Με αφορμή την επιστροφή της στο θεατρικό σανίδι, που λόγω των εξελίξεων μετατέθηκε για τον ερχόμενο Οκτώβριο, η ακριβοθώρητη ηθοποιός θυμάται τις πρώτες τις ημέρες στην Κύπρο, νοσταλγεί τη συνεργασία με τη Μαίρη Αρώνη και την Κατίνα Παξινού και εξηγεί πώς οι Έλληνες επαναπαύτηκαν σε περασμένα μεγαλεία.
 
Στην Αθήνα, σε ποια γειτονιά γεννηθήκατε;
Στον Πειραιά.
 
Και σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στον μεσοπόλεμο, το ’42. Δεν καταλάβαινα όμως τι γινόταν. Και αυτό γιατί ο παππούς μου είχε βάρκα και έβγαζε πολλά ψάρια τα οποία αντάλλαζε με άλλα προϊόντα –λάδι, αλεύρι, όσπρια- και έτσι επιζήσαμε. Ήμουν μοναχοπαίδι…
 
Στο σχολείο ήσασταν καλή μαθήτρια; 
Βέβαια! Πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο στον Πειραιά… Μου άρεσαν τα μαθηματικά, η αστρονομία. Βέβαια, μια φορά με είχε χαστουκίσει ο δάσκαλος γιατί βοηθούσα τους συμμαθητές μου στις εξετάσεις. Ή μια άλλη φορά μπήκε η καθηγήτρια στην τάξη και είπε «Η Περρή», αυτό ήταν το επώνυμό μου, «έγραψε οπλίτες και η διπλανή της έγραψε διολίτες, μάλλον γιατί δεν αντέγραψε καλά». 
 
Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, κατάγεστε από μια ευκατάστατη οικογένεια, εξ ου και το ιδιωτικό σχολείο. 
Η μαμά μου εργαζόταν συνεχώς για να μη μου λείψει τίποτα. Ήταν μια γυναίκα χωρισμένη και εκείνη με μεγάλωσε, εκείνη με ανέθρεψε και μου έδωσε τα εφόδια που έχω. Πήγαινα αγγλικά, γερμανικά ό,τι ήθελα μου το έδινε. 
 
Πότε χώρισαν με τον μπαμπά σας; 
Θα πρέπει να ήμουν δυο χρονών τότε… Τον πατέρα μου τον γνώρισα αργότερα αλλά απομακρυνθήκαμε γιατί ήταν ανεύθυνο άτομο, αν και τον αγαπούσα. Είχα ανάγκη να τον γνωρίσω…
 
Η μητέρα σας μάλλον ήταν ένας δυναμικός άνθρωπος για να χωρίσει στα μέσα της δεκαετίας του ’40 και να αναλάβει μόνη της την ανατροφή σας. 
Όντως ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, καθαρή, νοικοκυρά. Και όταν της ανακοίνωσα ότι θα γίνω ηθοποιός ήταν θετική και ένιωθε πολύ περήφανη για εμένα. Με βοήθησε απόλυτα και ό,τι χρειαζόμουν ήταν από πίσω μου και με χρηματοδοτούσε. 
 
Αλήθεια, το Πατρίτσια από πού βγαίνει; 
O πατέρας μου κατάγεται από τη Σάμο και τη μάνα του την λέγανε Πατρίτσα. Στο νησί υπήρχαν πολλά τέτοια, ενετικά ονόματα. Μάλλον είναι απ’ το Πατρικία και το ιταλικό του είναι Πατρίτσια. 
 
Και πώς καταλήξατε να κάνετε αυτό που κάνετε; Ήταν τύχη; 
Είχα εκδηλωθεί από πολύ μικρή. Οι γιορτές που κάναμε στο σχολείο ήταν πολύ σημαντικές. Θυμάμαι κάναμε σκετς, ανεβάζαμε ό,τι μπορείς να φανταστείς με αφορμή τις εθνικές επετείους. Ξεκίνησα να παίζω και σιγά-σιγά ξεχώρισα. Έκανα μέχρι και ανδρικό ρόλο, με φουστανέλα, τον Κατσαντώνη! Στο γυμνάσιο, ο γυμνασιάρχης μου, μου έλεγε να αφήσω το θέατρο για να γίνω φιλόλογος που ήμουν εξίσου καλή. 
 
Απ’ τα χρόνια της σχολής τι θυμάστε πιο έντονα; 
Ήμουν στον Κατσέλη που ήταν ένας φοβερός δάσκαλος τεχνικής. Εκείνο που πήρα απ’ αυτόν ήταν η ορθοφωνία και η σωστή τοποθέτηση της φωνής. Επέλεξα να πάω εκεί γιατί για τον Κουν είχα ακούσει πως ήταν μισογύνης και φερόταν άσχημα στις γυναίκες εξ ου και δεν πήγα στο Θέατρο Τέχνης. Γνώρισα όμως την Κατσέλη, που ήταν μια σπουδαία γυναίκα. Παράλληλα, ήμουν ένα χρόνο στο χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Υπήρξα άριστη μαθήτρια και ήθελα να είμαι πρώτη και καλύτερη. Εκεί γνώρισα τον Κώστα Τύμβιο, τον πρώτο μου σύζυγο και κάναμε σχέση. Τότε, μάλιστα, διοργανώθηκε μια τουρνέ στην Αφρική και πήγα κι εγώ μαζί τους ως μέλος του χορού. Αυτή ήταν η καλύτερη σχολή υποκριτικής γιατί δεν υπάρχει κάτι που δεν κάνεις ως χορός: μαθαίνεις τεχνική, συναίσθημα, να λειτουργείς στο σύνολο και να μην ξεφεύγεις. Και πριν τελειώσουμε ήρθε μια αμερικανική εταιρία και κάναμε κομμάτια αρχαίας τραγωδίας για την αμερικανική τηλεόραση με την Παξινού, τον Μινωτή, τον Λυγίζο, με σκηνικά του Τσαρούχη και κοστούμια του Νικολάου. Πήγαμε στους Δελφούς για ένα μήνα, τόσο διήρκησαν τα γυρίσματα, όπου παίξαμε Προμηθέα Δεσμώτη, Οιδίποδα Τύραννο και άλλα έργα. 
 
Πώς ήταν η συναναστροφή με ανθρώπους όπως η Κατίνα Παξινού; 
Με έπιανε δέος. Όταν ήμασταν στους Δελφούς για γυρίσματα καθόμουν πάνω ψηλά, στην άκρια για να την βλέπω. Είχε τη στόφα της υποκριτικής που την έκανε να ξεχωρίζει. Δεν ήταν τυχαίο που πήρε Όσκαρ. Και το πήρε γιατί ήταν μια τσιγγάνα μάγισσα. Δεν υποκρινόταν, έγινε αυτή. 
 
Οι παλιοί ηθοποιοί, όπως αυτή ή ο Μινωτής, γιατί ξεχώρισαν;  
Οι μεγάλοι ηθοποιοί γίνονται οι ρόλοι. Τους βλέπεις και σε πείθουν ότι είναι στ’ αλήθεια αυτοί που υποδύονται.
 
Τη σχολή την τελειώσατε τελικά; 
Έδωσα εξετάσεις καλοκαίρι αφού τελειώσαμε την τουρνέ στην Αφρική και πήρα το πτυχίο μου. 
 
Πέραν από ένα υποτυπώδες βιογραφικό σας που υπάρχει στο ίντερνετ, στάθηκε αδύνατον να βρω κάτι άλλο για σας. Δεν έχετε καλή σχέση με τα Μέσα;
Δεν με ενδιαφέρουν αυτά. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι σεμνός! Κι εγώ μιλάω μέσα απ’ τη δουλειά μου. Δεν μου αρέσουν τα άσκοπα λόγια, οι κινήσεις και οι μετακινήσεις. Ο κόσμος διαμορφώνει τη γνώμη του και χωρίς να εκτίθεμαι. 
 
Σε εκείνο το μικρό βιογραφικό σας γράφει πως η Μαίρη Αρώνη υπήρξε καθηγήτρια σας.  
Έκανα ιδιαίτερα μαζί της για ένα καλοκαίρι. Πίστευε πολύ σε εμένα… Με έβλεπε στις πρόβες, με τράβηξε σε μια άκρη και μου είπε να μάθω τον μονόλογο της Ιφιγένειας. Πήγα 2-3 φορές στο σπίτι της στο Καλαμάκι και ζήτησε απ’ τη δευτέρα τάξη να με πάρουν στην τρίτη, στις τελικές εξετάσεις όπου πήρα άριστα τελικά. Με ξεχώριζε…
 
Μετά την αποφοίτησή σας δουλέψατε και με τον Παπαγιαννόπουλο. Τι θυμάστε απ’ εκείνα τα χρόνια; 
Μόλις αποφοίτησα και βγήκα στο θέατρο εντάχθηκα σε μια ομάδα που ανήκε στο Χριστιανικό Θέατρο και ανέβαζε έργα που είχαν μια θρησκευτικότητα. Στο πρώτο μου έργο είχαν έναν πολύ μικρό ρόλο ως μια δόκιμη μοναχή. Είχε γραφτεί για μένα, απ’ την Ελένη Ουράνη, που υπήρξε μια απ’ τις πρώτες κριτικούς θεάτρου με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος, πως η μόνη που ξεχώριζε σε εκείνη την παράσταση ήμουν εγώ. Παράλληλα, κάναμε περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα. Έχει τόση διαφορά από σήμερα. Βλέπω τα νέα παιδιά που αγωνίζονται και αγχώνονται. Δεν πρέπει να νιώθουν άσχημα. Δεν είναι κανείς έτοιμος όταν ξεκινά. Χρειάζεται χρόνος για εξέλιξη. Θέλει να το παίρνεις βήμα-βήμα. 
 
Η Κύπρος πότε προέκυψε στη ζωή σας; 
Ο Κώστας (σ.σ. Τύμβιος) κατάγεται απ’ εδώ. Παντρευτήκαμε και ήρθαμε εδώ εξ ου και σταμάτησα τη σχολή στο πρώτο έτος. 
 
Ερωτική μετανάστης αντιλαμβάνομαι;
Κάπως έτσι. (γέλια) Μετακομίσαμε γιατί ο Κώστας είχε πρόταση απ’ τον ΟΘΑΚ για να παίξει. Εγώ ήμουν από δίπλα, μαζί με τον Γαβριηλίδη και παρακολουθούσα τα πάντα. Μετά τον κάλεσε ο Κωστής Μιχαηλίδης να παίξει σε εκείνη την τουρνέ στην Αφρική και με πήρε μαζί του όπου συμμετείχα στο χορό. Κάποια στιγμή η Μαρία Μοσχολιού, που έπαιζε την Ιφιγένεια, αρρώστησε και έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Με έβαλε εμένα ο Μιχαηλίδης στη θέση της. 
 
Και απ’ τις πρώτες μέρες στην Κύπρο τι ανακαλείτε; 
Ήρθαμε ξανά στην Κύπρο όταν δημιουργήθηκε ο ΘΟΚ. Με πίστεψαν πολύ, ειδικά ο Σωκράτης Καραντινός που υπήρξε καλλιτεχνικός σύμβουλος και σκηνοθέτης εκείνα τα πρώτα χρόνια. Ακόμα και σήμερα υπάρχει κόσμος που μου λέει ότι θυμούνται την «Τρισεύγενη» που κάναμε τότε. Όλοι με εκτιμούσαν και με καλοδέχτηκαν. 
Υπήρξαν φορές που μετανιώσατε για την απόφασή σας να έρθετε στην Κύπρο; 
Όχι δεν μετάνιωσα ποτέ… Στην Ελλάδα υπήρχε διαφθορά. Πολλοί σκηνοθέτες και παραγωγοί ρίχνονταν σε άντρες και γυναίκες ζητώντας ανταλλάγματα για ένα ρόλο. Πολλές φορές μου ζήτησαν να γδυθώ για να δουν δήθεν το κορμί μου και τους έλεγα πως εάν ο ρόλος έχει γυμνό εγώ θα φύγω. Υπήρχε ένας εκφυλισμός  που δεν μου άρεσε όπως δεν άρεσε και στον Κώστα που του ζητούσαν σκηνοθέτες διάφορα κι αυτουνού. Δεν θέλαμε να κάνουμε καριέρα έτσι. Είχαμε αξιοπρέπεια και θέλαμε να κάνουμε τη δουλειά μας. 
Με τον Τύμβιο πόσα χρόνια ήσασταν παντρεμένη; 
Δώδεκα. Παντρευτήκαμε το ’61 και χωρίσαμε το ’73. Μετά την εισβολή έφυγε για Ελλάδα μαζί με τα παιδιά γιατί δεν ξέραμε τι θα συμβεί. 
 
Και ο λόγος που δεν φύγατε μαζί τους; 
Είχα ήδη παντρευτεί με τον Θάνο και ήμουν έγκυος το ’74. 
 
Πόσα χρόνια υπήρξατε ζευγάρι με τον Θάνο Πεττεμερίδη; 
Μέχρι τον θάνατό του το 2011.
 
Τι ερωτευτήκατε σε αυτόν; 
Ο Θάνος ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Ήξερε τόσο θέατρο όσο κανείς άλλος. Είχε ένα μυαλό φιλόσοφου. Ήταν ικανότατος και έντιμος μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Βαθιά δημοκράτης και δίκαιος άνθρωπος. Ήταν ένας άνδρας ευαίσθητος και καθαρός. Ποτέ δεν έλεγε κακό λόγο για κανένα. Ήταν τρομερά καλαμπουρτζής, η ψυχή της παρέας. Στο σπίτι όλη μέρα με πείραζε…
 
Πώς διαχειριστήκατε τον θάνατό του; 
Ακόμα δεν το ξεπέρασα. Λένε ότι ο χρόνος γιατρεύει αλλά αυτό δεν το πιστεύω. Δεν ξεπερνιέται ένας θάνατος, πάντα αφήνει μια πληγή. Η σχέση με τον Θάνο ήταν απόλυτη. Ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος και αντιμετωπίζαμε τη ζωή με αντίστοιχο τρόπο. Και μπορεί εγώ να παρέκκλινα ορισμένες φορές αλλά αυτός με επανέφερε. Ούτε χρειαζόμασταν άλλους για να περάσουμε καλά. Ήμασταν μια χαρά οι δυο μας. Κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις για το θέατρο, για φιλοσοφία, για την πολιτική, την κοινωνία. Έψαχνε συνεχώς να μάθει, να εξελιχθεί. Και κοντά του αυτό έμαθα… Παρακολουθώ ψυχολογία, ιατρική, διαβάζω. Με ενδιαφέρει το τι γίνεται γύρω μου. Ακόμα και για τον κορωνοϊό διάβασα πολλά προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει. 
Εσείς πώς περάσατε τις μέρες σας την περίοδο του εγκλεισμού; 
Ήρεμα και συγκροτημένα… Μαγειρεύω, αφού πάντα είχα καλή σχέση με την κουζίνα αλλά με το κλείσιμο στο σπίτι ξεκίνησα τα ζυμώματα και το φούρνισμα. Προχθές έκανα και το πρώτο υγιεινό μου ψωμάκι που τρώω και το πρωί και το απόγευμα με μια φετούλα γραβιέρα που μου αρέσει. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου έκανε κακό που περιορίστηκα. Συνειδητοποίησα ότι μπορεί να ήθελα κάτι απ’ το μπακάλικο και πεταγόμουν να το πάρω. Τώρα πια κάνω καλύτερο προγραμματισμό, γράφω τι χρειάζομαι και τα παίρνω όλα μαζί. Παράλληλα, είδα ωραίες ταινίες και πολλές σειρές, μάζεψα το σπίτι, φτιάχνω τον κήπο και τη βεράντα μου, βολτάρω με τον σκύλο μου. 
Αυτές τις μέρες ασκείται μια έντονη κριτική από συναδέλφους σας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση αγνοώντας τους ανθρώπους του πολιτισμού.
Η αλήθεια είναι ότι ακούσαμε λεπτομερή μέτρα αλλά για τον πολιτισμό μάς είπαν για ανοικτά θέατρα τον Ιούλιο. Μέχρι τότε όμως τι θα κάνουμε; Πώς θα στηριχθεί το ελεύθερο θέατρο και οι άνθρωποί του; Δουλεύουν τόσες ψυχές σε αυτό τον κλάδο. Φωτιστές, ηχολήπτες, σκηνογράφοι, σκηνοθέτες, ενδυματολόγοι, ηθοποιοί, τεχνικοί. Είμαστε πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Πού θα δουλέψουν όλοι αυτοί; Πώς θα γίνουν παραγωγές; Σκέφτηκε κανείς πώς θα είναι να μην έχουμε μουσική, θέατρο, κινηματογράφο, βιβλία; Γίνεται μια χώρα να μην παράγει πολιτισμό; Γι’ αυτό πρέπει το σωματείο μας να κινηθεί και να απαιτήσει από την κυβέρνηση να ακουστούμε και να χρηματοδοτηθούμε.
Με την παραγωγή του ΘΟΚ όπου πρωταγωνιστείτε τι θα γίνει; 
Η πρεμιέρα θα δινόταν μέσα Μαρτίου αλλά μας πρόλαβαν οι εξελίξεις, γι’ αυτό και το έργο μετατέθηκε τον Οκτώβριο. 
Είχατε χρόνια να κάνετε κάτι θεατρικά ή τηλεοπτικά. Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας στο «Πρόσοψη»; 
Είχα μια πρόταση από τον Μάριο Μεττή την οποία δεν μπορούσα να μην αποδεχτώ. Πρόκειται για μια σπαρταριστή παράσταση, με ένα κείμενο πολύ ωραία γραμμένο από τον Κώστα Μαννούρη, χωρίς περιττολογίες και ανεβασμένο από τον Μάριο πολύ έξυπνα. Όσο γιατί δεν είχα κάτι τα προηγούμενα χρόνια, δεν γλείφω κανέναν και είμαι έτοιμη να μαλώσω και να τα σπάσω ανά πάσα ώρα και στιγμή  ακόμα και αν δεν με επιλέξουν ποτέ ξανά για δουλειά. Είμαι δύσκολη συνεργάτις εξ ου και οι πιο πολλοί Κύπριοι σκηνοθέτες δεν θέλουν να με σκηνοθετήσουν. Έχει βγει η φήμη ότι είμαι κακή συνεργάτις…
 
Είστε; 
Αυτό λέγεται γιατί κάνω τη δουλειά μου. Και την κάνω καλά. Δεν θα δεχτώ μόνο αυτό που βλέπω. Θέλω να κάνω ένα ρόλο ολοκληρωμένο που να έχει συνέπεια και συνέχεια. Όχι εδώ να είναι έτσι και αλλού αλλιώς. Υπάρχουν άλλες αξίες σήμερα. Ένας λαός δεν χάνεται απ’ την οικονομική δυσπραγία αλλά χάνεται άμα χαθεί η γλώσσα του. Και εμείς πετάξαμε τη γλώσσα μας και βάλαμε ξένες λέξεις. Οι άνθρωποι σήμερα μιλάνε μια χυδαία αργκό. Οι Έλληνες έχουμε γίνει ξερόλες, κομπλεξικοί και έχουμε εκφυλιστεί… 
 
Πού αποδίδετε αυτή την κρίση αξιών; 
Οι Έλληνες ανέκαθεν είχαμε αυτό που μας έκανε μεγάλους και αυτό ήταν που μας καταπόντισε τελικά. Αυτό το φοβερό πνεύμα ήταν που μας κατέστρεψε. Βλέπεις έχουν προχωρήσει με την τεχνολογία, αλλά στη φιλοσοφία δεν έχουν βάλει ένα κόμμα. Τα έχουν πει όλα οι δικοί μας. Και όλος ο σύγχρονος πνευματικός κόσμος ανατρέχει εκεί και βρίσκει τις λύσεις. Αλλά σήμερα αυτό δεν είναι αρκετό. Επαναπαυτήκαμε πολλούς αιώνες. Φτάνει πια. 
 
Φιλελεύθερα, 10.5.2020.