Σε θλίψη βυθίστηκε το καλλιτεχνικό στερέωμα σε Ελλάδα και Κύπρο, μετά την είδηση του θανάτου της αγαπημένης ηθοποιού Καίτης Κωνσταντίνου, η οποία έσβησε σε ηλικία μόλις 61 ετών, μετά από σκληρή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.

Η ηθοποιός, ήταν γνωστή στο ευρύτερο κυπριακό κοινό από την τεράστια επιτυχία της σειράς «Εγκλήματα» στην οποία πρωταγωνιστούσε στο ρόλο της Σωσώς. Ωστόσο, το 2019 μας συστήθηκε και θεατρικά μέσω του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου και του έργου «Η τριλογία του παραθερισμού». Εκεί, στο κτήριο του ΘΟΚ την συναντήσαμε και μας μίλησε για τη ζωή της, την καριέρα της, αλλά και τον… θάνατο.

Σήμερα, έξι χρόνια μετά, φέρνουμε στη μνήμη μας την τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε η Καίτη Κωνσταντίνου στον «Φ» και τη δημοσιογράφο Νταϊάνα Αζά.

Διαβάστε αυτούσια τη συνέντευξη:

– Είναι αλήθεια πως μεγαλώσατε σε ένα σπίτι πάνω στη θάλασσα; Έχω ένα σπίτι στη θάλασσα, σε μια παραλία κοντά στη Ροδοδάφνη του Αιγίου – πολύ αγαπημένα μέρη. Μεγάλωσα σε αυτή την επαρχιακή πόλη και όλα μου τα καλοκαίρια τα πέρασα εκεί. Έχω αυτή τη σύνδεση με τη θάλασσα και μου λείπει, είναι αλήθεια. Με κάνει να νιώθω την οικειότητα του σπιτιού, την οικειότητα της ψυχής.

– Δυσκολευτήκατε να προσαρμοστείτε στην Αθήνα; Μου αρέσει πολύ η Αθήνα, την αγαπάω. Μου αρέσει η πόλη, το ανώνυμό της, που κάποιες στιγμές φτιάχνεις τα μεμονωμένα σου γνώριμα και αποκτάς τα δικά σου αγαπημένα μέρη. Είμαι και στους δυο τόπους παρούσα, όμως παίρνω από τον κάθε ένα και κάτι. Η ζωή μου έχει φτιαχτεί και έχει εξελιχθεί στην Αθήνα, πηγαίνω όμως και στο Αίγιο γιατί έχω δεσμούς εκεί. Είναι η μαμά μου, το σπίτι μου και το επιδιώκω. 

– Είχατε πάντα το μικρόβιο της υποκριτικής; Δεν ήμουν από τα παιδάκια που έλεγαν «εγώ θα γίνω ηθοποιός», μπα… Εμένα μικρή όνειρό μου ήταν να γίνω γιατρός, δεν ήταν να γίνω ηθοποιός. Δεν ξέρω πώς μου ‘ρθε. Φαίνεται πως το είχα μέσα μου, αλλά δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Όταν μπήκα στη Φιλοσοφική, θυμάμαι πως πήγα και γράφτηκα στο θεατρικό και κάναμε πρόβες για τις Βάκχες, σαν φοιτητική ομάδα. Είχα καλέσει φίλους για να με δουν και δεν με έβρισκαν. Γιατί εγώ πάντα έψαχνα την πιο ψηλή και πήγαινα και κρυβόμουνα πίσω της – ντρεπόμουν πάρα πολύ! Μετά αποφάσισα να πάω να δώσω για τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν. 

– Ξεπεράσατε αυτή τη συστολή με τα χρόνια; Πάντα θα την έχω, αλλά έχει ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό. Με πολλή σιγουριά μπορώ να σας πω πως έχω καλυτερεύσει. Πιο παλιά, ήμουν ντροπαλή σε προβληματικό σημείο, για να το πω έτσι χοντρά. Και στις συναναστροφές μου, κάπως έτσι είμαι. Αυτή η συστολή είναι τροχοπέδη για έναν ηθοποιό όμως, γιατί πιέζεται και δεν μπορεί να βγάλει τα πράγματα που έχει μέσα του.

– Μόλις βγαίνατε στη σκηνή ή άναβαν οι κάμερες, μεταμορφωνόσασταν; Με το πέρασμα των χρόνων έγινε αυτό, όχι απ’ την αρχή, ούτε συνειδητά. Είναι σαν να περπατάς στα χαλίκια ξυπόλητη και ξαφνικά να συνειδητοποιείς ότι συνήθισες το χαλίκι και δεν πονάει πια πολύ το πόδι σου. Και γιατί να πας στο κάτω-κάτω και τόσο κόντρα στον εαυτό σου; Αφού αυτός είσαι. 

– Βοηθά το θέατρο τον ηθοποιό να βρει τον εαυτό του; Μπορεί να βοηθήσει, αλλά δεν αρκεί. Είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία και χρειάζεται πολύ θάρρος για να βρεις τον εαυτό σου. Κι αν δεν θέλεις να τον βρεις, δεν θα το καταφέρεις με τίποτα. Βρίσκεις κομμάτια του εαυτού σου, μόνο που εκείνη τη στιγμή πρέπει να τα παραδεχτείς. Γιατί πολλές φορές νιώθεις και ασφαλής μέσα από τους ρόλους σου. Λες «υποδύομαι αυτό τον κακό χαρακτήρα, δεν σημαίνει πως είμαι κι εγώ έτσι» . 

– Εσείς καταφέρατε να δείτε κατάματα την αλήθεια; Βρίσκομαι σε ένα συνεχές αλισβερίσι με τον εαυτό μου, πολύ έντονο κάποιες φορές. Κάπου πιστεύω ότι τον πιάνω, κάπου λέω μπα, δεν έχω βρει τίποτε. Κάπου θέλω να τον βρω και μετά πως δεν θέλω να τον βρω, κουράζεσαι, λες άστο τώρα, λίγο αργότερα. Κι όταν καταλήγω σε κάποια συμπεράσματα, μετά τα παίρνω πίσω και πάμε πάλι απ’ την αρχή. Νομίζω πως στον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, υπάρχει αυτή η πάλη μέσα του.

– Τι είναι η ευτυχία για εσάς; Τι δύσκολο που είναι να απαντηθεί αυτό… Τι είναι η ευτυχία; Δεν νομίζω πως ευτυχία είναι μια κατάσταση που απλώς υπάρχει. Ίσως, να είναι στιγμές. Ή μια στιγμή που δεν θέλεις να τελειώσει. Που εκείνη τη στιγμή νομίζεις ότι έχεις κατακτήσει αυτό που θες. Νομίζω πως το δυσκολότερο δεν είναι να νιώσεις την ευτυχία, αλλά να το συνειδητοποιήσεις τη στιγμή που τη ζεις. Να πεις «βρε εσύ, τώρα είμαι ευτυχισμένη», να μην το προσπεράσεις. Και να κρατήσεις το συναίσθημα, το οποίο να μπορέσεις ενδεχομένως να αναπαράγεις. Νομίζω πως η ευτυχία έχει να κάνει με το γνώθι σαυτόν, με το να νιώθεις δυνατός απέναντι στη ζωή, αλλά και απέναντι στον εαυτό σου. 

– Είστε από αυτούς που σκέφτονται το παρελθόν με νοσταλγία; Δεν μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία. Θυμάμαι πως σε κάθε εποχή και σε κάθε ηλικία, ήξερα τα καλά και τα κακά μου, όπως τα γνωρίζω και τώρα. Δεν θα πω ποτέ όμως πως τότε, ήμασταν καλύτερα. 

– Πώς βιώσατε την περίοδο της απόλυτης τηλεοπτικής επιτυχίας, με τα Εγκλήματα; Ψύχραιμα… Προφανώς και χαιρόμουν γιατί ήταν μια δουλειά που μου άρεσε πολύ και που άρεσε και στον κόσμο. Ακόμα και σήμερα παίζονται σε επανάληψη τα Εγκλήματα και είναι δημοφιλή. Η αναγνωρισιμότητα ήταν μεγάλη, εγώ όμως ως άνθρωπος έχω μια ωριμότητα που δεν μου επιτρέπει να πιστεύω πως κάνω κάτι σπουδαίο. Μια δουλειά είναι και αυτή και είμαστε τυχεροί γιατί κάνουμε κάτι που μας αρέσει. 

– Συνέβαιναν και πράγματα ακραία τότε; Δεν θα ξεχάσω μια μέρα που ήμουν στο δρόμο και με σταμάτησε μια κυρία, καμιά εξηνταριά χρονών. Με πολλή σοβαρότητα και με πολύ πόνο μου είπε «σε παρακαλώ, μπορείς να σκοτώσεις τον άντρα σου;». Στην αρχή το πήρα στην πλάκα, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι ήθελε να σκοτώσει η ίδια τον δικό της άντρα. Και μέσα από αυτό, που απ’ τη μια ήταν αστείο, αλλά απ’ την άλλη αγριευτικό, φαινόταν η τεράστια επίδραση που είχε στον κόσμο. 

– Ήταν από τις πιο τολμηρές σειρές που είδαμε ποτέ στην τηλεόραση, με θέματα που τότε αποτελούσαν ταμπού. Ήταν μια σειρά πολύ μπροστά για την εποχή της. Δεν τη βλέπεις και λες ότι είναι παρωχημένη – μπορείς να παρακολουθήσεις τα θέματά της άνετα και σήμερα. Θυμάμαι πως όταν τελείωσε όλοι έψαχναν για ένα τολμηρό θέμα, να φτιάξουν μια σειρά σαν τα Εγκλήματα. Εκείνη η εποχή πέρασε όμως και τώρα πια, δυστυχώς, έχω την αίσθηση ότι η τηλεόραση έγινε πάρα πολύ συντηρητική. 

– Τι φταίει για αυτή την οπισθοδρόμηση; Είναι σαν να έχουν φοβηθεί, μήπως ο κόσμος δεν μπορεί να το αντέξει. Αυτά είναι σημεία των καιρών όμως και οι εποχές πάνε και έρχονται. 

– Μήπως η τηλεόραση αντικατοπτρίζει την κοινωνία; Σίγουρα αντικατοπτρίζει την κοινωνία, αλλά δεν γίνεται ο κόσμος να βλέπει τόσες σειρές στο Netflix που είναι προχωρημένες κι εμείς να φοβόμαστε πως δεν θα το δεχτεί στην τηλεόραση. Υπάρχει ένα μπέρδεμα, μια τέλεια αντίφαση που δυστυχώς δεν μπορώ να την ερμηνεύσω. Νομίζω και ελπίζω πως κάτι θα αρχίσει να γίνεται σιγά σιγά, πως θα λειτουργήσει ξανά η φαντασία…

– Θεωρείτε απαραίτητο κάθε φορά να συγχωρείτε το ρόλο σας, να τον δικαιολογείτε; Είναι αλήθεια πως έχω μια πορεία με κακούς χαρακτήρες. Και νομίζω πως δεν μπορώ να διεκπεραιώσω ή να νιώσω ένα ρόλο, αν δεν τον συγχωρήσω μέσα μου κι αν δεν τον αγαπήσω. Πάντα έμπαινα σε αυτή τη διαδικασία και το ίδιο συνέβη και με τη Σωσώ. Δεν νομίζω, εξάλλου, ότι ένας χαρακτήρας είναι μόνο καλός ή κακός. Μπορεί και να είναι, δηλαδή, αλλά εγώ δεν μπορώ να δουλέψω αλλιώς. Κι επειδή μου αρέσουν οι πιο ακραίοι χαρακτήρες, προσπαθώ και στη χειρότερή τους πτυχή, να βρω ένα σημείο που να μπορώ να τους χαϊδέψω και να πω «εντάξει, εγώ σε συγχωρώ». 

– Το χιούμορ πιστεύετε ότι λυτρώνει τις καταστάσεις; Για εμένα το χιούμορ είναι σαν να βλέπεις το ίδιο πράγμα, μέσα από άλλη σκοπιά, έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Σαν να τα σπάω όλα και να τα ξαναφτιάχνω. Νομίζω ότι στη ζωή μου το κάνω. Δεν ντρέπομαι να το πω ότι έχω πάρα πολύ έντονο τον αυτοσαρκασμό και νομίζω ότι το αποζητώ και στις παρέες μου. Βαριέμαι αν δεν υπάρχει αυτό το τσαλάκωμα, αυτή η διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων. Νομίζω λοιπόν πως ναι, το χιούμορ λυτρώνει, είναι σαν ψυχοθεραπεία.

– Τι συμβολίζει η μανία του παραθερισμού στο θεατρικό έργο του Γκολντόνι; Η μανία αυτή είναι η ανάγκη μας να δείξουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, να δίνουμε σημασία σε πράγματα που δεν έχουμε ανάγκη. Να δείχνουμε ότι έχουμε και την οικονομική άνεση και ότι βαδίζουμε σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας. Είναι αυτή η ανάγκη μεγάλου αριθμού ατόμων για το φαίνεσθαι, το οποίο το βλέπουμε τώρα, το βλέπαμε χθες και θα το βλέπουμε και στο μέλλον γιατί έχει προέκταση και σε πολλά άλλα θέματα.

– Πώς «κουμπώνει» στο σήμερα; Ένα παράδειγμα είναι η τεχνολογία. Βλέπουμε ότι είμαστε όλοι με ένα κινητό στο χέρι και σκεφτόμαστε πόσο ωραία είναι όλα, βγάζουμε σέλφι και δίνουμε συνεχώς αναφορά για το πού βρισκόμαστε στους άλλους. Όμως, εγώ βλέπω ότι υπάρχει μια αλλοτρίωση σε όλο αυτό, αφού δεν γίνεται μετά από σκέψη, αλλά είναι κάτι στο οποίο έχουμε παρασυρθεί. Μπαίνουμε σε μια διαδικασία κατά την οποία θέλουμε να δείξουμε πράγματα και να πάρουμε το «μπράβο» από τον άλλον. Φτάσαμε σε ένα σημείο να παίρνουμε like στο Instagram και να μετριέται η αξία μας από τον αριθμό τους. Κι αυτό είναι σοβαρό. 

– Σκεφτήκατε ποτέ για ποιο πράγμα θέλετε να σας θυμούνται, μετά το θάνατό σας; Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Θα ήθελα να με θυμούνται για όλα και ταυτόχρονα για τίποτα. Και πώς θα το ξέρω, όμως; Σάμπως και θα το ευχαριστιέμαι; 

Φωτογράφος: Μιχάλης Κυπριανού

Styling: Shona Muir 

Μαλλιά: Αντρέας Χριστοδούλου 
Μακιγιάζ: Έλενα Χαραλάμπους

Φιλgood, τεύχος 245.