Ο Μίκης Θεοδωράκης, που τον αγαπά σαν νονό της, ήταν η αφορμή να φύγει από την Κύπρο το 1993 για να αναλάβει ως μαέστρος τη χορωδία της ΕΡΤ.  Έπειτα o Νίκος Κούρκουλος της πρότεινε να πάρει τη θέση της καθηγήτριας μουσικής διδασκαλίας στην Ανώτερη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Η σπουδαία μουσικός, κόρη της Έλλης και του Πανίκου Παιονίδη, λέει ότι νιώθει το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας σαν δεύτερο σπίτι της. 

– Πίσω από το όνομά σας κρύβεται κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία; Δεν νομίζω να κρύβεται κάτι ιδιαίτερο. Πάντως, οι γονείς μου εμπνεύστηκαν το όνομά μου από τη φίλη τους, την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, οπότε ίσως αυτή να είναι όλη κι όλη η ιστορία.

– Νιώθατε να σας βαραίνει, όχι μόνο το μικρό σας όνομα αλλά και το επώνυμό σας; Η αλήθεια είναι ότι το όνομα αυτό είναι από τα αγαπημένα μου και νιώθω πολύ τυχερή που το επέλεξαν για εμένα. Έχει καθορίσει πολύ την προσωπικότητα μου. Όμως δεν νιώθω κάποιο βάρος γι’ αυτό, ούτε για το επώνυμό μου. Μόνο περηφάνια για τους γονείς μου, που είναι πολύ αγαπητοί στην κοινωνία της Κύπρου και όχι μόνο. Ελπίζω να φανώ κι εγώ αντάξια τους. 

– Η μουσική πώς μπήκε στη ζωή σας; Όταν ήμουν πολύ μικρή, πέντε με έξι χρονών, ζητούσα επίμονα να μου αγοράσουν ένα πιάνο. Στην αρχή βολεύτηκα με ένα μικρό, αλλά αργότερα, όταν οι γονείς μου κατάλαβαν πια ότι δεν ήταν ένα απλό καπρίτσιο, απέκτησα το πρώτο μου κανονικό πιάνο με τη συμβολή της αγαπημένης μου γιαγιάς Ερμιόνης. Τότε άνοιξε ένας ολόκληρος κόσμος για εμένα. Η μουσική ήταν μονόδρομος. Έπαιζα  ατέλειωτες ώρες. Μετά ήρθαν τα μαθήματα και αργότερα ανακάλυψα και το τραγούδι.

– Με ποια τραγούδια μεγαλώσατε στο σπίτι; Ακούγαμε αρκετή κλασική μουσική αλλά και Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Beatles, Queen… απ’ όλα. Σε φυσιολογικά πλαίσια όμως, σαν μια κανονική οικογένεια. Δεν μπορώ να πω ότι ακουγόταν συνέχεια μουσική στο σπίτι, γι’ αυτό και εξακολουθώ να απορώ πώς και γιατί έγινε μέσα μου αυτή η επιλογή, και μάλιστα πολύ νωρίς.

– Ποιες είναι οι πρώτες εικόνες που σας έρχονται στο μυαλό από τη Λεμεσό όπου μεγαλώσατε; Αγαπώ πολύ τη Λεμεσό. Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από το παιχνίδι στον δρόμο, τα μπάνια το καλοκαίρι στη θάλασσα, το φημισμένο Καρναβάλι στην Ανεξαρτησίας, τον Μώλο με τη γιορτή του Κατακλυσμού, τα καλαμπόκια και το μαλλί της γριάς, τη γιορτή του κρασιού στον κήπο, με τις ρέγγες και τα σουβλάκια… Πάνω απ’ όλα όμως κρατώ σαν εικόνα το μαγαζί του παππού μου, του Νίκου Αργυρίδη, που έφτιαχνε τις πρώτες κολόνιες της Κύπρου. Και μαζί τη γιαγιά Ερμιόνη, που καθόταν εκεί απέναντί του στην καρέκλα, αμίλητη και πάντα χαμογελαστή.

– Η μητέρα σας η Έλλη Παιονίδου έγραψε βιβλία για παιδιά. Είσαστε η πρώτη που ακούγατε τις ιστορίες της; Ναι, η μητέρα μου ήταν πάντα πολύ προχωρημένη στον τρόπο σκέψης. Οι ιστορίες της είχαν μια πρωτότυπη ματιά που κρατούσε το ενδιαφέρον του παιδιού. Και πάντα με σωστά μηνύματα, πότε κρυμμένα και πότε φανερά. Πάντα αγαπούσα και αγαπώ τα βιβλία της. Όπως αγαπώ και τα διηγήματα του πατέρα μου. Ένα αξιοθαύμαστο μείγμα από πραγματικά και φανταστικά γεγονότα.

– Οι γονείς σας ήταν στενοί φίλοι με πολλούς διανoούμενους – Θεοδωράκη, Ρίτσο, Γαβρά, Γιεφτουσένκο κ.ά. Σε ποιο βαθμό επέδρασαν στον χαρακτήρα σας αυτές οι γνωριμίες; Σίγουρα, αυτές οι τόσο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες έχουν πολύ να κάνουν με τη διαμόρφωση της δίκης μου προσωπικότητας. Νομίζω πως έχω κρατήσει από όλους αυτούς ένα κοινό χαρακτηριστικό, που τελικά έχω κι εγώ στη ζωή μου ως πολύτιμη αξία. Ήταν όλοι σεμνοί και πολύ απλοί. Ίσως γιατί ήταν σπουδαίοι.

– Στο σπίτι της μητέρας σας έχω δει μια φωτογραφία σας, μικρό κοριτσάκι, που σας κρατά στους ώμους του ο Γιεφτουσένκο. Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε καμιά δεκαριά χρόνια θα σπούδαζα μουσική στη Ρωσία. Και ότι θα τον ξανασυναντούσα στη Μόσχα, φοιτήτρια πια, μιλώντας άπταιστα τη γλώσσα του. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή.

– Θυμάστε την πρώτη σας γνωριμία με τον Θεοδωράκη; Την πρώτη δεν μπορώ να πω ότι τη θυμάμαι, γιατί ο Θεοδωράκης υπήρχε από πάντα στη ζωή μας. Ο πατέρας μου και ο Μίκης είναι συνομήλικοι και φίλοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Έχει έρθει πολλές φορές στο σπίτι μας στην Κύπρο, κι εμείς τον έχουμε επισκεφτεί και στην Ακρόπολη και στο Βραχάτι, στο εξοχικό του. Από μικρή τον θαύμαζα και τον αγαπούσα σαν συγγενή μας. Είναι κάπως σαν νονός μου. Μπορούσα να τον ακούω με τις ώρες να μιλάει μ’ αυτό το αστείρευτο χιούμορ του. Νομίζω πως εξαιτίας του εκτίμησα το χιούμορ στη ζωή.

– Τα χρόνια των σπουδών σας στη Ρωσία καθόρισαν τη μουσική σας παιδεία; Σαφέστατα. Και όχι μόνο τη  μουσική μου παιδεία αλλά και τη συνολική επαγγελματική μου υπόσταση. Το κονσερβατόριο της Μόσχας είναι από τα καλύτερα μουσικά πανεπιστήμια στον κόσμο. Και οι Ρώσοι για μένα από τους καλύτερους παιδαγωγούς. Ο τρόπος που σε εμπνέουν να γίνεσαι καλύτερος είναι μοναδικός. Είμαι ευγνώμων για την τύχη που είχα να σπουδάσω σ’ αυτή τη χώρα.

– Πώς επιλέξατε την μουσική του Θεοδωράκη για το μάστερ σας; Ήταν αυτονόητη η επιλογή, και μάλιστα άρεσε πολύ και στους καθηγητές μου. Για τη διπλωματική θεωρητική εργασία μου επέλεξα το Ρέκβιεμ του και για την πρακτική μου δίδαξα το Άσμα Ασμάτων. Ήταν πολύ όμορφο να ακούς τη χορωδία του κονσερβατορίου της Μόσχας, που αποτελείτο από πολλούς διευθυντές χορωδίας απ’ όλο τον κόσμο, να τραγουδάει στα ελληνικά. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

– Συνεχίζετε να έχετε επαφή με τον Μίκη; Όχι συχνή. Είναι κάπως απομονωμένος, επειδή προσέχουν πολύ την υγεία του, αλλά όποτε ζητήσω να τον δω, ξέρω ότι θα με περιμένει με πολλή αγάπη. Και πάντα χαίρεται να ακούει τα νέα μου.

– Ποιοι άνθρωποι καθόρισαν την πορεία σας στον χώρο της μουσικής; Εκτός από τον Θεοδωράκη που ανέφερα προηγουμένως, θεωρώ ότι όλοι οι συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια καθόρισαν και την πορεία μου στο να γίνομαι καλύτερη παιδαγωγός. Γιατί αυτό θεωρώ ότι είμαι.

– Όταν είσαστε στο σπίτι τι μουσική ακούτε; Θα σας ξαφνιάσω αν σας πω ότι δεν ακούω πολλή μουσική στο σπίτι; Ίσως επειδή ακούω πολλή μουσική στη δουλειά και η ακοή μου έχει την ανάγκη να ηρεμεί και να καθαρίζει.

– Δουλέψατε στην Κύπρο ως καθηγήτρια μουσικής στα σχολεία και έπειτα συνεχίσατε ως μαέστρος στα μουσικά σύνολα της ΕΡΤ. Πώς έγινε αυτή η μετάβαση; Όταν επέστρεψα από τη Ρωσία, διορίστηκα σε Γυμνάσια και Λύκεια της Κύπρου. Μετά από δύο χρόνια έλαβα μια πρόσκληση από τον Θεοδωράκη (ήταν τότε διευθυντής στην ΕΡΤ) για να δουλέψω στα μουσικά σύνολά της ως βοηθός του Αντώνη Κοντογεωργίου, του τότε διευθυντή της χορωδίας της ΕΡΤ. Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Εξάλλου, ήταν το αντικείμενο των σπουδών μου και δεν έβλεπα την ώρα να ασχοληθώ και επαγγελματικά με αυτό.

– Ήταν δύσκολο να αποδεχθούν οι συνάδελφοί σας μια γυναίκα μαέστρο; Δεν ένιωσα ποτέ κάτι τέτοιο. Ίσως γιατί δεν είναι στον χαρακτήρα μου να τα προσέχω αυτά. Πιθανόν και να υπήρχε μια προκατάληψη, η οποία όμως με τα χρόνια εξαλείφθηκε. Άλλωστε, δεν θεωρώ ότι υπάρχουν φύλα στα επαγγέλματα.

– Ο Νίκος Κούρκουλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να μεταπηδήσετε από την ΕΡΤ στο Εθνικό Θέατρο; Ο Νίκος Κούρκουλος είναι ο δεύτερος καλός μου άγγελος. Με φώναξε στο Εθνικό μετά από πρόταση του Θεοδωράκη, για να κάνω τη διδασκαλία της Αντιγόνης του Σοφοκλή (σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη). Η πρώτη μας συνάντηση στο γραφείο του ήταν καθοριστική. Μου είπε και την εξής υπέροχη ατάκα: «Εσύ κάθεσαι, και είσαι όρθια». Είναι ότι πιο εύστοχο μου έχει πει άνθρωπος για τον χαρακτήρα μου. Μετά με κράτησε στο Εθνικό. Συμπτωματικά, την επόμενη χρονιά είχε αφυπηρετήσει και ο μουσικός της δραματικής σχολής του Εθνικού, έτσι μου ζήτησε να αναλάβω και το μάθημα της μουσικής διδασκαλίας στη σχολή. Στο Εθνικό βρήκα το δεύτερο σπίτι μου.

– Ποιο είναι το στοίχημα κάθε φορά που αναλαμβάνετε τη μουσική διδασκαλία σε ένα θεατρικό; Το πρώτο, είναι η επικοινωνία με τους συνεργάτες, από τους συντελεστές μέχρι τους ηθοποιούς, τεχνικούς κ.λπ. Μετά, να κατανοήσω το όραμα του σκηνοθέτη. Στη συνέχεια, να έχω μια καλή συνεργασία με τον συνθέτη και τον χορογράφο, που είναι οι άμεσα εμπλεκόμενοι με το μέρος της μουσικής διδασκαλίας. Μέχρι να φτάσουμε στο τελικό αποτέλεσμα, που είναι  φυσικά η παράσταση, πρέπει να έχουν κερδηθεί και άλλα τόσα στοιχήματα, που κάθε φορά ποικίλουν.

– Τι είναι αυτό που απολαμβάνετε σ’ αυτή τη δουλειά; Το ότι ποτέ δεν επαναλαμβάνεται. Άλλο έργο, άλλοι συνεργάτες όλα διαφορετικά. Δεν πλήττεις ποτέ. Και η συγκίνηση και η συναισθηματική φόρτιση πάντα έντονη, όπως την πρώτη φορά. Είμαι τόσο τυχερή που αγαπώ τη δουλειά μου.

– Ποιο είδος θεάτρου αγαπάτε ιδιαίτερα; Όλα τα είδη τα αγαπώ. Θα ήταν αυτονόητο να πω το μιούζικαλ ή το αρχαίο δράμα, που έχουν πληθώρα τραγουδιών. Δεν είναι όμως έτσι. Καμιά φορά, είναι αρκετό και ένα μόνο τραγούδι ή μια συγχρονισμένη ομαδική πρόζα ή ένα ρυθμικό, για να με κάνουν ευτυχισμένη σε μια θεατρική συνθήκη. Εξαρτάται πάντα από τους ανθρώπους.

– Όλα αυτά τα χρόνια στο Εθνικό τι σας χάρισαν; Ωραίες συνεργασίες, ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, ανάμεικτα και πυκνά συναισθήματα, πολύ γέλιο, πολλή μουσική, και το πιο σημαντικό, αμέτρητους μαθητές που τους καμαρώνω πια σαν συναδέλφους στις παραστάσεις.

– Θυμάστε την πρώτη φορά που βρεθήκατε στην Επίδαυρο; Το πρώτο συναίσθημα ήταν δέος. Πολύ γρήγορα όμως μετατράπηκε σε μια γαλήνια αίσθηση ασφάλειας. Έχει θεραπευτικές ιδιότητες η Επίδαυρος. Τα τελευταία 24 χρόνια, τη ζωή μου την καθορίζει αυτό το μέρος, δεδομένου ότι κάθε καλοκαίρι, ακόμη και το φετινό, που ουσιαστικά ήταν και το πιο περίεργο, κατεβαίνω με μια η δυο παραστάσεις. Είναι κάτι σαν ιεροτελεστία για μένα, και το περιμένω όλη τη χρονιά με μεγάλη ανυπομονησία. Και όταν θέλω να αναφερθώ σε κάτι για το παρελθόν μου, ανατρέχω στο ποια χρονιά ήταν ανάλογα με την παράσταση. 

– Πρόσφατα, ήσασταν στην Επίδαυρο για τους «Πέρσες» και τη «Λυσιστράτη» με το Εθνικό. Πόσο δύσκολο ήταν το ανέβασμα των έργων εν μέσω πανδημίας; Ήταν αρκετά δύσκολη η συνθήκη, δεδομένου ότι όλη μας η δουλειά βασίζεται στην επικοινωνία. Ειδικά το ομαδικό τραγούδι απαιτεί να είσαι και σωματικά κοντά στον άλλον. Βρήκαμε όμως τρόπους και ανεβάσαμε δύο πολύ αξιόλογες παραστάσεις, που θα τις θυμόμαστε όλοι με πολλή αγάπη. Το θέατρο είναι φανερό ότι δεν μπορεί να σταματήσει.

– Ο κορωνοϊός έπληξε ιδιαίτερα τους ανθρώπους του πολιτισμού και έφερε μεγάλη αβεβαιότητα. Τι περιμένετε στους επόμενους μήνες; Ανήκω στην κατηγορία των αισιόδοξων ανθρώπων. Θέλω να πιστεύω ότι είναι κάτι προσωρινό και, εφόσον είναι και παγκόσμιο, σύντομα θα βρεθεί και η λύση του. Είναι σαφές ότι θα δυσκολευτούμε πολύ και αυτό τον χειμώνα, ίσως και μέχρι την Άνοιξη τα πράγματα να είναι δυσοίωνα για το θέατρο. Πρέπει όμως να βρούμε εναλλακτικούς τρόπους επιβίωσης και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η φύση είναι πάνω από εμάς. Αν της συμπεριφερθούμε καλύτερα, ίσως να μη μας ξαναβρεί τέτοιο κακό.

– Με τον σύζυγό σας, τον ηθοποιό Χρήστο Σπανό, συζητάτε για τις δουλειές σας; Με τον Χρήστο μιλάμε συνέχεια για τις δουλειές μας επειδή κινούμαστε στον ίδιο χώρο, παρόλο που τα επαγγέλματά μας είναι διαφορετικά. Μου αρέσει πολύ να τον συμβουλεύομαι, γιατί έχει πολύ σωστή και ψύχραιμη κρίση για τα πράγματα. Εμπιστεύομαι πολύ το ένστικτό του.

– Η κόρη σας Μαρίνα έχει κληρονομήσει τα ταλέντα σας; Η Μαρίνα είναι ήδη πολύ καλή μουσικός. Παίζει πιάνο από τα έξι της και τα τελευταία χρόνια ασχολείται και με το τραγούδι και τη σύνθεση. Θέλει να σπουδάσει σε δραματική σχολή. Είμαι σίγουρη πως θα βρει ένα τρόπο να τα παντρέψει και τα δυο.

– Τι σας λείπει από την Κύπρο; Μου λείπει πολύ η οικογένειά μου. Προσπαθώ τουλάχιστον μια φορά το χρόνο να την επισκέπτομαι. Επίσης έχω και κάποιους σταθερούς φίλους από το σχολείο, με τους οποίους είναι σαν να πατάμε pause και το ξαναπιάνουμε απ’ εκεί που το αφήσαμε. Μας δένουν πολλά, και η απόσταση αυτό δεν το αλλοιώνει.

– Νιώθετε τυχερή τελικά που σας δόθηκε η ευκαιρία να αφήσετε την εκπαίδευση στην Κύπρο και να δουλέψετε στην Αθήνα; Το Εθνικό Θέατρο παράγει πολιτισμό υψηλού επιπέδου, και το γεγονός ότι είμαι μέρος αυτής της ομάδας με καθιστά ιδιαίτερα τυχερή. Χωρίς να θέλω να μειώσω το επάγγελμα του εκπαιδευτικού στα σχολεία της πατρίδας μου, ένιωσα ότι δεν θα μπορούσα να προσφέρω αυτά για τα οποία εκπαιδεύτηκα στη Ρωσία. Η μουσική διδασκαλία είναι μια εξειδίκευση στην οποία επένδυσα πολύ χρόνο και γνώσεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν νιώθω ότι έχω δύο πατρίδες. 

– Τι σας γοητεύει από τη ζωή στην Αθήνα; Είναι μια υπέροχη πόλη. Εκτός από τα θέατρα και τις μουσικές εκδηλώσεις, έχει και απίστευτα στέκια για φαγητό, ποτό, περπάτημα. Εμείς μένουμε στο Χαλάνδρι, το οποίο μοιάζει πολύ με τη Λεμεσό στην οποία μεγάλωσα. Έχει τις μονοκατοικίες του με τους κήπους, ωραίο εμπορικό κέντρο στο οποίο βρίσκεις τα πάντα, με πολλά μαγαζιά, καφέ, εστιατόρια και αρκετό πράσινο. Ο καιρός είναι πολύ ιδανικός, χωρίς υγρασία και υπερβολική ζέστη τα καλοκαίρια. Λατρεύω την Αθήνα. 

– Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή; Θεωρώ πολύ σημαντική την ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική πορεία ενός ανθρώπου και τη δημιουργία οικογένειας, σε όποια σύνθεση κι αν είναι αυτή. Είμαι πολύ τυχερή γιατί βρήκα έναν άνθρωπο που με κάνει ευτυχισμένη, χαίρεται με τις χαρές μου, λυπάται με τις λύπες μου και στηρίζει όλες μου τις ανάγκες. Μαζί δημιουργήσαμε ένα σπουδαίο πλάσμα για το οποίο είμαστε πολύ περήφανοι. Νομίζω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία στη ζωή μου. Καμία χαρά δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη αν δεν την μοιράζεσαι με κάποιον.

maria@panayiotou@phileleftheros.com

Φιλελεύθερα, 18.10.2020.