Ο Σπύρος Σταυρινίδης έχει ισχυρό κίνητρο και διαβεβαιώνει ότι θα συνεχίζει να παίζει για όσο τον κρατούν τα πόδια του.
Κατά την άποψή του καλός σκηνοθέτης είναι αυτός που αναθεωρεί. Μ’ αυτούς τους σκηνοθέτες προτιμά να συγχρωτίζεται, ενώ ο ίδιος δεν ενδιαφέρεται καθόλου να σκηνοθετήσει- προτιμά όπως λέει να παίζει. Σ’ αυτή την κατηγορία σκηνοθετών ανήκει και η Αθηνά Κάσιου, με την οποία συνεργάζεται τώρα στο «Θαμμένο Παιδί» του Σαμ Σέπαρντ κι έχουν συναντηθεί καλλιτεχνικά αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Μετά από 54 συναπτά έτη στο σανίδι, παραμένει ένας μάχιμος εργάτης του θεάτρου και ρίχνεται στην πρόκληση κάθε νέας παράστασης με την πεποίθηση ότι η δουλειά αυτή είναι μια άεναη διαδικασία ανακάλυψης.
– Έχοντας αναμετρηθεί με δεκάδες έργα και ρόλους, ποια γνώμη έχεις διατυπώσει για το «Θαμμένο Παιδί»; Είναι από τα πιο σπουδαία του Σαμ Σέπαρντ. Λίγο- πολύ εκκινεί από προσωπικά του βιώματα. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός. Από τη στιγμή που μέσα σε μια οικογένεια υπάρχει αλκοολικός, μπορείς να φανταστείς τις συνέπειες, τις συμπεριφορές, το όλο κλίμα που δημιουργείται. Εν προκειμένω, στο έργο δεσπόζει η φιγούρα ενός δυσλειτουργικού πατριάρχη, δηλαδή ενός προβληματικού τύπου σε θέση εξουσίας. Όλα εκκινούν από τη δική του αγωνία να καλύψει την ταυτότητά του. Έχει εξαιρετικούς διαλόγους κι έντονους χαρακτήρες, όπου ο καθένας ψάχνει τον προορισμό του, την ψευδαίσθηση του ονείρου. Μέσα από τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, το πλέγμα καταστάσεων, προκύπτει και μπόλικο χιούμορ. Παράλληλα, αναδύονται τραύματα του παρελθόντος, κρυμμένα μυστικά, ένα είδος οικογενειακής κατάρας τέλος πάντων.
– Θα την περιλάμβανες στις ξεχωριστές σου στιγμές; Ναι, είναι μια πολύ καλή δουλεία. Δουλέψαμε σκληρά. Όλοι οι ηθοποιοί, μηδενός εξαιρουμένου, είναι απόλυτα δοσμένοι και προσφέρουν τη δική τους ξεχωριστή πινελιά. Η Αθηνέττα (Κάσιου) έχει τον τρόπο της να το πετυχαίνει αυτό.
– Με τη Λένια Σορόκου έχετε παίξει μαζί άπειρες φορές. Θα μπορούσες να πεις ότι πλέον βρίσκεστε με «κλειστά τα μάτια» στη σκηνή; Ναι. Είναι σημαντικό πλεονέκτημα να γνωρίζεις πώς λειτουργεί ο άλλος σκηνικά, τους κώδικές του. Ωστόσο, εδώ υπάρχει πλήρης επικοινωνία και με την Αντωνία (Χαραλάμπους) και με τον Αλέξανδρο (Παρίση) και με τον Γιάννη (Καραούλη) και με τον Βαλεντίνο (Κόκκινο) και με τον Θανάση (Γεωργίου). Είναι όλοι τους υπέροχοι. Ένας κι ένας. Βγαίνουν πολύ ωραία πράγματα.
– Η εγγύτητα του δρώμενου με τον θεατή- εννοείται εντός των πλαισιών των αποστάσεων που πρέπει να τηρούνται- τι προσφέρει στην εμπειρία της θέασης; Το γεγονός ότι παίζουμε σε μικρό χώρο κι ο θεατής βρίσκεται στα 2-3 μέτρα κοντά μας, περνά κι ένα μήνυμα για την εποχή του αποστάσεων που ζούμε. Ερχόμαστε ένα κλικ πιο κοντά. Αυτό καθιστά τον θεατή συμμέτοχο. Όμως, η συνθήκη αυτή είναι ακόμη πιο απαιτητική για τον ηθοποιό ο οποίος πλέον δεν μπορεί να κάνει αλλιώς παρά να υπερβεί τα όριά του. Δεν μπορεί να κρυφτεί, να χαλαρώσει, να κοροϊδέψει. Ούτε στιγμή. Για να υπάρχει η ιδανική απόσταση, όσο κοντά κι όσο μακριά χρειάζεται, σημαντικό ρόλο έπαιξε το σκηνικό της Λυδίας (Μανδρίδου) που είναι μια ευφάνταστη σκηνογράφος.
– Σύμφωνα με τη δική σου εμπειρία, ποιο χαρακτηριστικό καθιστά καλό έναν σκηνοθέτη; Να μην έχει πρόβλημα να παραδεχτεί ότι κάνει λάθη, να μη διστάζει να πάρει άλλα μονοπάτια κατά τη διαδρομή. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών βγαίνουν πράγματα. Είναι μια διαδικασία ζωντανή, εν εξελίξει. Δεν υπάρχει σκηνοθέτης που να μπορεί να γνωρίζει και να προβλέπει εξαρχής το αποτέλεσμα. Ο χαρακτήρας σμιλεύεται κι εξελίσσεται βήμα- βήμα σε μια διαδικασία όπου συμμετέχουν και αλληλεπιδρούν όλοι. Στην πορεία αυτή, είναι δεδομένο ότι θα χρειαστεί να γίνουν αναθεωρήσεις. Ο καλός σκηνοθέτης δεν έχει πρόβλημα να αναιρέσει οδηγίες που έδωσε στην αρχή εφόσον κατανοεί προς τα πού οδεύει το πράγμα και αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι τελικά δεν ήταν λειτουργικές.
– Έχεις συναντήσει πολλούς ανελαστικούς σκηνοθέτες, που να μένουν αμετακίνητοι στις αρχικές τους οδηγίες; Αρκετούς. Και δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης που πρέπει να αναθεωρεί, αλλά κι ο ηθοποιός κι ο σκηνογράφος κ.ο.κ. Το θέατρο είναι κάτι ζωντανό. Όλα προκύπτουν στην πράξη. Η ουσία και η σημασία της πρόβας είναι ακριβώς αυτή: η εξέλιξη. Η κίνηση προκύπτει μέσα από την επανάληψη, τη δοκιμή, την αναθεώρηση. Μια διαδικασία ανακάλυψης. Γι’ αυτό άλλωστε λέγεται και δοκιμή: ακριβώς επειδή δοκιμάζεις. Ξεκινάς από μια συμφωνημένη γραμμή, αλλά τα πράγματα εξελίσσονται και συχνά ανατρέπονται. Όπως εξελίσσονται κι από παράσταση σε παράσταση. Η δουλειά μας είναι μια συνεχής αναζήτηση. Όταν το ξεχνάς αυτό, στερεύεις.
– Αυτό είναι που σε κρατά ακόμη ενεργό στο σανίδι, 54 χρόνια μετά; Είναι μια δίψα που δεν σβήνει. Δεν μπορώ να ησυχάσω όταν έχω έναν ρόλο. Ιδίως όταν πρόκειται για τέτοια σπουδαία έργα και τέτοιους ογκώδεις ρόλους. Χωρίς κίνητρο δεν μπορείς ν’ αντέξεις ούτε ένα λεπτό στο σανίδι. Εγώ το διατηρώ. Πολλοί με προτρέπουν να σκηνοθετήσω. Μα δεν θέλω να σκηνοθετήσω, δεν είμαι σκηνοθέτης. Εγώ θέλω να παίζω. Και θα παίζω όσο με κρατούν τα πόδια μου κι όσο δουλεύει ο νους μου. Μέχρι τελικής πτώσης. Κάνω τις επιλογές μου, βέβαια. Όχι μόνο στο θέατρο. Και στον κινηματογράφο.
– Με αφορμή τις κακοποιητικές συμπεριφορές που βγήκαν στη δημοσιότητα, έγιναν αναφορές για τον Κάρολο Κουν και τη συμπεριφορά απέναντι στους μαθητές του. Έχοντας σπουδάσει και θητεύσει κοντά του, ποια είναι η γνώμη; Αυτά είναι σαχλαμάρες. Ο Κουν μπορεί να εξοργιζόταν μερικές φορές, αλλά ήταν πάντα σε ανθρώπινα πλαίσια κι επειδή ήθελε να βελτιωνόμαστε και να είμαστε συγκεντρωμένοι. Δεν ήταν εμπαθής. Πολλές φορές νευρίαζε με τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν το έκανε από βίτσιο και σαδισμό, ούτε μάς μείωνε ως προσωπικότητες. Ποτέ δεν ήταν κακοποιητικός μαζί μας.
– Οι συνθήκες με τους περιορισμούς λόγω της πανδημίας πόσο έχουν επηρεάσει τον τρόπο δουλειάς; Στις πρόβες υπάρχουν εντάσεις. Πολλές και μεγάλες. Και στις παραστάσεις υπάρχει υπερένταση. Δεν είναι γραφειακή η δουλειά μας. Τα σώψυχά μας βγάζουμε. Μετά από μια εξαντλητική πρόβα ή μια καλή παράσταση, ο ηθοποιός έχει ανάγκη να πάει κάπου να «αδειάσει». Εγώ συνήθως πηγαίνω σ’ ένα ταβερνάκι με συναδέλφους για ένα ποτήρι κρασί και λίγες κουβέντες για τη δουλειά. Η χαλαρή κουβέντα μετά είναι μέρος της διαδικασίας. Αυτό είναι που μου λείπει τώρα με τον κορωνοϊό.
– Ανησυχείς μήπως αφήσει κουσούρια στο θέατρο αυτή η κατάσταση; Ο απόηχος της πανδημίας αναμένεται να είναι οδυνηρός. Σε πολλούς τομείς, όχι μόνο στο θέατρο. Ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις και πρέπει να προσαρμοστούμε. Μου άρεσε που άκουσα ότι κάπου στην Ιταλία ηθοποιοί πήραν ένα σακίδιο που γράφει πάνω «Teatro Delivery» κι άρχισαν να κάνουν «διανομή» παραστάσεων σε αυλές και πάρκα. Η ανάγκη γεννά ιδέες που ενδεχομένως να δημιουργήσουν νέους θεατές. Το κοινό ανταποκρίνεται γιατί είναι όλοι κλεισμένοι, καταπιεσμένοι, απελπισμένοι από την απομόνωση και την απραξία και διψούν για κάτι ζωντανό.
– Γενικά, το θέατρο μπορεί να παίξει τον ρόλο του μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες; Ή το κάνουμε για να το κάνουμε; Παίζει τον ρόλο του. Καταρχάς περνά το μήνυμα ότι ακόμη υπάρχουμε. Ακόμη ζούμε και αγωνιζόμαστε. Δίνει το στίγμα της δράσης και της ζωής. Ζούμε. Δεν τα ισοπέδωσε όλα ο κορωνοϊός.
– Πιστεύεις ότι για άλλους λόγους πήγαινε παλιότερα ο θεατής στο θέατρο και για άλλους σήμερα; Το γεγονός ότι πηγαίνεις στο θέατρο είναι πιο σημαντικό από τους λόγους για τους οποίους το κάνεις. Σημασία έχει ότι πας. Παλιότερα στην Κύπρο δεν υπήρχε τηλεόραση. Υπήρχε μόνο το ΡΙΚ, άντε και κανένα σινεμά. Ο κόσμος ερχόταν στο θέατρο γιατί αυτό ήταν η μοναδική του διέξοδος. Σήμερα, ο κόσμος δεν ξέρει τι να πρωτοδεί στην τηλεόραση, υπάρχουν άπειρες επιλογές. Παρ’ όλα αυτά πηγαίνει και στο θέατρο. Επιλέγει το θέατρο ανάμεσα σε άλλα. Αυξάνεται συνεχώς το συνειδητοποιημένο θεατρικό κοινό.
– Ο Ντοτζ είναι ο ορισμός του αντιήρωα. Θα έλεγες ότι προτιμάς τους πιο ελαττωματικούς, προβληματικούς χαρακτήρες από τους πιο «καθωσπρέπει»; Έτσι κι αλλιώς οι σωστά δομημένοι ανθρώπινοι χαρακτήρες είναι όλοι ελαττωματικοί. Οι «καθωσπρέπει» που λες ίσως να είναι ακόμη πιο προβληματικοί. Δεν είναι αυτό το κριτήριο επιλογής. Σημασία έχει να είναι καλός ο ρόλος και σ’ ένα σπουδαίο έργο όλοι οι ρόλοι είναι καλοί και απαιτητικοί, μικροί ή μεγάλοι. Όταν ανεβάζεις Σαίξπηρ, Τσέχωφ, Τένεσι Γουίλιαμς ή Σαμ Σέπαρντ, δεν κυνηγάς τον καλό ρόλο. Όλοι είναι καλοί.
– Γενικά, δεν έχεις προτιμήσεις; Σε ρόλους, όχι. Σε πρότζεκτ ναι. Δεδομένου ότι μου ταιριάζουν. Έχω παίξει πια εκατοντάδες ρόλους, κάθε είδους. Δεν έχω απωθημένα. Ό,τι έρθει, είναι ευπρόσδεκτο. Και με την Αθηνέττα (Κάσιου) στην πρώτη μας συνάντηση ανέλαβα έναν μικρό ρόλο. Ήταν στο «True West» του Σέπαρντ. Μαζί με τη Λένια Σορόκου. Αμέσως ανταποκριθήκαμε τότε, επρόκειτο για συνεργασία με παιδιά νέα και ταλαντούχα. Οπότε, γιατί όχι; Κάθε χαρακτήρας, φυσικά, αντιμετωπίζεται διαφορετικά και ανάλογα με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε ηθοποιός όταν τον μελετά.
– Η δική σου μέθοδος ποια είναι; Επιστρατεύω στοιχεία από προσωπικές μου εμπειρίες.
– Όποιος δεν έχει έντονες εμπειρίες και βιώματα στη ζωή του δεν μπορεί να γίνει καλός ηθοποιός; Αν έχει ταλέντο, δεν έχει πρόβλημα. Ο ηθοποιός πρέπει να είναι παρατηρητικός. Παρατηρεί τους άλλους. Δεν είναι κλεισμένος σε γυάλα. Δεν χρειάζεται να είμαι αλκοολικός για να παίξω τον αλκοολικό. Μελετώ τον χαρακτήρα, μαντεύω τις αντιδράσεις του με βάση εμπειρίες της καθημερινότητας. Εδώ χρειαζόμαστε έναν χαρακτήρα με κεραίες τεταμένες, ευερέθιστο. Με εναλλαγές στη διάθεση. Ο ηθοποιός «κλέβει» από το περιβάλλον του και πρέπει να είναι ενημερωμένος για την κοινωνία που ζει. Ν’ αναγνωρίζει τα σημάδια των καιρών, ν’ αναλύει τα ερεθίσματα. Να μην είναι κλεισμένος σε μια γυάλα. Το θέατρο δεν είναι ψυχαγωγία. Ασχολείται με κοινωνικά προβλήματα. Προβλήματα που δεν εκλείπουν ποτέ. Κατά προέκταση είναι μια πολιτική πράξη. Γίνεται ο καθρέφτης όλου του ιστού, των ανθρώπινων σχέσεων, των συγκρούσεων.
– Ως θεατής απολαμβάνεις μια παράσταση ή την αποδομείς παρακολουθώντας τη; Όταν παρακολουθώ μια παράσταση την παρακολουθώ ως θεατής. Όταν βλέπω μια ταινία και μου αρέσει, τότε τη βλέπω και δεύτερη φορά γιατί υπεισέρχεται στη δουλειά μου. Στην Κύπρο είμαστε κάπως αποκομμένοι από τη διακίνηση της διεθνούς ερμηνευτικής έκφρασης. Οπότε, ένας τρόπος να ενημερωθώ είναι μια καλή ταινία. Όμως, την πρώτη φορά παρασύρεσαι από τον μύθο, το στόρι. Την ξαναβλέπω για να διακρίνω κάποιες τρομακτικές λεπτομέρειες στην ερμηνεία.
– Το 1971 συμμετείχες στην πρώτη παράσταση στην ιστορία του ΘΟΚ, στον οποίο έπαιζες για δεκαετίες. Πώς θυμάσαι εκείνη την εποχή και με ποιο βλέμμα βλέπεις τη φετινή επέτειο του μισού αιώνα λειτουργίας; Υπήρχε ένας ενθουσιασμός. Ήμασταν και νέοι και οι νέοι ενθουσιάζονται. Ο ΘΟΚ έχει μια σημαντική πορεία στα θεατρικά δρώμενα. Έχει κάνει θαύματα, σπουδαίες παραστάσεις. Για δύο δεκαετίες άφησε εποχή στην Επίδαυρο. Κάποιοι τον αποκαλούσαν «εθνικό θέατρο». Εγώ διαφωνώ με τη διάλυση του ΘΟΚ. Κι εννοώ τη διάλυση του θιάσου. Πιστεύω ακράδαντα ότι με την προσπάθεια να ακολουθηθούν τα πρότυπα του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας με τα συμβόλαια ανά παράσταση ο οργανισμός έκανε βήματα προς τα πίσω. Έπρεπε να διατηρηθεί ένας πυρήνας έστω 8-10 ηθοποιών, στους οποίους να προστίθενται οι υπόλοιποι για να αφομοιώνονται ομαλά. Υπάρχει ένα σκόρπισμα. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα υπάρχει πλειάδα νέων και προσοντούχων ηθοποιών. Ξεκαθαρίζω πως δεν εννοώ να λειτουργεί ο θίασος ως κλειστό κλαμπ, αλλά να γίνεται μια πιο αποτελεσματική τριβή των νέων με τους παλιότερους πάνω στη λογική μιας δημιουργικής ερμηνευτικής σχολής. Η εξέλιξη ενός ταλαντούχου ηθοποιού εξαρτάται συχνά από τα χέρια στα οποία πέφτει. Η δραματική σχολή δεν σου μαθαίνει θέατρο. Απλώς δίνει έναν μπούσουλα πάνω στα βασικά.
– Εκτός από τον Αγγελιοφόρο στις εμβληματικές Ικέτιδες, ποιοι άλλοι ρόλοι σ’ έχουν σημαδέψει; Θα έλεγα του Καρίωνα στον Πλούτο, του Ξανθία στους Βατράχους. Του Ντον στον «Αμερικανικό Βούβαλο» που κάναμε μαζί με τον Αντώνη Κατσαρή και τον Ανδρέα Τσουρή το 1996. Αυτή ήταν μια ωραία σκηνοθετική δουλειά του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. Είχε περιοδεύσει και στην Αθήνα, στο Εθνικό Θέατρο, κι ήταν η αφορμή για να παίξω στον «Εργένη» του μακαρίτη του Νίκου Παναγιωτόπουλου.
– Πώς έγινε αυτό; Είχε έρθει να δει την παράσταση ο Άκης Σακελλαρίου που είχε ήδη ξεκινήσει πρόβες για την ταινία. Πήγε στον Παναγιωτόπουλο και του είπε «νομίζω ότι βρήκα τον ηθοποιό που ψάχνεις (για τον ρόλο του ιδιοκτήτη του μπιλιαρδάδικου). Πήγαινε να δεις εκείνον τον Κύπριο που παίζει τώρα στο Εθνικό». Μετά από μια παράσταση ήρθε στο καμαρίνι ένας άγνωστος σε μένα κύριος και μου συστήθηκε. «Κάνω μια ταινία και θέλω να παίξεις». Του απάντησα ότι δουλεύω στην Κύπρο και τον ΘΟΚ και δεν ξέρω αν θα μπορώ. Το μυαλό του Κατσαρή, που είχε ζήσει στην Αθήνα και ήξερε τα κατατόπια, πήρε αμέσως στροφές. «Μπορείς, μπορείς» είπε. Έτσι, έκανα την πρώτη μου ταινία στην Ελλάδα. Οι δικές μου σκηνές γυρίστηκαν σ’ ένα υπόγειο με τον Στράτο Τζώρτζογλου και τον Στάθη Λιβαθινό. Η επόμενη ταινία ήταν ο «Αιώνιος Φοιτητής» που σκηνοθέτησε ο βοηθός του Παναγιωτόπουλου, ο Βαγγέλης Σεϊτανίδης. Με τον Αιμίλιο Χειλάκη και τη Μαρία Σολωμού. Πήρε τρία βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, σεναρίου και σ΄εμένα έδωσαν το βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου.
– Είχες προϊστορία με τους «αιώνιους φοιτητές», αφού το 1980 υποδύθηκε τον Τροφίμοφ στον «Βυσσινόκηπο». Τι θυμάσαι από εκείνον τον ρόλο; Α, βέβαια! Με τον Εύη τον Γαβριηλίδη. Ωραίες εποχές. Τον είχα κάνει διαφορετικά από τα καθιερωμένα. Ήταν περισσότερο ένας νέος σε αναζήτηση. Εννοείται, με τη σύμφωνη γνώμη του Εύη, ο οποίος με ενθάρρυνε.
– Θα έλεγες ότι ο Εύης ήταν από τους σκηνοθέτες που παραδέχονται τα λάθη τους; Βεβαίως. Ήταν ο ορισμός του σκηνοθέτη που αντιλαμβανόταν προς τα πού οδεύει μια παράσταση. Ήταν και δάσκαλός μου πριν πάω στην Ελλάδα για σπουδές.
– Με τον Σωτήρη Μουστάκα συνεργαστήκατε στις Θεσμοφοριάζουσες το 1996, μ΄εκείνον Μνησίλοχο κι εσένα Ευριπίδη, καθώς και στην Ειρήνη του 1998 μ’ εκείνον Τρυγαίο κι εσένα Πόλεμο. Τι θυμάσαι από εκείνες τις συνεργασίες; Με τον Σωτήρη συνδεθήκαμε πολύ. Ήταν ένας άψογος συνεργάτης. Αυθόρμητος άνθρωπος και καλλιτέχνης, με πολύ πάθος. Και είχε μεγάλη έφεση στον αυτοσχεδιασμό. Μετά τις συνεργασίες μας, μου είχε προτείνει να πάω να παίξω μαζί του στην Αθήνα. Δεν πήγα, αλλά η αλληλοεκτίμηση που είχαμε ήταν δεδομένη.
* To «Θαμμένο Παιδί» παρουσιάζεται στο SPACE, στη Λευκωσία, στις 16, 18, 22, 23, 30 Μαρτίου και 1, 5, 6, 8, 12, 13 και 15 Απριλίου, 96216188