Ανδρέας Ονουφρίου, «Σάπιες ζωές», εκδόσεις Ατέχνως, 2023.

Ο Ανδρέας Ονουφρίου είναι ένας επιδέξιος χειριστής της θελκτικής διηγηματικής και μυθιστορηματικής αφήγησης, καθώς ξέρει να μεταπλάθει με το μέτρο της στέρεης δομικής πλοκής και της σκηνικής παραστατικότητας τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής σε ευφάνταστη ευρηματικότητα και τη μυθοπλασία της φιλοπερίεργης παρώθησης έως την ανατρεπτική της κορύφωση σε ζωντανή αποτύπωση της πραγματικότητας.

Στις «Σάπιες ζωές», το πρόσφατο μυθιστόρημά του, επιλέγει τη σύζευξη της εξελικτικής πορείας του κεντρικού του ήρωα από την εφηβεία στην ενηλικίωση με τις κρίσιμες στιγμές της Νεώτερης Ιστορίας της Κύπρου, ήτοι της δεκαετίας από το 1963-64 μέχρι τις απαρχές της τραγωδίας του 1974. Ο ταξικός προσέτι διαχωρισμός μεταξύ πλούσιων νεοαστών και φτωχών βιοπαλαιστών, όπως και η κλιμάκωση των πολιτικοϊδεολογικών συγκρούσεων της τότε Κυπριακής κοινωνίας αντικατοπτρίζονται στους αντιθετικούς μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες. Εμφανείς εξ αρχής οι συμβολισμοί ανάμεσα στο δίπατο αρχοντικό του αγριάνθρωπου Γαβρίλη, του πιο γνωστού μηχανικού αυτοκινήτων της πόλης, και το ταπεινό σπιτάκι του Μικρασιάτη Θανάση Γιαννακόπουλου, ενός μοναχικού και πολύ καλλιεργημένου ανθρώπου, ενώ το μεγάλο σπίτι του Μάρκου δεν συγκρινόταν με το φτωχικό του Στέφανου, εφόσον ο πατέρας του ενός ήταν μεγαλοεστιάτορας και του άλλου έκανε δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Και καθώς οι συνομήλικοι έφηβοι με τα άλλα αγόρια της γειτονιάς στις ποδοσφαιρικές τους συναντήσεις και στα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα βιάζονταν να ανακαλύψουν τον αντρισμό τους, έτσι και η νεαρή μας Δημοκρατία διένυε τα πρώτα της βήματα από την αποικιοκρατία στην Ανεξαρτησία με τα όσα προβλήματα και πλήγματα τής επιφύλασσαν.

Οι προσπάθειες εξάλλου της εδραίωσης της κρατικής μας οντότητας αντανακλούν σε μικρογραφία τις υπαρξιακές αναζητήσεις του νεαρού Στέφανου στο ευτυχές συναπάντημά του με τον κύριο Θανάση, ο οποίος θα αποδειχθεί μέντορας και πνευματικός του πατέρας, εμπνέοντάς του την αγάπη για τα βιβλία και την κλασική μουσική, αλλά και τις αληθινές αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Θα έχει επίσης τις συμβουλές του πολύτιμο οδηγό ψυχικής αντοχής κατά την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας, για να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των αξιωματικών και πρώην παιδικών του φίλων. Τα δημοκρατικά του φρονήματα θα επισύρουν την εκδικητικότητα της δυσμενούς μετάθεσης στην ακριτική περιοχή του Κάτω Πύργου, όπου σε ανταλλαγή πυροβολισμών με το απέναντι τουρκικό φυλάκιο θα σκοτωθεί ο φίλος του Χρυσόστομος και θα πληγωθεί ο ίδιος. Αλλά και όταν αποστρατευτεί και διοριστεί στην Τράπεζα, γνωρίζοντας στο πρόσωπο μιας συναδέλφου του τον μεγάλο πλην ανεκπλήρωτο έρωτα της ζωής του, στην απογοήτευσή του  ο καλός του φίλος θα του υποδείξει ότι ο εξιδανικευμένος από μέρους του έρωτας δεν είχε ρίζες για ν’ ανθίσει. Η Θάλεια θα τον αφήσει, για να αρραβωνιαστεί τον συνάδελφό τους τον Πέτρο, που ανήκε στην παρακρατική οργάνωση και την οποία χρηματοδοτούσε με έντυπα και εκδηλώσεις ο μεγαλοεπιχειρηματίας πατέρας της.

Στο μυθιστόρημα σκιαγραφείται με μελανά χρώματα η εποχή που βυσσοδομούσε το κακό, υποκινώντας καθ’ υπαγόρευση της χούντας των Αθηνών και των εδώ οργάνων της το μίσος του τυφλού φανατισμού εναντίον όσων υποστήριζαν την εκλελεγμένη νόμιμη κυβέρνηση. Μέχρι και στους κόλπους της Εκκλησίας είχε εισδύσει η διχόνοια των δυσοίωνων καιρών με την καθαίρεση των τριών Μητροπολιτών, καθότι συνεργούσαν στην ανατροπή  του Προέδρου Αρχιεπισκόπου.

Από τα ονοματικά συμφραζόμενα, όπως την παραλία της Αρχαίας Σαλαμίνας, το ζαχαροπλαστείο «Έντελβαϊς» και το χορευτικό κέντρο «Περοκέ» μαζί με τη φωτογραφία του εξωφύλλου ο συγγραφέας τοποθετεί τα δρώμενα στην Αμμόχωστο, που δεν κατονομάζεται, για να περιλαμβάνει συνεκδοχικά όλες τις πόλεις της Κύπρου, όπου επιδεινωνόταν συνεχώς η έκρυθμη κατάσταση. Εκτός από την απόσυρση της Μεραρχίας, τη συνωμοτική στάση Ελλήνων Αξιωματικών στα χουντοκρατούμενα στρατόπεδα και τις δολοφονικές απόπειρες κατά του Μακαρίου, αλλεπάλληλες ήταν οι νυκτερινές βομβιστικές εκρήξεις, οι ανατινάξεις κτηρίων και οχημάτων, όπως της βέσπας του Στέφανου, οι φόνοι και οι παρακολουθήσεις αντιφρονούντων. Ένα σκοτεινό υπόβαθρο, ενδεικτικό των ταραγμένων ύποπτων ημέρων, που προανάγγελλαν την αποφράδα εκείνη Δευτέρα του ολέθριου πραξικοπήματος, στις 15 Ιουλίου του 1974.

Τα τελευταία κεφάλαια του μυθιστορήματος, που εμπλέκουν τα κυριότερα πρόσωπα στην πυκνή συνάρθρωση των γεγονότων και σε ασθματικούς ρυθμούς αστυνομικών επεισοδίων, δεν αναδεικνύουν μόνο την εναγώνια αιχμή της δράσης αλλά και αποκαλύπτουν τις δραματικές διαστάσεις της εξαθλίωσης, της εκβαρβάρωσης και της σήψης στα ήθη κάποιων ανθρώπων. Θύμα της βίαιης επίθεσης στο σπίτι του ο κύριος Θανάσης, που για την ανώνυμη δημοσίευση των άρθρων του στιγματίζεται ως κομμουνιστής από τα ενεργούμενα των αδίστακτων εθνοσωτήρων. Μεταξύ των τεσσάρων οπλοφόρων και ο αδελφός του Στέφανου, υπενθυμίζοντας τον αδελφοκτόνο σπαραγμό, που συγκλόνιζε τις απάνθρωπες και ανάδελφες εκείνες ώρες τον Κυπριακό Ελληνισμό.

Τα ακροτελεύτια στιγμιότυπα είναι ακόμη δηλωτικά και άλλων επισημάνσεων. Η αγάπη δεν πεθαίνει, εφόσον ο Θανάσης ξεψυχά στα χέρια της αγαπημένης του Θεανώς. Στις προειδοποιήσεις της να φύγει, για να σωθεί δεν υπακούει, καθώς η αντίσταση δεν λιποτακτεί αλλά εμμένει και αγωνίζεται. Έναν αγώνα που εντέλλεται να συνεχίσει ο προστατευόμενός του Στέφανος. Γιατί έμαθε από τον καλό του δάσκαλο ότι οι ιδέες δεν δολοφονούνται όσο και αν τις πολεμούν εκείνοι που προτάσσουν ψευδεπίγραφα ιδεώδη στρεβλωτικού σκοταδισμού. Αποφασιστικό το μήνυμα στον επίλογο με την πρωτοπρόσωπη υπόσχεση: «Να γίνω η φωνή του αγώνα εκείνου, που με έμαθε να ονειρεύομαι τα υψηλά και τα μεγάλα!».