«Σε αντίθεση με το σκοτσέζικο κιλτ, η φουστανέλα θεωρείται κιτς. Καμιά φορά ακόμα και η αλήθεια θεωρείται κιτς.»
Ένα μυθιστόρημα, για χάρη της μυθοπλασίας, έχει δικαίωμα να αυθαιρετεί σε ό,τι αφορά στα ιστορικά γεγονότα; Προσωπικά το αποφεύγω. Με ενδιαφέρει να σκιαγραφώ εκείνα που η ιστορία άφησε στο σκοτάδι. Στο «Μαύρο φυλαχτό» προσπάθησα να μείνω πιστός στα ιστορικά γεγονότα, ώστε ο αναγνώστης να αποκτήσει σφαιρική εικόνα για το τι συνέβαινε στα τότε σύνορα της Ανατολής με τη Δύση, λίγο πριν από τον ελληνικό ξεσηκωμό.
Ποιες ήταν οι αφετηρίες και τα δομικά υλικά για ένα τέτοιο συγγραφικό εγχείρημα; Συνειδητοποιώντας τη δυσκολία του εγχειρήματος, χρησιμοποίησα την ιδιαιτερότητα της σουλιώτικης βεντέτας ως κεντρικό αφηγηματικό κορμό. Όταν κάποιος σκότωνε γυναίκα στο Σούλι, όφειλες για εκδίκηση να σκοτώσεις τέσσερις άντρες από τη φάρα του φονιά. Υπό αυτή την έννοια ο κορμός του μυθιστορήματος είναι θρίλερ μυστηρίου. Όσο για τον ορθό χειρισμό των χαρακτήρων σε μια μακρινή εποχή –το δυσκολότερο από όλα– χρησιμοποίησα τεχνικές βασισμένες στο θέατρο. Δεν περιέγραψα την εποχή, προσπάθησα να τη ζήσω.
Γιατί, πιστεύετε, οι νέοι Έλληνες συγγραφείς αποφεύγουν να ασχοληθούν με τον 19ο αιώνα και κυρίως σε ό,τι αφορά στην προεπαναστική περίοδο ή την περίοδο της επανάστασης; Ίσως διότι σε αντίθεση με το σκοτσέζικο κιλτ, η φουστανέλα θεωρείται κιτς. Καμιά φορά ακόμα και η αλήθεια θεωρείται κιτς. Ίσως πάλι γιατί δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση να γράψεις για ανθρώπους και εποχές για τα οποία γνωρίζουμε τελικά τόσο λίγα. Είναι εποχές μες στην ομίχλη.
Πώς αποφασίζετε την ιστορία που θα μας αφηγηθείτε κάθε φορά; Αφουγκράζομαι το είναι μου, παρατηρώ τους γύρω μου, ερευνώ, μελετώ, αναζητώ τι κάνει την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Κι όταν ανακαλύψω τι είναι στ’ αλήθεια εκείνο που με παθιάζει, ξεκινώ τη γραφή.
Είστε αντικειμενικός όταν γράφετε; Δηλαδή, σας επηρεάζουν οι προσωπικές σας αντιλήψεις, απόψεις για την κοινωνία, την πολιτική; Νομίζω ότι αυτό που είμαστε φαίνεται στα βιβλία μας. Όμως ο διδακτισμός είναι σημάδι κακής τέχνης.
Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μεταβάλει τον τρόπο που γράφετε; Τα κοινωνικά δίκτυα επηρεάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε και λειτουργούμε. Χρειάζεται ισορροπία, όχι άρνηση. Για το καλό της ζωής και της γραφής.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας ενθουσίασε; Η αλήθεια είναι ότι όσο περνάνε τα χρόνια τόσο και πιο δύσκολο είναι να με ενθουσιάσει κάτι. Μου άρεσε πάρα πολύ ο «Σκοτεινός αρκτικός» του Ίαν Μακγκουάιρ απ’ τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ολοζώντανη γραφή, βιβλίο σκοτεινό και σκληρό. Μου άρεσαν επίσης οι «Ιστορίες τρέλας» του Ισμαήλ Κανταρέ (εκδ. Εικοστού Πρώτου). Αυτό είναι πιο κεφάτο ανάγνωσμα.
∆είτε τον εαυτό σας ως φάντασµα. Σε ποιου συγγραφέα την πλάτη θα θέλατε να έχετε σκύψει για να δείτε πώς δουλεύει; Μα φυσικά του Ντοστογιέφσκι. Σε περίοπτη θέση στο γραφείο μου έχω αναρτημένη την εμβληματική του φράση: «Να μελετώ τη ζωή των ανθρώπων, αυτός είναι ο πρωταρχικός σκοπός και η ψυχαγωγία μου». Και τι δεν θα έδινα για να μελετήσω τη ζωή του Ντοστογιέφσκι από τόσο κοντά.
«Μαύρο φυλαχτό- από το Σούλι ως τους Κορφούς», Εκδόσεις Ψυχογιός, Φεβρουάριος 2017, Επιμέλεια: Ευδοξία Μπινοπούλου, Σελίδες 448

O Βαγγέλης Μπέκας γεννήθηκε στην Πρέβεζα το 1976. Σπούδασε Μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης στο Πολυτεχνείο Κρήτης, και στη συνέχεια Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Έχουν εκδοθεί τέσσερα μυθιστορήματά του: «Το 13ο υπόγειο», «Φετίχ», «Οι αισιόδοξοι» και «Μαύρο φυλαχτό», ενώ ασχολείται και με το σενάριο. Το 2015 έλαβε το πρώτο βραβείο για σενάριο μεγάλου μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος («Η χύτρα»). Διηγήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Δραστηριοποιείται στην καλλιτεχνική ομάδα Barouak, η οποία ασχολείται με την παραγωγή βιντεοποιημάτων και άλλων οπτικοακουστικών πρότζεκτ. Zει στην Αθήνα, όπου συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής.