Η τραγουδίστρια και ηθοποιός Φρανσουάζ Αρντί, που έγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες ποπ επιτυχίες στη Γαλλία, έφυγε από τη ζωή την Τρίτη σε ηλικία 80 ετών. Έπασχε για χρόνια από καρκινικό λέμφωμα.
Η κομψότητα σε συνδυασμό με την υπέροχη φωνή της, την κατέστησαν μια από τις πιο επιτυχημένες ποπ σταρ της χώρας της. «Τεράστια θλίψη», «μοναδική φωνή», «θρύλος του γαλλικού τραγουδιού»: η Γαλλία θρηνεί την απώλεια ενός από τα τελευταία ινδάλματα της δεκαετίας του ’60.
Την είδηση του θανάτου της έκανε γνωστή ο γιος της και επίσης μουσικός Τομά Ντιτρόν, με μία ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram: «Maman est partie», δηλαδή «η μαμά έφυγε», έγραψε χαρακτηριστικά συνοδεύοντας την ανάρτηση με μία φωτογραφία τους.
Η θρυλική Γαλλίδα τραγουδίστρια έφυγε σε ηλικία 80 ετών έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο από το 2004. Ο θάνατός της ήρθε σχεδόν έναν χρόνο μετά την απώλεια της Τζέιν Μπίρκιν, τον Ιούλιο του 2023, άλλης εμβληματικής φυσιογνωμίας της δεκαετίας του ’60.
Φρανσουάζ Μαντλέν Αρντί γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1944 εν μέσω αεροπορικής επιδρομής στο κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι και μεγάλωσε εκεί, κυρίως από τη μητέρα της. Στα 16 της έλαβε την πρώτη της κιθάρα ως δώρο και τότε άρχισε να γράφει τα δικά της τραγούδια, να τα ερμηνεύει ζωντανά και να κάνει οντισιόν για δισκογραφικές εταιρείες.
Έγινε γνωστή στις στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως ηγετική φυσιογνωμία του κύματος yé-yé. Ονομάστηκε έτσι από την προτίμηση των αγγλόφωνων συγκροτημάτων της εποχής να τραγουδούν το «yeah» και η Αρντί έβαλε το χεράκι της στην επινόησή του: ένα πρώιμο τραγούδι, το «La Fille Avec Toi», ξεκινούσε με τις αγγλικές λέξεις: «Oh, oh, yeah, yeah, yeah».

Η καριέρα της διήρκεσε περισσότερα από 50 χρόνια με περισσότερα από 30 στούντιο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 επικεντρώθηκε κυρίως στην ανατροφή του γιου της Τομά (1973) με τον σύντροφό της, τον μουσικό και ηθοποιό Ζακ Ντιτρόν (1943). Οι κυκλοφορίες ξεκίνησαν ξανά με το «Star» του 1977 και η Αρντί αγκάλιασε -όχι πάντα με ενθουσιασμό- τους ήχους της funk, της disco και της ηλεκτρονικής pop. Ένα μεγαλύτερο διάλειμμα στη δεκαετία του 1980 διακόπηκε από το «Décalages» του 1988, που χαρακτηρίστηκε ως το τελευταίο της άλμπουμ, αν και επέστρεψε το 1996 με το «Le Danger», αλλάζοντας την παλέτα της σε κυκλοθυμικό σύγχρονο ροκ. Κυκλοφόρησε άλλα έξι άλμπουμ, ολοκληρώνοντας με το «Personne D’Autre» το 2018.
Αφού συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1967, παντρεύτηκε με τον Ντριτρόν το 1981 – «μια αδιάφορη τυπική διαδικασία», όπως είπε αργότερα για το γάμο γενικά – και χώρισαν το 1988, αν και παρέμειναν φίλοι.
«Πώς να σου πω αντίο»
Η γνωστή της επιτυχία του 1968 «Comment te dire adieu» (Πώς να σου πω αντίο) ήταν ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφόρησαν σήμερα πολλές εφημερίδες, όπως και αναρτήσεις που έγιναν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποτίοντας φόρο τιμής στη γνωστή τραγουδίστρια.
«Πώς να της πούμε αντίο;» ανήρτησε επίσης η Ρασιντά Ντατί, η Γαλλίδα υπουργός Πολιτισμού, αποχαιρετώντας έναν «θρύλο του γαλλικού τραγουδιού». «Ίνδαλμα της Γαλλίας, φωνή μοναδική με ιδιαίτερη ηρεμία, η Φρανσουάζ Αρντί μεγάλωσε γενιές Γάλλων και θα είναι πάντα εκεί στις στιγμές ζωής» αντέδρασε ο Γκαμπριέλ Ατάλ.
Η θάνατός της συγκλονίζει τη Γαλλία: «Για μένα, ήταν όλη μου η παιδική ηλικία» εξομολογείται ο Γάλλος πρωθυπουργός στην ανάρτησή του στο X.
Στον κατάλογο του αμερικανικού περιοδικού Rolling Stone το 2023 με τους 200 καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών, η Φρανσουάζ Αρντί ήταν η μόνη εκπρόσωπος της Γαλλίας.
Ο καρκίνος εμφανίστηκε στη ζωή της ήδη από το 2004 και πήρε πολλές μορφές αναγκάζοντάς τη να ζήσει έναν εφιάλτη. Το 2023 εξομολογήθηκε στο Paris Match ότι θέλει «να φύγει σύντομα και γρήγορα, χωρίς μεγάλες δοκιμασίες, όπως να μη μπορεί να αναπνεύσει».
Για την Αρντί όλα άρχισαν το 1962 με την ξαφνική της επιτυχία -πούλησε πάνω από 2 εκατομμύρια αντίτυπα- «Tous les garçons et les filles», τραγούδι το οποίο είχε γράψει και συνθέσει η ίδια, πράγμα σπάνιο για την εποχή.
Τότε ήταν 18 ετών και αυτός ήταν ο πρώτος της δίσκος. Η Αρντί είχε έρθει για να μείνει και να γίνει η πρέσβειρα της γαλλικής κομψότητας και ποπ μουσικής διεθνώς, η «ιδανική γυναίκα» για τον Μικ Τζάγκερ και φυσιογνωμία που θαύμαζαν ο Μπομπ Ντίλαν και ο Ντέιβιντ Μπάουι. Την φλέρταραν επίσης σκηνοθέτες, εμφανιζόμενη σε ταινίες των Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, Ρότζερ Βαντίμ, Τζον Φρανκενχάιμερ και άλλων.
Έγινε μούσα για σχεδιαστές όπως ο Ιβ Σεν Λοράν και ο Πάκο Ραμπάν, ενώ αποτέλεσε επίσης συχνό θέμα για φωτογραφίες μόδας, τις οποίες τράβηξαν διάσημοι φωτογράφοι.
Πηγή: ΑΠΕ/ ΜΠΕ, wiki, guardian