Μια άλλη λίαν ενδιαφέρουσα ερευνητική εργασία του παλαίμαχου εκπαιδευτικού Γεώργιου Καμιναρίδη για τους δασκάλους και τη δημοτική εκπαίδευση στη Μόρφου κατά την Αγγλοκρατία ήλθε πρόσφατα να εμπλουτίσει την κυπριακή εκπαιδευτική βιβλιογραφία, επεκτείνοντας συγχρόνως και τη δική του σχετική εργογραφία, όπως μας την υπενθυμίζει ο «χαιρετισμός» του Κωστή Κοκκινόφτα στην παρούσα έκδοση. Βιβλία αναφοράς, που συνιστούν αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για την ανελικτική εκπαιδευτική-πολιτισμική πορεία όχι μόνο στην κατεχόμενη κωμόπολη, αλλά και ευρύτερα στην Κύπρο σε μια μακρά περίοδο κοινωνικών μετασχηματισμών και κομβικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Η Μόρφου, επισημαίνει ο συγγραφέας στη σύντομη εισαγωγή του, λόγω της πληθυσμιακής υπεροχής της έναντι της Πάφου και της Κερύνειας «απέκτησε προβάδισμα στην εφαρμογή των νεότερων εκπαιδευτικών καινοτομιών, που εισήγαγαν οι αποικιοκράτες. Η λειτουργία, άλλωστε, του Διδασκαλικού Κολλεγίου Μόρφου υποβοήθησε την άμεση εφαρμογή νεότερων παιδαγωγικών μεθόδων διδασκαλίας στα δημοτικά σχολεία».
Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην υποτυπώδη εκπαίδευση επί Τουρκοκρατίας. Συγκεκριμένα, μετά από σκοτεινούς αιώνες αμάθειας και αναλφαβητισμού, όπου λίγα γράμματα ήξεραν μόνο ελάχιστοι ιερείς, ψάλτες και μοναχοί, ιδρύονται τα πρώτα «κοινά» ή «ιεροδιδασκαλεία» με πρωτοβουλία φωτισμένων ιεραρχών: στη Λάρνακα το 1733 από τον Κιτίου Ιωαννίκιο Γ΄ και στη Λευκωσία από τους Αρχιεπισκόπους Φιλόθεο το 1742, τον Χρύσανθο το 1774, τον Κυπριανό το 1812 και τον Μακάριο Α΄ το 1859. Στα σχολεία αυτά δίδαξαν μορφωμένοι στην αλλοδαπή Κύπριοι και Ελλαδίτες, υπό την καθοδήγηση των οποίων εφαρμόστηκε τον 19ον αιώνα το από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τη βιομηχανική εποχή γνωστό αλληλοδιδακτικό σύστημα διδασκαλίας. Το περιορισμένο διδακτικό προσωπικό βοηθούσαν στο έργο τους οι μεγαλύτεροι και ικανότεροι λεγόμενοι «πρωτόσχολοι» μαθητές, που μετέδιδαν στους μικρότερους σε ολιγάριθμες ομάδες στοιχειώδεις γνώσεις ανάγνωσης, γραφής και αριθμητικής με μεθόδους επαναληπτικής εκμάθησης και αποστήθισης εύηχων ομοιοκατάληκτων κειμένων, χαρακτηριστικά δείγματα των οποίων αντλεί ο Καμιναρίδης από το τετράτομο λαογραφικό έργο του Χρύσανθου Κυπριανού.
Σύμφωνα με τους μελετητές της Κυπριακής Εκπαίδευσης την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Λοΐζο Φιλίππου και Ιερώνυμο Περιστιάνη, όπως και κατά τον ιστοριοδίφη δάσκαλο Νέαρχο Κληρίδη για το πρώτο αλληλοδιδακτικό Μόρφου, που αναβαθμίστηκε σταδιακά σε κοινοτική σχολή και στεγάστηκε αρχικά στη μονή Αγίου Μάμαντος, σημειώνονται αντιστοίχως τρεις διαφορετικές χρονολογικές εκδοχές ίδρυσής του: το 1848, το 1852 και το 1851. Όλοι όμως αναφέρουν τον Μιχαήλ Ιωαννίδη ως πρώτο δάσκαλο του δημόσιου σχολείου, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μελέτιος Α΄(1852-1862), ενώ μεγάλος ευεργέτης της παιδείας στη Μόρφου υπήρξε ο ιερομόναχος της Μονής Αγίου Παντελεήμονος Χριστόφορος Μελετιάδης, ο οποίος διέθεσε μεγάλες χρηματικές δωρεές για επιδιόρθωση και συντήρηση των εκπαιδευτηρίων της γενέτειράς του.
Το δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο αφορούν στην εκπαίδευση την περίοδο της αγγλικής διακυβέρνησης γενικότερα στην Κύπρο και ειδικότερα στην ίδρυση δημοτικών σχολείων, στα σχολικά δρώμενα και τη συναφή πολιτισμική ανάπτυξη στη Μόρφου. Στο πλαίσιο, κατ’ αρχήν, της αποικιοκρατικής πολιτικής για το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα συνοψίζονται το ιστορικό και οι κυριότερες εισηγήσεις των εκθέσεων Spencer(1880), Talbot και Cape(1913) και Surridge(1930), καθώς και οι νόμοι περί παιδείας των ετών 1892, 1895, 1920, 1923, 1929 και 1933 για τα προσόντα, τη μισθοδοσία και την πρακτική εξάσκηση των δασκάλων, το αναλυτικό πρόγραμμα, τον σχολικό εξοπλισμό κ.ά. Οι αντιδημοκρατικές διατάξεις του τελευταίου νόμου επί Παλμεροκρατίας υπέτασσαν τη δημοτική εκπαίδευση στην κυβέρνηση και τον ανθελληνικό της προσανατολισμό, ενώ ο τότε διευθυντής Παιδείας Cullen συνιστούσε την ίδρυση διδασκαλείου. Την εισήγηση του Palmer για την ίδρυσή του στη Μόρφου με παράλληλη εκπαίδευση των δάσκαλων σε γεωργικά θέματα, ώστε να εκπαιδεύουν με τη σειρά τους αγρότες της περιοχής, είχε εγκρίνει ο υπουργός αποικιών. Το Διδασκαλικό Κολλέγιο (Τeachers’ Training College), λειτούργησε από το 1937 μέχρι το 1959, οπότε μετονομάστηκε σε Παιδαγωγική Ακαδημία. Ο αναλυτικός χρονολογικός πίνακας στις επόμενες σελίδες περιλαμβάνει τις εκπαιδευτικές αποφάσεις της Αγγλικής Διακυβέρνησης.
Στο τρίτο κεφάλαιο καταγράφονται λεπτομέρειες για την ανέγερση σε γειτνιάζοντες χώρους, πλησίον της εκκλησίας του Αγίου Μάμαντος, του νέου Παρθεναγωγείου και Αρρεναγωγείου Μόρφου, καθώς και η λειτουργία του Κατώτερου Μεικτού λόγω αύξησης του αριθμού των μαθητών/μαθητριών. Σκιαγραφείται επίσης η νεοκλασική αρχιτεκτονική και η διαρρύθμιση των αιθουσών τους και τονίζεται η συνεργασία τους με το Δ.Κ., εφόσον οι τάξεις τους φιλοξενούσαν υποδειγματικές διδασκαλίες από τους φοιτητές του. Το «Πρότυπο» Αρρεναγωγείο Μόρφου, με τη δημιουργία του θεσμού και σε άλλες πόλεις περί το τέλος της δεκαετίας του 1940, στελεχώθηκε με προσοντούχους διευθυντές και άριστους εκπαιδευτικούς. Κομίζοντας το νέο πνεύμα παιδαγωγικής έγινε σημείο αναφοράς για τα σχολεία της περιοχής. Δεν παραλείπεται επίσης να τονιστεί η συμβολή των δασκάλων από τα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας στη μορφωτική άνοδο των κατοίκων και στην πολιτισμική άνθιση του τόπου με τη δημιουργία αναγνωστηρίων, όπως και αθλητικών, αγροτικών και θρησκευτικών σωματείων.
Μέσα από εργώδη έρευνα, όπως τεκμαίρεται από τις πηγές του, ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο, πλην της ονοματικής απαρίθμησης των πολιτειακών, εκπαιδευτικών, θρησκευτικών και δημοτικών αρχών μεταξύ 1878 και 1960, καταρτίζει κατά χρονολογική σειρά καταλόγους δασκάλων, νηπιαγωγών και διευθυντών με τα σχολεία στη Μόρφου όπου υπηρέτησαν, παραθέτει κεχωρισμένα όσους εργάστηκαν πέραν των τεσσάρων ετών, βιογραφικά σημειώματα αλφαβητικώς και φωτογραφίες των Μορφιτών εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών που συνήψαν γάμο με Μορφίτες/τισσες. Το βιβλίο επιστεγάζουν οι κατάλογοι Μορφιτών που απέκτησαν πτυχίο είτε συνήψαν γάμο με Μορφίτες/τισσες την περίοδο 1960-1974.