Πρεμιέρα στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έκανε το περασμένο Σάββατο 2 Νοεμβρίου η νέα ταινία του Κύρου Παπαβασιλείου «Κάλτσα».

Για την ταινία γράφει ο Νίνος Φένεκ Μικελλίδης για λογαριασμό του ΚΥΠΕ.

Ένας άντρας με πατερίτσες εξαιτίας ενός ατυχήματος στο πόδι κι ένας άλλος άντρας σε μόνιμο αμαξίδιο («τροχοκάθισμα», όπως προτιμούν να το αποκαλούν στην ταινία) κουβεντιάζουν μεταξύ τους, προσφωνώντας επαναληπτικά ο ένας τον άλλο «ξάδερφε», τονίζοντας τη χιουμοριστική ατμόσφαιρα της απολαυστική ταινίας «Η κάλτσα» του Κύπριου σκηνοθέτη Κύρου Παπαβασιλείου, που είδαμε στο Τμήμα Film Forward του φετινού 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.

Το deadpan («ψυχρό») χιούμορ είναι κυρίαρχο στην ταινία, που εκμεταλλεύεται έξυπνα και ευρηματικά το ατύχημα που παρακολουθούμε στην έναρξης της: με τον Κύρου (πρόκειται για τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας) να τραυματίζεται στο πόδι και το γόνατο όταν στην παρουσίαση του performance  μιας γυναίκας η οποία έσερνε με τα μαλλιά της δυο μετακινούμενους τοίχους που στέκονταν ανάμεσά της, ο ένας από αυτούς έπεσε τραυματίζοντας τον Κύρου, που καθόταν στις πρώτες θέσεις των θεατών.

Τώρα, σ’ ένα διαμέρισμα, ο Κύρου με τον ξάδερφό του, Μάριο, καθισμένο στο τροχοκάθισμα του, συζητάνε το ατύχημα, με τη λέξη «ξάδερφε» να επαναλαμβάνεται στις ερωτήσεις και τις απαντήσεις του καθενός, δημιουργώντας αυτό το ψυχρό, στεγνό χιούμορ, που ξεκίνησε από τις  ξεκαρδιστικές βουβές ταινίες του Μπάστερ Κίτον για να συνεχιστεί μέχρι και σήμερα από διάφορους σκηνοθέτες και κωμικούς (ανάμεσά τους και τον Γούντι Άλεν). Με τον ξάδερφο Μάριο να προσπαθεί με δυσκολία να φορέσει τις κάλτσες στα γυμνά πόδια του ξαδέρφου του.

Κίνηση που, με αφορμή την κάλτσα, εισάγει το επόμενο θέμα της ταινίας: το γύρισμα μιας ταινίας που σκέφτεται να γυρίσει ο Κύρου για να περάσει όσο πιο ευχάριστα την περίοδο της ανάρρωσης του. Εσπασα το πόδι μου, μου φοράς την κάλτσα, ωραία ιδέα για μια ταινία, ξάδερφε, θα πει ο Κύρου στον Μάριο, προτείνοντας του μάλιστα να παίξει ο ίδιος το ρόλο του ξαδέρφου – «θα σε πάω και στις Κάννες», του προσθέτει, παρόλο που ο Μάριος αντιτίθεται γιατί, όπως του λέει, δεν είναι ηθοποιός – δεν χρειάζεται έτσι να είσαι ηθοποιός, να δείξεις απλά τον εαυτό σου» του προτείνει σαν ένας φιλόδοξος νέος Κασσαβετης. Αργότερα αυτό θα οδηγήσει και σε μια άλλη κωμική σκηνή, πάντα με τον ένα ν’ αποκαλεί τον άλλο, ξάδερφο, όταν ο Μάριος, προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια του για τις ασκήσεις τους δέχεται να παίξει στην ταινία, όχι όμως να φαίνεται σαν μαλάκας, «εσύ να κάνεις τον μαλάκα», λέει στον Κύρου.

Ενδιάμεσα ο σκηνοθέτης παρεμβάλλει και το οικονομικό πρόβλημα που προκαλεί το ατύχημα του, με θέμα αν πρέπει να κινήσει αγωγή στην υπεύθυνη του χώρου ή και στην performer, που είναι φίλη του Κύρου, και που ο Κύρος δεν θέλει να αναμείξει, τοποθετώντας το θέμα σε τρία, όπως τονίζει, επίπεδα, συναισθηματικό, ηθικό και νομικό. Ενώ, παράλληλα, παρεμβάλλει και «σοβαρές» συζητήσεις για ψυχολογική κατάσταση και τύψεις (ποιος νοιάζεται για ποιον).

Οι κωμικές σκηνές συνεχίζονται όταν ο Κύρου προσπαθεί καθισμένος σ’ ένα καινούριο αναβατήριο να ανεβεί στις σκάλες για το διαμέρισμα της θείας του, η καρέκλα μαγκώνει κι αρχίζει μια αναποτελεσματική, αγχωτική προσπάθεια να διορθωθεί η καρέκλα («ταράσσει λίγο», δηλαδή κινείται, επιμένει με κάθε προσπάθεια ώσπου τελικά αποφασίζει να ανέβει τις σκάλες κουτσουλώντας, σκαλί-σκαλί, καθισμένος με την πλάτη προς τα σκαλοπάτια!

Ακόμη και στα γυρίσματα ή και τις πρόβες των σκηνών της ταινίας που σχεδιάζει να γυρίσει ο Κύρου, το χιούμορ εξακολουθεί να κυριαρχεί, όπως όταν η γυναίκα που φτιάχνει ένα απεριτίφ σταματά για να εξηγήσει πως ο θόρυβος της μηχανής δεν είναι ο κανονικός αλλά ψεύτικος. Ή όταν, στη διάρκεια ενός ρομαντικού περιπάτου του Κύρου με τη γυναίκα του, εκείνη βλέπει τις πάπιες σε μια λίμνη που τις θυμίζουν μια δική τους πάπια κι αρχίζει να περιγράφει τα διαφορετικά και περίπλοκα γεννητικά όργανα τόσο της θηλυκής όσο και αρσενικής πάπιας. Καταλήγοντας σε μια από τις πιο απολαυστικές σκηνές, με τον Κύρο και τον ηθοποιό που ερμηνεύει στην υπό γύρισμα ταινία, Μάριο, να ξεκινούν αγώνα τρεξίματος με τα τροχοκαθίσματα/αμαξίδια τους, με εκείνο του Μάριου ξαφνικά να μην κινείται («δεν ταράσσει, δεν ταράσσει…», επιμένει ο Μάριος).

Σκηνές, αξίζει να σημειώσω, με τον φυσικό ήχο συχνά να αφαιρείται, δίνοντας τη θέση του σε άριες και κομμάτια κλασικής μουσικής, που σχολιάζουν έντεχνα τα δρώμενα. Με τον σκηνοθέτη να συνδέει τις επιμέρους σκηνές του με ένα σωστό, άρτια ελεγχόμενο ρυθμό, από τον οποίο δεν λέει τόσο μια ποιητική όσο και μια σουρεαλιστική ματιά, κάτι που ήδη είχαμε ξεχωρίσει στην προηγούμενη ταινία του, «Κάμπια νύμφη πεταλούδα».

Η ταινία προβάλλεται και την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου στις 2μ.μ. στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα.

ΚΥΠΕ