Τη γνώρισα μέσα από την πρόσφατη ποιητική της συλλογή «Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν. Συνομίλησα με την Αγγέλα Καϊμακλιώτη για τις Πικροδάφνες, την ποίηση και την τέχνη.

-Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα. Αινιγματικός τίτλος και κάπως παραπλανητικός. Θα ήθελα να μου πείτε τα στοιχεία που οδήγησαν στο όνομα του τίτλου της συλλογής.

Ο Κώστας Μόντης έγραψε «εμείς τζιαμέ, ελιές τζιαι τερατσιές πάνω στον ρότσον τους» αντικατοπτρίζοντας τους Κύπριους εκείνης της εποχής που ήταν κατεξοχήν αγρότες, ανθεκτικοί, παραγωγικοί, άνθρωποι του μόχθου και της υπομονής. Εγώ γράφω για τις Πικροδάφνες. Είμαστε οι Πικροδάφνες. Μεγαλώνουμε σε αυτό το ακροκέραμο του ελληνισμού αιώνες τώρα, αειθαλείς και ανθεκτικοί, γίναμε εκ των πραγμάτων αυτοφυείς καθώς η εθνική μοναξιά, μας έχει ρίξει στο έλεος των ανέμων, σε άνυδρα εδάφη. Το φαρμάκι και η πίκρα έγινε πλέον τοξική ουσία που μας πλημμυρίζει. Παρόλα αυτά συνεχίζουμε να ανθίζουμε, να αντέχουμε και να υπάρχουμε στα πεζοδρόμια της ιστορίας. Το «κούρεμα» ως σημαινόμενο, ας παραμείνει ελεύθερο να ερμηνευθεί από τον αναγνώστη.

-«Ένας επαρκής αναγνώστης συχνά ανακαλύπτει στα γραπτά άλλες τελειότητες από εκείνες που ο συγγραφέας έβαλε και συνέλαβε και τους αποδίδει πιο πλούσιες έννοιες και απόψεις», γράφει ο Μονταίν σε δοκίμιό του. Εισπράττετε την άποψη αυτή μέσω των διαφόρων κριτικών ή και συζητήσεων που γίνονται για το έργο σας;

Θα έλεγα πως η αποτίμηση ενός λογοτεχνικού έργου είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των κρίσεων άλλων αναγνωστών ή κριτικών. Η ανάγνωση της λογοτεχνίας δεν είναι ένα είδος μονόδρομης επικοινωνίας, αλλά βασίζεται στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο κείμενο και στον αναγνώστη. Η σχέση αυτή αφορά στον ενεργητικό αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που θα προσεγγίσει το ποιητικό κείμενο με διάθεση εξερευνητή ή αναζητώντας μια αισθητική απόλαυση. Έχει συμβεί, επαρκείς αναγνώστες του έργου μου να οικειοποιούνται ένα ποιητικό κείμενο, να το ερμηνεύουν με απρόσμενο τρόπο, να εντοπίζουν τις μυστικές του πηγές και τα ξέφωτα. Αυτό όμως δεν είναι και το ζητούμενο; Η αποκάλυψη δηλαδή του νοήματος ή των νοημάτων, να δημιουργήσει νέες αισθητικές προσεγγίσεις ή να προκαλέσει πρωτότυπες νοητικές προσλήψεις, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στην οικοδόμηση της διηνεκούς λογοτεχνικής πορείας.

-Σε πρόσφατη συνέντευξή σας ξεχωρίσατε τον Κ.Π. Καβάφη. Τι είναι αυτό που σας ελκύει  στην καβαφική ποίηση;

Αγάπησα πολύ νωρίς τον ποιητικό τρόπο του Καβάφη. Κυρίως την τραγική ειρωνεία ως ποιητική προσέγγιση του κόσμου και των γεγονότων. Το βλέμμα του ποιητή που μετεωρίζεται αδιάκοπα ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και στην ειρωνική του φαντασία. Είναι ο τρόπος του, είναι μια ζωτική ανάγκη να παίρνει την απαιτούμενη απόσταση από τα πράγματα και τα τεκταινόμενα για να αντιμετωπίσει τη σύγκρουση ανάμεσα στη βαθύτερη επιθυμία και στην πραγματικότητα. Η καβαφική ειρωνεία λειτουργεί πρωτίστως στην απουσία και στη σιωπή, στις σκέψεις και στα συναισθήματα που υπονοούνται, που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Υπάρχει μια λιτότητα, μια αποσιώπηση, μια υπεροπτική ταπεινότητα που όμως λειτουργεί εκκωφαντικά οδηγώντας στη συγκίνηση και στην κάθαρση.

Η ΣΑΤΙΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

-Επιστρέφω στις Πικροδάφνες και συγκεκριμένα στην ενότητα «Μπετόβεν στο λάπτοπ». Τρία ποιήματα τα οποία έχω ξεχωρίσει δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, πως μέσα από αυτή τη συλλογή προκύπτει η ανάγκη για έναν κόσμο πιο όμορφο και πως μοχθείτε γι’ αυτό: «Γκρι», «Ποιητική βραδιά», «Έβρεξε λέξεις». Συνειρμικά αναλογίζομαι τους Εαυτούληδες του Γιάννη Σκαρίμπα: «Α! … τι θίασος λίγον τι από αλήτες/ μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους/ έτσι ως έμοιαζαν – με πρησμένες τις μύτες –/ παλιάτσους». Στίχοι που αντιστέκονται στους «παλιάτσους», τους «Τίτλους», τους «κόλακες», τους «νάρκισσους». Κατορθώνει η ποίηση να τους ξορκίσει;

Τα ποιήματα τα οποία έχετε ξεχωρίσει έχουν σατιρική διάθεση. Η σάτιρα στον ποιητικό λόγο είναι ένας άλλος τρόπος προσέγγισης του κόσμου που προτιμώ όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια.  Είναι φαρμάκι και φάρμακο, είναι το αλάτι του λόγου που καυτηριάζει τις ασθένειες της κοινωνίας, την ηθική αισχρότητα και την παρακμή. Από αρχαιοτάτων χρόνων, αυτοί οι «παλιάτσοι», οι «κόλακες», οι «νάρκισσοι», οι «σαλτιμπάγκοι», οι «ληστές», οι «καλικάντζαροι», πρόσωπα που αναφέρονται στις «Πικροδάφνες», παρουσιάζονταν στο αρχαίο δράμα, ως «σάτυροι», ως «τραγοπόδαροι», ως «κερασφόροι» ακόλουθοι των ξέφρενων Βακχικών οργίων που ακολουθούσαν τις μεγάλες τραγωδίες. Γράφω λοιπόν και σατιρική ποίηση, νομίζω πως ταιριάζει σε αυτούς τους καιρούς της ηθικής αισχρότητας που διανύουμε. Έχω την βαθιά πεποίθηση πως η σάτιρα είναι κατεξοχήν πολιτική ποίηση, ένας μοχλός αντίστασης στη διαφθορά, η οποία δυστυχώς έχει πλήξει τις δομές της κοινωνίας, τα ήθη και το σύστημα των αξιών σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και εκκλησιαστικό επίπεδο.

Η ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

-Ενεργή ποιήτρια, εναργής γραφή. Ο στίχος ρέει με φυσικότητα στις Πικροδάφνες και ο σύγχρονος αναγνώστης αισθάνεται μια εξοικείωση με τη γραφή σας. Συν-βιώνει, συμπορεύεται εντέλει γοητεύεται. Κλείνω με τη Μαρία Πολυδούρη, μια γυναικεία μορφή της Γενιάς του ’30, και ένα ποίημα της συλλογής Ηχώ στο χάος, στο οποίο απευθύνεται στον ρυθμό και στη ρίμα: «Χαίρε, Ρυθμέ και Ρίμα./ Σας χαιρετίζω». Εσείς πως θα χαιρετίζατε τα δύο αυτά ποιητικά εργαλεία;

Θέλω να είναι ειλικρινής και τίμια με τον εαυτό και με τη γραφή μου. Είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό. Για να συγκινήσεις, άρα να πείσεις, πρέπει προηγουμένως να συγκινηθείς βαθιά από αυτά για τα οποία γράφεις. Η ποίηση όπως και κάθε είδος τέχνης έχει τους δικούς της κανόνες, μέσα από τους οποίους πραγματώνεται και συγκινεί. Για την ποίηση δομικά στοιχεία είναι ο εσωτερικός ρυθμός και μια ιδιαίτερη καλλιέργεια του λόγου. Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε τι είναι και πώς επιτυγχάνεται αυτός ο εσωτερικός ρυθμός. Ίσως είναι η επιτυχημένη εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, ή ακόμα η κατάλληλη επιλογή και τοποθέτηση λέξεων έτσι ώστε να  δημιουργείται μια μουσικότητα. Για τα σατιρικά ποιήματα προτιμώ την εξωτερική ομοιοκαταληξία, ή ρίμα, επειδή δημιουργεί μια θεατρική διάθεση. Βεβαίως ένας σωστός ρυθμός και μια προσεγμένη ρίμα δεν κάνουν ένα καλό ποίημα. Χρειάζεται και μια άλλη ουσία συνδετική, χρειάζεται η εμπνευσμένη επίσκεψη των λέξεων και των νοημάτων, αυτή που θα οδηγήσει τον/την δημιουργό στο ξέφωτο, εκεί δηλαδή όπου θα συμβεί η πραγματική και άξια λόγου ποίηση.

*Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

* Πρώτη δημοσίευση: Άνευ, περιοδικό λόγου, τέχνης και προβληματισμού, τεύχος 78, 2021