Ένα ανθρωπογενές αντικείμενο στη φύση μπορεί να συνυπάρχει σε αρμονία με το φυσικό τοπίο; Στην περίπτωση της κατοικίας αυτής στην Καλιφόρνια, σχεδιασμένη από την Anne Fougeron, η απάντηση είναι, μάλλον, ναι.

Η κατοικία, γνωστή ως Suspension House, βρίσκεται στην Καλιφόρνια, κτισμένη πάνω από μια μικρή χαράδρα με ρυάκι, με τη μία πλευρά της να πατά σε ένα λόφο και την άλλη πλευρά σε άλλο λόφο. Στο «οικόπεδο» υπήρχε ήδη μία κατοικία, κτισμένη τη δεκαετία του ’70 πριν οι νομοθεσίες γίνουν πολύ αυστηρές απαγορεύοντας την ανέγερση σπιτιών σε στοιχεία της φύσης, όπως ρυάκια, κόλπους, χαράδρες. Οι νέοι ιδιοκτήτες, ένα ζευγάρι με ένα παιδί, οι οποίοι αγόρασαν το υφιστάμενο κτίσμα για να φτιάξουν ένα εξοχικό, ήθελαν να προβούν σε ανακαίνιση και επέκταση της κατοικίας. Το εν πολλοίς δύσκολο εγχείρημα ανέθεσαν στην αρχιτέκτονα, Anne Fougeron, της οποίας ο αρχικός προβληματισμός ήταν αυτός που μοιραζόμαστε όλοι: «Μπορεί ένα ανθρωπογενές αντικείμενο στη φύση να συνυπάρχει σε αρμονία με το τοπίο;» Και βάλθηκε να απαντήσει πως «ναι, μπορεί», σεβόμενη παράλληλα την αγριότητα του τοπίου.

Για να επιτραπεί η προσθήκη τρίτου ορόφου και να αφαιρεθούν οι προηγούμενες δομικές κολώνες που βρίσκονταν στην κοίτη της χαράδρας, εισήχθη μια μεταλλική κατασκευή κάτω από τους υπάρχοντες ορόφους. Το πρώτο σπίτι στηριζόταν σε κολώνες που κατέληγαν  στην κοίτη της χαράδρας. Στον επανασχεδιασμό οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί έφτιαξαν μια δομή, τύπου κρεμαστής γέφυρας, ανάμεσα στις δύο πλαγιές. Αυτό επέτρεψε στο νερό να συνεχίζει να τρέχει χωρίς εμπόδια κάτω από το σπίτι.

Η δομή και ο προσανατολισμός των δύο πρώτων ορόφων ακολουθούν την δομή της υπάρχουσας κατοικίας, αλλά ο νέος τρίτος όροφος περιστρέφεται 90 μοίρες για καλύτερη σχέση με την τοποθεσία. Αυτή η μετατόπιση διασπά τη μάζα της κατασκευής, δίνοντας μια ελαφρότητα και ύψος, ενώ διαφοροποιείται από τους κάτω ορόφους. «Υπήρχαν αυστηρές οδηγίες για το πώς να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα δομή ως βάση για το σχεδιασμό», εξηγεί η αρχιτέκτονας. «Το νέο σπίτι έπρεπε να ακολουθεί το ακριβές περίγραμμα του υπάρχοντος σπιτιού και των βεραντών».

Κρατήθηκε λοιπόν το αποτύπωμα του κάτω επιπέδου και του επάνω ορόφου και πρόσθεσαν ένα τρίτο επίπεδο που έχει διαφορετικό προσανατολισμό. Το κάτω επίπεδο περιλαμβάνει έναν ξενώνα και βοηθητικό χώρο, ενώ το μεσαίο επίπεδο περιλαμβάνει τους κοινόχρηστους χώρους – κουζίνα, τραπεζαρία και σαλόνι. Ο τελευταίος όροφος περιλαμβάνει το κυρίως υπνοδωμάτιο/σουίτα και ένα ευέλικτο ως προς την χρήση δωμάτιο. Τα επίπεδα συνδέονται τόσο με εσωτερικές όσο και με εξωτερικές σκάλες και πολλές βεράντες με επένδυση από γυαλί σε όλη την περίμετρο. Ένας ξεχωριστός ξενώνας βρίσκεται δίπλα στο μονοπάτι προς το κυρίως σπίτι, με μαύρη επένδυση για να το ξεχωρίζει.

Η εγγύτητα στο νερό έχει αξιοποιηθεί στο βέλτιστο βαθμό. Με δομικά στοιχεία και εξαρτήματα όπως η σκάλα και η κουζίνα φινιρισμένα σε σκούρα χρώματα και δάπεδα, οροφές και εσωτερικές επιφάνειες τοίχου σε λευκό, το σπίτι είναι διαμορφωμένο ως ένα απλό, ανεπιτήδευτο πλαίσιο του τοπίου.

Διαφανή υλικά χρησιμοποιούνται παντού, σε παράθυρα, δάπεδο, οροφή… Γυάλινες πόρτες, κιγκλιδώματα και ανοιχτές σκάλες, διασφαλίζουν ότι οι κατάφυτοι βράχοι, το γύρω δάσος και το τρεχούμενο νερό γίνονται αισθητά από κάθε δωμάτιο.

Η είσοδος γίνεται από τον δεύτερο όροφο μέσω ενός διαδρόμου που περνά μέσα από το δάσος και οδηγεί σε ένα ενιαίο χώρο καθιστικού και τραπεζαρίας που καταλαμβάνει όλο το επίπεδο. Οι βεράντες, μπροστά και πίσω, έχουν θέα προς τη χαράδρα, η οποία εκτείνεται ανατολικά-δυτικά κάτω από το σπίτι.

Η Fougeron περιγράφει το έργο ως ένα σπίτι που «εξισορροπεί το ρόλο της αρχιτεκτονικής – ειδικά του μοντερνισμού – στη φύση με το ρόλο του πελάτη στο σπίτι του».

  Φωτογραφίες: Joe Fletcher