Ακατοίκητη παραμένει η μονοκατοικία του συγγραφέα του εμβληματικού βιβλίου «Το τρίτο στεφάνι», 32 ακριβώς χρόνια μετά τη δολοφονία (;) του

Η μοναδική φορά που με έβρισε χυδαία η -μακαρίτισσα πια- Αλόμα ήταν όταν τη ρώτησα κάποτε έξω από τη «Στάνη» με τα νόστιμα γαλακτομπούρεκα που χρονολογούνται με «μυστική συνταγή» 100 ετών -στην Μαρίκας Κοτοπούλη, έξω από το Αστυνομικό Τμήμα-, αν εκείνη σκότωσε τελικά τον Κώστα Ταχτσή, εκείνο τον ζεστό Αύγουστο του 1988 – «έτσι φημολογείται, Μπάμπη μου! Πέρασαν και τόσα χρόνια πια, έχει παραγραφεί…».

Τη θυμάμαι να χτυπάει δυνατά το πόδι στο πεζοδρόμιο με τα τακούνια, να χαμογελάει εκνευρισμένη προτού η φουρτούνα σαρώσει τα μποφόρ ψυχραιμίας της -σκηνή ρουτίνας, από αυτές που είχα παρακολουθήσει κάποτε στην Καβάλας με τις Βουλγάρες που είχε υπό την «προστασία» της όταν, χωρίς να νοιάζεται αν κρατούσα φωτογραφική μηχανή, τις χαστούκιζε αν δεν της έδιναν τα fifty fifty που είχαν συμφωνήσει εξαρχής-, και να βγάζει την ξανθιά περούκα απότομα: «Πούστη δημοσιογράφε!» (κι άλλα, ωραία, κοσμητικά και λαϊκά). Για ένα μήνα δεν απαντούσε στις κλήσεις μου – μηνύματα δεν ήξερε να γράφει, «είμαι κοπέλα της παλιάς σχολής εγώ», μου τόνιζε πάντα. Αλλά γνώριζα πού θα την έβρισκα – κι ήθελα να το λύσω, να μη χάσω τη διπολική της μορφή από τη βραδινή παλέτα των χρόνων της αμαρτίας.

Την περίμενα έξω από το ξενοδοχείο Λωζάνη, στην Καματερού – απέναντι από την πλατεία Βάθης. Τα μεσάνυχτα θα έφτανε. «Τολμάς;». «Τόσα έχεις κάνει, ρε Μπάμπη, αυτό σε πρόσβαλε;». «Είμαι πολλά, αλλά δεν σκότωσα εγώ τον Ταχτσή». «Αφού λένε πως ο συγγραφέας έπιανε τις πιάτσες σου και τον χτύπαγες μπροστά στις άλλες». «Δολοφόνος δεν ήμουν ποτέ! Είχαμε ό,τι είχαμε με τον Κώστα γιατί ήταν περίεργος άνθρωπος, αλλά εγώ τον εκτιμούσα. Δεν ήταν σαν τις άλλες. Κάτσε να σου πω δυο πράγματα και δημοσίευσέ τα κάποτε. Έχεις μαγνητόφωνο;». 

«Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ένα άτομο καλλιεργημένο, αλλά είχε αυτή την ιδιαιτερότητα: Πήγαινε στις πιάτσες τις δικές μας και ικανοποιούσε το κέφι του. Το ’77 αποφασίσαμε με τον Θεοδωρακόπουλο και τον Βελισσαρόπουλο να κάνουμε ένα άτυπο κίνημα με πορείες και διαμαρτυρίες. Μια μέρα διαβάσαμε στα “Νέα” ένα γράμμα του Ταχτσή εναντίον μας, στο οποίο μας αποκαλούσε “κατακάθια”. Εγώ το είδα ως μια άδικη επίθεση και ένα βράδυ, όταν συναντηθήκαμε, μου έβρισε τη μάνα. Αυτό ήταν το πιο ιερό μου. Πήρα ένα τελάρο και τον χτύπησα στο κεφάλι. Ήρθε η Αστυνομία και πήγαμε στα δικαστήρια. Δικηγόρος μου τότε ήταν ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού. Μετά τα βρήκαμε με τον Κώστα, αλλά πάντοτε ο ίδιος αισθανόταν ανωτέρου επιπέδου άνθρωπος και μας απέφευγε γιατί εμάς μας θεωρούσε λαϊκές. Ο άνθρωπος έχει φύγει από τη ζωή -πέθανε πάνω στην πράξη; Τον σκότωσαν; Έπαθε ασφυξία; Ποιος ξέρει;- αλλά εγώ θα σου πω την αλήθεια μου και κατάγραψέ την: Ο Ταχτσής το διακινδύνευε. Άρχισε αυτό το πράγμα στα γεράματά του – έβαλε στήθος, μαλλιά φυτευτά… Η αλλαγή του από άντρας σε γυναίκα γινόταν με λεπτομέρεια και με διαφορετικό τρόπο από εμάς τους υπόλοιπους. Τον έλεγαν “Λίνα” και είχε μεγάλη επιτυχία διότι, σε αντίθεση με εμάς, περιποιούνταν πολλή ώρα τον πελάτη, το ζούσε. Όσοι νεαροί πήγαιναν μαζί του δεν ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με τον γερο-Ταχτσή! Η διαφορά του με εμάς τις υπόλοιπες ήταν ότι ποτέ του δεν υπερασπίστηκε την ταυτότητά του ως τραβεστί, ήθελε να το κάνει και να νομίζουν όλοι ότι είναι γυναίκα. Πήγαινε εκεί που στεκόμουν, μπορεί να έφευγα εγώ για ένα τεταρτάκι, ερχόταν κάποιος νεαρός, του έλεγε “πού είναι η Αλόμα;” κι εκείνος απαντούσε “μα, με τραβεστί θα πας;”. Πώς να σου πω, ήθελε το μυστήριο, τη θεατρικότητα, δεν μπορώ αλλιώς να το εξηγήσω. Όπου πήγαινε, πήγαινε μόνος του, ενώ εμείς λειτουργούσαμε σαν ομάδα, με αδελφοσύνη. Μετά, άρχισε να ξεφεύγει, να μην ελέγχει την κατάσταση, να μεθάει, να παίρνει δυο-δυο και τρεις-τρεις. Όλοι μαζί. Χαθήκαμε αργότερα. Μάθαινα τυχαία νέα του κάποιες φορές. Αραιά και πού. Ύστερα από ένα χρόνο, έμαθα και για τη δολοφονία του – αν ήταν, πράγματι, “δολοφονία”».

 

Την προηγούμενη Κυριακή, σε μια βόλτα μου στο Μεταξουργείο, θυμήθηκα το μικρό σπίτι της οδού Τυρνάβου – ένας δρόμος στενός, όχι ευθύς, σα να έπρεπε με κάποιο τρόπο να δικαιολογηθούν τα πολεοδομικά σχέδια για το γκρέμισμα μονοκατοικιών σαν του Ταχτσή, ώστε να χτιστούν οι σημερινές καινούργιες πολυκατοικίες γύρω γύρω. Το σπίτι του συγγραφέα είναι σήμερα κλειδωμένο από όλες τις μπάντες – η κύρια είσοδος, η πλαϊνή, τα δυο ξύλινα παράθυρα. Μόνο ο λογαριασμός του νερού «μαρτυρεί» τον παλιό του ιδιοκτήτη στο σπίτι της δολοφονίας (;) που -προφανώς- κανείς από τους γύρω κατοίκους δεν γνωρίζει. Κάθισα στο πεζούλι απέναντι – ένας κόσμος ολάκερος: Η ενοχή της ομοφυλοφιλίας, η περίεργη σχέση με τη μάνα του, οι συναντήσεις μετά στο «Μπραζίλιαν» με τον Ελύτη, τον Σαχτούρη, τον Καρούζο, το «Το τρίτο στεφάνι» και η μεγάλη αναγνώριση, το «Φοβερό βήμα» που λάτρεψα, ο Αλέξανδρος Ιόλας που τον ζούσε για πολλά χρόνια οικονομικά και τον είχε σαν αδελφό του, η Μελίνα Μερκούρη που τον «ξελάσπωνε» από τα αστυνομικά τμήματα με ένα της τηλεφώνημα…

Στάθηκα ξανά μπροστά από την κλειδωμένη εξώπορτα και τράβηξα δυο τρεις φωτογραφίες, προτού βγω ξανά στη Λένορμαν – ο γείτονας με ρώτησε «ψάχνετε κάτι;» μπαίνοντας εκείνη την ώρα στο facebook του Νίκου Σταθούλη για να θυμηθώ κάτι που είχε γράψει κάποτε: «Σαν σήμερα δολοφονήθηκε ο Κώστας Ταχτσής. Είχε “διαλέξει” ποιος θα τον δολοφονήσει. Το ξέρουμε δυο τρεις φίλοι του. Εγώ, ο Βασίλης Βασιλικός…». «Κατά λάθος», απάντησα στον γείτονα βλέποντάς τον πια να με πλησιάζει, «κατά λάθος, έχασα τον δρόμο μου, απ’ τη ζέστη μάλλον…». 

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 2.8.2020.