Θα μπορούσε να είναι παραμύθι. Είναι όμως η ιστορία των προγόνων μας. Ανθρώπων που άφησαν το σημάδι τους στις πόλεις που ζούμε, ενώ οι ίδιοι χάθηκαν στην αφάνεια. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Λουκάς Χατζηλούκα, από τους πρώτους αρχιτέκτονες της Κύπρου.

Το πέτρινο κτήριο με τις πολλές καπνοδόχους στη Βύρωνος που στεγάζει την πρεσβεία της Ελλάδας, η πολυκατοικία Λυσσαρίδη στην Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που έχει μετατραπεί σε ξενοδοχείο, λίγο πιο κάτω το πρώην ξενοδοχείο Nicosia Palace και άλλα κτήρια που αποτελούν τοπόσημα της Λευκωσίας και άλλων περιοχών σχεδιάστηκαν από του Λουκά Χατζηλούκα, ένα από τους πρωτοπόρους της αρχιτεκτονικής στον τόπο μας.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου η κατοικία της Λουκίας Κουρσουμπά στο Καιμακλί (1953).

Το έργο του φέρνει στο προσκήνιο η έκδοση «Βίος και έργα του αρχιτέκτονα Λουκά Χατζηλούκα», που επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Κώστας Γεωργίου σε συνεργασία με τον Άνδρο Χατζηλούκα, γιο του δημιουργού, με πρωτοβουλία της Βούλας Κοκκίνου.

Κατοικία Grisewood στον Άγιο Αντρέα Λευκωσίας (1938).

Ο Χατζηλούκας, γεννημένος το 1901, ανήκει στην πρώτη γενιά Κυπρίων αρχιτεκτόνων με ακαδημαϊκή μόρφωση. Στην ίδια ομάδα είναι ο Θεόδωρος Φωτιάδης (1878-1952), ο Ανδρέας Χατζηδημητρίου (1901-1936), ο Πολύβιος Μιχαηλίδης (1907-1960), ο Οδυσσέας Τσαγκαρίδης (1907-1974). Προερχόμενος από την οικογένεια των Κουρσουμπάδων, με μακρά παράδοση στην οικοδομική, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον μαστόρων, που συνέχιζαν την οικοδομική τέχνη από γενιά σε γενιά. Ο ίδιος όμως αποφάσισε να σπουδάσει αρχιτεκτονική και σε ηλικία 16 χρόνων μετανάστευσε στην Αμερική, για να εργαστεί και παράλληλα να σπουδάσει. Μετά τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο της Βοστώνης εργάστηκε σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία στο New Jersey και το 1932 επέστρεψε στην Κύπρο όπου άνοιξε το δικό του γραφείο αναλαμβάνοντας πληθώρα έργων που διαμόρφωσαν το αστικό τοπίο. Κάποια από αυτά διασώζονται -άλλα στις ελεύθερες περιοχές του νησιού και άλλα στις κατεχόμενες- ενώ πολλά έχουν κατεδαφιστεί και κάποια έχουν δεχτεί παρεμβάσεις, ενώ άλλα είναι πλέον εγκαταλειμμένα.

Η πολυκατοικία Λυσσαρίδη (1957) που πλέον φιλοξενεί ξενοδοχείο.

Όπως εξηγεί ο συγγραφέας του βιβλίου Κώστας Γεωργίου, τα έργα του Χατζηλούκα αποτελούν δημιουργική σύνθεση της Κυπριακής οικοδομικής τέχνης και παράδοσης με επιδράσεις από την αρχιτεκτονική της Νέας Αγγλίας (New England) των Ηνωμένων Πολιτειών και του Πρώϊμου Μοντερνισμού της Ευρώπης. Τα πρώτα του κτήρια ήταν Κλασσικιστικού και Εκλεκτικιστικού Arts and Crafts στιλ. Η κατασκευή τους ήταν από φορτιζόμενη τοιχοποιεία με επικλινείς στέγες από κεραμίδι και πλάκες πατωμάτων από μπετόν αρμέ. Αξιόλογα κτήρια της περιόδου αυτής είναι, ανάμεσα σ’ άλλα τα γραφεία Σιουκιουρόγλου στη γωνία Τρικούπη και Ξάνθης Ξενιέρου και η κατοικία Τάκη Πατίκη στις οδούς Σοφούλη και Χριστόδουλου Σώζου στη Λευκωσία.

Κατοικία Σεργίδη στους Αγίους Ομολογητές (1963) με σύγχρονη προσθήκη από άλλο αρχιτέκτονα.

Στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χατζηλούκας άρχισε να χρησιμοποιεί κατασκευές από μπετόν αρμέ, ιδιαίτερα σε μεγάλα κτήρια όπως στην Εμπορική Στοά Χριστοφίδη απέναντι από την αγορά του παλιού δημαρχείου και την πολυκατοικία Λυσσαρίδη που ήταν και το πρώτο πολυώροφο κτήριο στην Κύπρο.

Στην πάροδο των χρόνων δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει νέα υλικά και τεχνολογίες, ενώ παράλληλα λαμβάνει μέρος σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, συνεργάζεται με νεότερους αρχιτέκτονες αλλά μπαίνει και στον τομέα των επιχειρήσεων που έχουν να κάνουν με τις οικοδομές: παρκέ, μεταλλικές κουρτίνες, οικοδομικά υλικά και άλλα. 

Μέχρι το 1987 που πέθανε συνέχιζε να πηγαίνει με ένα ταξί στο γραφείο αφού «ήταν ένας άνθρωπος που δεν μπορούσε την αδράνεια», όπως τον θυμάται και περιγράφει ο γιος του. Τον θυμάται επίσης να ασχολείται μέχρι το τέλος της ζωής του με στατικούς υπολογισμούς χωρίς να χρησιμοποιεί υπολογιστικές μηχανές. «Ο Λουκάς Χατζηλούκας, ήταν άνθρωπος της τάξης, της δημιουργικότητας και της αφοσίωσης. Είχε την ικανότητα να συνδυάζει την τεχνική με την αισθητική, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο αρχείο από σχέδια και στατικούς υπολογισμούς, τα οποία αποτέλεσαν αναγκαία εργαλεία για αρχιτέκτονες, μηχανικούς  εργολάβους και τεχνίτες της εποχής του αλλά και μεταγενέστερα».

Τόσο ο Άντρος Χατζηλούκα, όσο και ο Κώστας Γεωργίου, τόνισαν την ανάγκη συγκρότησης ενός αρχείου αρχιτεκτονικής. «Πολλά από τα κτήρια των πρωτοπόρων και μεταγενέστερων Κυπρίων αρχιτεκτόνων χάνονται από κατεδάφιση, μη συντήρηση και κακές αλλαγές. Πολλά σχέδια και έγγραφα πετιούνται από τους κληρονόμους ως άχρηστα. Στην Κύπρο δεν έχουμε μέχρι τώρα Αρχείο Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας όπως έχουν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. το Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα και το Βασιλικό Ινστιτούτο Βρεττανών Αρχιτεκτόνων (RIBA) στην Αγγλία. Τα  Αρχεία είναι μέρος της Ιστορίας, του Πολιτισμού και της Εθνικής Κληρονομιάς μιας χώρας» τόνισε ο Κώστας Γεωργίου απευθύνοντας έκκληση για τη δημιουργία ενός τέτοιου αρχείου «πριν χαθούν τα αχνάρια».

•            Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εν Τύποις. 

Ελεύθερα, 17.11.2024