H συμμόρφωση του ΘΟΚ με τον νόμο του 1% για εμπλουτισμό των δημόσιων κτηρίων με έργα τέχνης, δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν και οι άλλοι δημόσιοι φορείς, λέει ο Αχιλλέας Δημητριάδης. Ο νομικός τονίζει επίσης ότι η εποπτεία από τον Γενικό Ελεγκτή θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αδιαφορία που βλέπουμε τώρα.
-Ανακοινώθηκαν πρόσφατα τα έργα που θα τοποθετηθούν στο κτήριο του ΘΟΚ, όπως προνοεί ο νόμος του 1%, έπειτα από προσφυγή στο δικαστήριο των καλλιτεχνών Μαρίας Λοϊζίδου και Νίκου Κουρούσιη. Πώς σχολιάζετε αυτή την εξέλιξη; Το ότι ο ΘΟΚ προχώρησε σε διαγωνισμό και αυτός εκτελέστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου του 2009 (περί ελάχιστου υποχρεωτικού ποσοστού εμπλουτισμού των δημοσίων κτηρίων με έργα τέχνης) είναι πολύ θετικό. Μάλιστα, δείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Ο νόμος υποχρεώνει αυτούς τους δημόσιους φορείς (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται όλοι οι δήμοι και οι Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης) να περιλαμβάνουν στον προϋπολογισμό οποιουδήποτε δημόσιου κτιρίου, πρόνοια με ποσοστό ίσο προς τουλάχιστον το 1% του συνολικού κόστους ανέγερσης. Αυτό ρητά θα διατίθεται για τον εμπλουτισμό του με έργα τέχνης. Όσον αφορά την προσφυγή κατά του ΘΟΚ η οποία εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου, δεν θα ήταν σωστό να σχολιάσω, αλλά από ό,τι ξέρω είναι η πρώτη φορά που έγινε κάτι τέτοιο.
-Από το 2009 που ψηφίστηκε ο νόμος, οι καλλιτέχνες αγωνίζονται για να εφαρμοστεί, αλλά βρίσκουν μπροστά τους ένα τείχος γραφειοκρατίας. Ποια η ευθύνη του υπουργού Παιδείας στον ελλιπή έλεγχο εφαρμογής της νομοθεσίας, αλλά και στη μη τήρηση μητρώου για τα κτήρια στα οποία εφαρμόστηκε ή όχι; Η γραφειοκρατία στο σύστημα αποτελεί μόνιμη παθογένεια, αλλά δεν μπορεί να είναι πλέον άλλοθι. Πιστεύω όμως ότι το βάρος δεν είναι μόνο στο υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας. Το υπουργείο οφείλει βέβαια, σύμφωνα με τον νόμο, να τηρεί το Μητρώο Δημοσίων Κτηρίων και το Μητρώο Έργων Τέχνης, στο οποίο πρέπει τα στοιχεία να είναι επικαιροποιημένα. Την κύρια ευθύνη όμως να εφαρμόζουν τον νόμο έχουν οι δημόσιοι φορείς, περιλαμβάνοντας στον προϋπολογισμό του δημοσίου κτηρίου πρόνοια για δαπάνη σχετικά με την τέχνη, την οποία πρέπει να υλοποιούν. Αυτή η πρόνοια πρέπει να κοινοποιείται στο υπουργείο Παιδείας, όμως και αυτό οφείλει να παρακολουθεί την εφαρμογή της. Θα μπορούσε μια ή δυο φορές τον χρόνο ο Γενικός Διευθυντής του υπουργείου να στέλνει ένα απλό ηλεκτρονικό μήνυμα σε όλους αυτούς τους φορείς που περιλαμβάνονται στο Μητρώο και να τους υπενθυμίζει την ανάγκη εφαρμογής του νόμου. Γίνεται αυτό;
-Η νομοθεσία δεν έχει εφαρμοστεί σε δεκάδες δημόσια έργα που έγιναν από το 2009 ως τώρα. Πιστεύετε ότι πρέπει να παρέμβει ο Γενικός Ελεγκτής; Ο κατάλογος των φορέων που προανέφερα θα μπορούσε να κοινοποιείται στον Γενικό Ελεγκτή του Κράτους, ο οποίος καθηκόντως παρακολουθεί τα έξοδά τους και ειδικά τους προϋπολογισμούς. Ένας ή δύο έλεγχοι από τον Γενικό Ελεγκτή για να διαπιστωθεί αν συμπεριλήφθηκε το ανάλογο ποσό του 1%, θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά απέναντι στην αδιαφορία που βλέπουμε τώρα. Το «φάγωμα» του ποσοστού για την τέχνη δεν είναι θέμα προσωπικής επιλογής του καθενός, είναι νομική υποχρέωση που πρέπει να ελέγχεται.
-Τελικά, μόνο με νομικά μέτρα μπορούν να βρουν το δίκιο τους οι καλλιτέχνες; Σίγουρα τα νομικά μέτρα βοηθούν στην επιβεβαίωση της ανάγκης εφαρμογής του νόμου. Όμως πρέπει να υπάρξουν οι κατάλληλες διαδικασίες –ένα απλό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο– που θα εποπτεύουν την εφαρμογή και από το υπουργείο Παιδείας και από τον Γενικό Ελεγκτή. Οι νόμοι ψηφίζονται για να εφαρμόζονται. Είναι επίσης θέμα επιτήρησης και δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην γίνεται. Μάλιστα περιμένω από τον Γενικό Ελεγκτή ότι στην έκθεση του για την ΜΕΘ του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας να αναφερθεί και στο φάγωμα της τέχνης. Ακόμη και αυτά τα μικρά (για κάποιους) έχουν νομίζω τεράστια σημασία διότι δείχνουν τον πολιτισμό μας.
-Πόσο σημαντική θεωρείτε την εφαρμογή του νόμου, ειδικά αυτή την περίοδο που οι καλλιτέχνες έχουν πληγεί περισσότερο από άλλες επαγγελματικές ομάδες; Είναι απαράδεκτο οι «εργάτες της τέχνης» να ζητούν από το κράτος βοήθεια –την οποία δικαιούνται όπως όλοι οι πολίτες– και αυτό να μην αναλαμβάνει να εφαρμόσει ούτε καν τις ήδη υφιστάμενες νομικές του υποχρεώσεις. Δεν είναι πρόκειται για επαιτεία, αλλά εκπλήρωση νομικών υποχρεώσεων. Το κράτος παρανομεί όταν δεν διαθέτει το 1% για έργα τέχνης σε κάθε δημόσιο κτίριο. Αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση.