Τις τελευταίες ενέργειες πριν το Μουσείο του Κώστα Αργυρού στον Μαζωτό ανοίξει τις πύλες του, συζήτησε επί τόπου η Υφυπουργός Πολιτισμού Λίνα Κασσιανίδου με τον Έφορο του Μουσείου Ανδρέα Χατζηλουκά και εκπρόσωπους του ΔΣ του Ιδρύματος του Μουσείου.

Το Μουσείο Κώστα Αργυρού, που ο ίδιος ο δημιουργός έκτισε για να στεγάσει και να εκθέσει τα έργα του, παραδίδεται σύντομα στο ευρύ κοινό πλήρως ανακαινισμένο, προσφέροντας όλες τις λειτουργίες ενός σύγχρονου μουσείου, όπου ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει το έργο του Αργυρού.

Η τελετή εγκαινίων του Μουσείου, το οποίο που περιήλθε στην κατοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα ανακοινωθεί σύντομα.

Ο Κώστας Αργυρού (1917 -2001) ήταν ο πρώτος επώνυμος Κύπριος ναΐφ γλύπτης. Έργο ζωής για τον Αργυρού είναι και το Μουσείο που ο ίδιος έκτισε για να στεγάσει και να εκθέσει τα έργα του. Παρενέβη στον σχεδιασμό του, αφήνοντας έτσι την προσωπική του σφραγίδα και στο κτήριο. Στην ανατολική πλευρά του κεντρικού κτηρίου του Μουσείου βρίσκεται η Πινακοθήκη με τις θρησκευτικές ψηφιδωτές παραστάσεις και τα κενοτάφια του ιδίου και της συζύγου του. Εξωτερικά η αίθουσα θυμίζει εκκλησία, επειδή αρχικά προοριζόταν γι’ αυτήν τη χρήση.

Κατόπιν συμφωνίας του με την Κυβέρνηση (το 1999), το Μουσείο περιήλθε στην κατοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία στη συνέχεια συνέστησε (διά του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας) το Ίδρυμα Μουσείου Κώστα Αργυρού ως φορέα διαφύλαξης και προβολής του έργου του Κώστα Αργυρού και λειτουργίας του Μουσείου.

Όραμα του ΔΣ του Ιδρύματος Μουσείου είναι το Μουσείο να καταστεί ζωντανό κύτταρο τόσο της τοπικής όσο και της ευρύτερης κοινωνίας και περιφερειακός κόμβος πολιτισμού, στη βάση ενός στρατηγικού σχεδιασμού που, ανάμεσα σε άλλα, περιλαμβάνει συμπληρωματικές και περιοδικές εκθέσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα και εκδηλώσεις.

Η κύρια έκθεση αποτελείται από την πλειονότητα των πέτρινων και ξύλινων γλυπτών του Κώστα Αργυρού, καθώς επίσης και των ψηφιδωτών παραστάσεων και των πινάκων του.

Ο Κώστας Αργυρού

Ο Κώστας Αργυρού γεννήθηκε στον Μαζωτό της επαρχίας Λάρνακας το 1917. Όταν αποφοίτησε από το επτατάξιο δημοτικό σχολείο, ρίχτηκε στη βιοπάλη για να αντιμετωπίσει τη φτώχεια που μάστιζε την ύπαιθρο εκείνη την εποχή.

Αρχικά, ασχολήθηκε με τη γεωργία και τη βοσκή αιγοπροβάτων. Στη συνέχεια, έφτιαξε το δικό του ελαιοτριβείο, αλευρόμυλο και μύλο πλιγουριού και επεκτάθηκε στη λατόμηση και μεταφορά αμμοχάλικου και πέτρας, διατηρώντας και πλυντήριο σκύρων.

Με την τέχνη καταπιάστηκε σε ηλικία 52 χρονών, χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη γνώση και εμπειρία. Αφορμή γι’ αυτό το βήμα στάθηκε μια τυχαία επίσκεψή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λάρνακας.

Στα πρώτα του βήματα δημιούργησε γλυπτά από πέτρα και αργότερα από ξύλο. Ασχολήθηκε, επίσης, με τη σύνθεση ψηφιδωτών παραστάσεων και πειραματίστηκε με τη ζωγραφική και τη σύνθεση σε επιφάνειες από γυαλί. Εμπνεόταν από τη λαϊκή παράδοση, την καθημερινή ζωή, το ζωικό βασίλειο, την ιστορία και τους εθνικούς αγώνες, την αρχαία ελληνική μυθολογία και την ορθόδοξη χριστιανική εικονογραφία.

Η καλλιτεχνική του πορεία διήρκησε έως τον θάνατό του το 2001. Οργάνωσε ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε διάφορες ομαδικές στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Αρκετά έργα του περιλαμβάνονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.