον γενικό συντονισμό της ηχογράφησης των αστέρων που τραγούδησαν για φιλανθρωπικούς σκοπούς στον δίσκο «We are the World» το 1985. Ο Λάιονελ Ρίτσι, που συνυπέγραψε το «We Are the World» και ήταν μεταξύ των τραγουδιστών, είχε αποκαλέσει τον Τζόουνς ως «τον απόλυτο μαέστρο».

Η καριέρα του διήρκησε πάνω από 70 χρόνια και κατά τη διάρκειά της, κατέκτησε 28 βραβεία Grammy, τα «Όσκαρ» της μουσικής. Εκτός από την σπουδαία μουσική του καριέρα, ήταν παραγωγός σε τηλεοπτικές ταινίες όπως το «The Purple Color» και την τηλεοπτική σειρά «Roots» για την οποία συνέθεσε μουσική.

Ο Τζόουνς ξεκίνησε αντιμετωπίζοντας πολλές προκλήσεις στη ζωή του αλλά έφτασε στην κορυφή της show business, κατακτώντας τον τίτλο ενός από τους πρώτους Αφροαμερικανούς που διακρίθηκαν ως κορυφαία στελέχη στο Χόλιγουντ, δημιουργώντας ένα μουσικό έργο ανεκτίμητης αξίας, γεμάτο με μερικές από τις πιο αξέχαστες στιγμές της αμερικανικής μουσικής.

Για χρόνια, ήταν σπάνιο να βρεθεί λάτρης της μουσικής που δεν είχε τουλάχιστον έναν δίσκο με το όνομά του ή μια προσωπικότητα της βιομηχανίας ψυχαγωγίας που δεν είχε κάποια σχέση μαζί του.

Ο Τζόουνς συνδέθηκε με προέδρους και ξένους ηγέτες, σταρ του κινηματογράφου και μουσικούς, φιλάνθρωπους και επιχειρηματίες. Μεταξύ άλλων, περιόδευσε με τον Count Basie και τον Lionel Hampton, έκανε την ενορχήστρωση για δίσκους των Σινάτρα και Έλλα Φιτζέραλντ και συνέθεσε τη μουσική για το «In the Heat of the Night».

Ο Τζόουνς γεννήθηκε στο Σικάγο το 1933. Η ενασχόλησή του με τη μουσική ξεκίνησε από όταν ήταν παιδί και άκουγε έναν γείτονά του να παίζει πιάνο το οποίο άρχισε να μαθαίνει σε ηλικία επτά ετών, καθώς από το τραγούδι της μητέρας του. Οι γονείς του χώρισαν και μετακόμισε με τον πατέρα του στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, όπου ο Τζόουνς έμαθε ντραμς. Στα 14 του, άρχισε να παίζει σε ένα συγκρότημα με έναν 16χρονο Ρέι Τσαρλς. Σπούδασε μουσική στο Πανεπιστήμιο του Σιάτλ και μετακόμισε στη Βοστώνη, και από εκεί έφυγε από τη Νέα Υόρκη.

Κάνοντας γνωριμίες και παίζοντας για τον Έλβις Πρίσλεϊ, στη συνέχεια περιόδευσε στην Ευρώπη όπου πέρασε πολύ χρόνο τη δεκαετία του 1950, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου που συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου γνώρισε προσωπικότητες όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Τζέιμς Μπάλντουιν και η Ζοζεφίν Μπέικερ. Σε ηλικία 23 ετών, περιόδευσε επίσης, στη Νότια Αμερική και τη Μέση Ανατολή ως μουσικός διευθυντής και ενορχηστρωτής του Dizzy Gillespie. 

Το 1968, έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που προτάθηκε για το καλύτερο πρωτότυπο τραγούδι στα Όσκαρ, για το The Eyes of Love από την ταινία Banning (μαζί με τον τραγουδοποιό Bob Russell). Η δουλειά του με τον Φρανκ Σινάτρα ξεκίνησε το 1958. Ο Τζόουνς και ο Σινάτρα συνέχισαν να συνεργάζονται μέχρι το τελευταίο άλμπουμ του Σινάτρα, LA Is My Lady, το 1984. Η σόλο μουσική καριέρα του Τζόουνς απογειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ηχογραφώντας άλμπουμ με το όνομά του, για τζαζ σύνολα.

Το 2013,εντάχθηκε στο Rock & Roll Hall of Fame ως νικητής, μαζί με τον Λου Άντλερ, του βραβείου Ahmet Ertegun. Το περιοδικό Time τον ανέδειξε ως έναν από τους πιο επιδραστικούς μουσικούς της τζαζ στον 20ού αιώνα.

Πηγή: lifo, με πληροφορίες από Guardian