Να «ξετυλίξουν» τα μυστικά της τεχνολογίας παραγωγής ασημιού, χαλκού και ορείχαλκου στο μεσαιωνικό Μαρόκο έχει σκοπό ερευνητικό πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχουν ερευνητές του Κέντρου Επιστήμης και Τεχνολογίας στην Αρχαιολογία και τον Πολιτισμό (STARC) του Ινστιτούτου Κύπρου (ΙΚυ).

Το ερευνητικό πρόγραμμα Moyenne Vallee du Draa, επικεντρώνεται στη μελέτη του ομώνυμου πρώιμου μεσαιωνικού οικισμού και των φαραγγιών στο Ταμντούλτ, το οποίο αποτελούσε δίκτυο εμπορίου χρυσού αλλά και δουλεμπορίας από την Αφρική προς το Βορρά, καθώς και σημείο αναφοράς εμπορίου κραμάτων χαλκού και άλλων εμπορευμάτων προς το Νότο.

Το Ταμντούλτ αποτελεί επίσης αναγνωρισμένη ιστορικά τοποθεσία, ως προς την εξαγωγή ασημιού, με σημαντική συμβολή στη μαζική παραγωγή νομισμάτων «dirham» της αρχαιομεσαιωνικής οικονομίας, από την Κεντρική Ασία έως την Αραβία, και από τη Βόρεια Ευρώπη έως την υποσαχάρια Αφρική.

Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Κύπρου, συμπεριλαμβανομένων της Δρος Μπρουνέλα Σανταρέλι, της Μπιγιάνγκ Γουάνγκ, της Μέγκνα Ντεσάι και του Καθηγητή Τίλο Ρέρεν, στοχεύουν στην «αποκωδικοποίηση» της αρχαίας τεχνολογίας παραγωγής ασημιού, μέσω των μεθόδων ανάλυσης κατάλοιπων μεταλλευμάτων, τοιχωμάτων και ειδών γυαλιού, όπως είναι η οπτική μικροσκοπία και η σάρωση με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο ενεργειακής διάχυσης φάσματος. Στη διαδικασία «αποκωδικοποίησης» εφαρμόζεται επίσης η μη επεμβατική μέθοδος ανάλυσης με τη χρήση φορητού ακτινοφωτόμετρου (XRF), στα Αρχαιολογικά Εργαστήρια του Ινστιτούτου Κύπρου.

Κατά τη διάρκεια πρόσφατων ερευνών στο νότιο Μαρόκο, εντοπίστηκαν μοναδικά στοιχεία που «ξεδιπλώνουν» μυστικά της παραγωγής ορείχαλκου – ενός κράματος χαλκού και ψευδαργύρου, γνωστού ευρέως από τη μεσαιωνική και πρώιμη μοντέρνα Ευρώπη, διαδεδομένων στη μεταλλευτική κληρονομιά του Ισλάμ, καθώς και στα διάσημα αρχαία μπρούντζινα του Μπενίν, τα οποία έχουν πρόσφατα επαναπατριστεί στη Νιγηρία.

Μέχρι πρότινος, δεν υπήρχαν αποδείξεις για την παραγωγή ορείχαλκου, στον ισλαμικό ή τον αφρικανικό κόσμο, συνεπώς αυτή η ανακάλυψη έφερε στο φως νέα στοιχεία για την ιστορία της τεχνολογίας της παγκόσμιας μεσαιωνικής κληρονομιάς της μεταλλουργίας.

Ιδιαίτερη σημασία, όσον αφορά το Ταμντούλντ, έχουν επίσης τα ευρήματα παραγωγής ασημιού με τη χρήση της «κυπελλοποίησης» στην αφρικανική ήπειρο, καθώς και ο σημαντικός περιβαλλοντικός αντίκτυπος χιλιάδων ετών εξόρυξης και μεταλλουργίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι και σήμερα, ορισμένες περιοχές του οικισμού και των γύρω περιοχών, οι οποίες είχαν εκτεθεί σε πολύ υψηλές περιεκτικότητες μόλυβδου, λόγω της μεσαιωνικής παραγωγής ασημιού, ερημοποιήθηκαν, έχοντας καταστεί άγονες, με σχεδόν μηδενική ένδειξη βλάστησης.

Ενώ αρχικά το εν λόγω ερευνητικό πρόγραμμα αφορούσε μόνο την μελέτη της μεσαιωνικής αρχαιολογίας, του εμπορικού δικτύου της Σαχάρας, έχει πλέον μετεξελιχθεί σε μια μοναδική μελέτη, μεγάλης αρχαιομεταλλουργικής σημασίας, η οποία αναδεικνύει τις τεράστιες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και για τους σύγχρονους πληθυσμούς.

Ο μελλοντικός ερευνητικός προσανατολισμός θα επικεντρωθεί στην «αποκωδικοποίηση» των λεπτομερειών της παραγωγής ορείχαλκου στην πρώιμη μεσαιωνική περίοδο στο Ταμντούλντ, συγκρίνοντάς την με τη σύγχρονη τεχνική στην Καρολινγιανή Ευρώπη. Επιπρόσθετα, οι ερευνητές θα αναλύσουν ισότοπα μόλυβδου, για να συνδέσουν την τοπική παραγωγή του Ταμντούλντ με τον ευρέως εμπορευόμενο ορείχαλκο και ασήμι – γνωστό από ανασκαφές και νομισματικές συλλογές σε άλλες τοποθεσίες, θέτοντας το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο του Ταμντούλντ στη σωστή βάση.

Το ερευνητικό πρόγραμμα διευθύνεται από τον Δρα. Γιουσέφ Μποκμπότ, του Εθνικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας και Επιστημών Πολιτισμού (INSAP) του Υπουργείου Πολιτισμού του Μαρόκου, τον Δρα. Σαμ Νίξον από την Μονάδα Έρευνας Sainsbury, του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, και τον Καθηγητή του ΙΚυ Τίλο Ρέρεν.

Το πρόγραμμα τελεί υπό την αιγίδα της Έδρας A. G. Leventis στις Αρχαιολογικές Επιστήμες του Ινστιτούτου Κύπρου, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού του Μαρόκου και το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας του Ηνωμένου Βασιλείου.