Ο νεοελληνιστής Ρόντρικ Μπίτον διερωτάται τι θα κάναμε χωρίς επετείους και απαντά σε «αιρετικές» ερωτήσεις για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους και αγαπητούς αλλοεθνείς νεοελληνιστές και βυζαντινολόγους- παρασημοφορημένος από το ελληνικό κράτος. Ωστόσο, ο ίδιος αποφεύγει τον όρο «φιλέλληνας». Ο Σκωτσέζος επίτιμος καθηγητής στην Έδρα Κοραή Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας του King’s College του Λονδίνου συμμετέχει ενεργά στον σχεδιασμό και συντονισμό του εορτασμού της συμβολικής επετείου μέσω της Επιτροπής «Ελλάδα 2021». Ωστόσο επισημαίνει ότι είναι νωρίς για ν’ αποτιμηθούν τα αποτελέσματα του αναστοχασμού. Δίδασκε για πολλά χρόνια ελληνική λογοτεχνία, αλλά με τη συνταξιοδότησή του στράφηκε κυρίως στην ιστορία. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο του πόνημα «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η παγκόσμια σημασία της» (εκδόσεις Αιώρα), ένα περιεκτικό βιβλιαράκι που επιχειρεί να εξηγήσει τις απρόβλεπτες συνέπειες όσων συνέβησαν στα εννέα πρώτα χρόνια της παλιγγενεσίας. Κι αυτό από τη σκοπιά ενός επιστήμονα που δραστηριοποιήθηκε στην άλλη άκρη της Ευρώπης, σε επαρκή απόσταση νηφαλιότητας από το επίκεντρο των εξελίξεων.
– Ποια είναι η παγκόσμια σημασία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821; Δεν είναι ένα μεμονωμένο και αποκομμένο συμβάν. Εντάσσεται σ’ ένα κλίμα που βαστά σχεδόν έναν αιώνα: από την πρώτη αντιαποικιοκρατική εξέγερση στις ΗΠΑ μέχρι τις ενοποιήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας έναν αιώνα αργότερα. Πέφτει ακριβώς στη μέση. Προηγουμένως είχαν απελευθερωθεί οι ΗΠΑ και μετά άρχισαν να απελευθερώνονται διάφορα κράτη στη Νότιο Αμερική. Στον παλιό κόσμο, η μόνη τέτοια εξέγερση υπήρξε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, η οποία όμως δεν πέτυχε τους αρχικούς στόχους και τελείωσε με την ήττα του Ναπολέοντα το 1815. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 1821 δεν υπήρχε πουθενά στην Ευρώπη επιτυχημένο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Είναι το πρώτο. Κάποιες εξεγέρσεις που έγιναν την ίδια περίοδο στη Νότια Ευρώπη -Σικελία, Νεάπολη, Ισπανία κ.λπ.- καταπνίγηκαν αμέσως. Απρόσμενα, αυτή η απόμακρη εξέγερση σε μια επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας που σύμφωνα με τη νοοτροπία της εποχής δεν ανήκε καν στην Ευρώπη, είναι η πρώτη επιτυχημένη. Τεκμήριο είναι το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου που υπογράφηκε στο Foreign Office στις 3 Φεβρουαρίου 1830. Καθιστά σαφές ότι η Ελλάδα ασκεί από τότε όλα τα πληρεξούσια της απόλυτης ανεξαρτησίας.
– Αυτή είναι η πιο σημαντική της ιδιαιτερότητα; Μιλάμε για την πρώτη επίσημη διεθνή αναγνώριση για ένα καινούριο έθνος- κράτος στην Ευρώπη. Ακολούθησαν το Βέλγιο, η Ελβετία, η Γερμανία, η Ιταλία μέχρι κι η Τουρκία αρκετά αργότερα. Είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με τα καινούρια έθνη- κράτη στα Βαλκάνια. Ναι, η Ελλάδα πρωτοστατεί σε μια κοσμοϊστορική αλλαγή. Είναι κάτι πέρα από ένα απλό ορόσημο: μια πανευρωπαϊκή πρωτιά με ιδιαίτερη σημασία. Δεν εννοώ ότι οι Έλληνες δημιούργησαν την ιδέα της αυτοδιάθεσης των εθνών -κρατών. Αυτή προϋπήρχε. Ζυμώνεται στη Γαλλία, τη Γερμανία, τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό τον προηγούμενο αιώνα. Είναι όμως ένα πείραμα που οι Έλληνες εφαρμόζουν για πρώτη φορά.
– Είναι όμως ένα πείραμα ελληνικό ή διεθνές; Είναι καθοριστικό ότι οι Έλληνες δεν ενήργησαν μόνοι τους. Προηγουμένως στα Βαλκάνια οι Σέρβοι είχαν εξεγερθεί, διεκδικήσει και τελικά αποκτήσει ένα είδος αυτονομίας. Μέσα όμως στα συμβατικά όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Σερβία έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1878 για ν’ αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος. Η Ελλάδα πέρασε αυτή την κρίσιμη φάση πολύ νωρίτερα. Αυτό οφείλεται στην ανάμιξη των ξένων. Κάτι άλλο που τονίζω στο βιβλίο μου είναι ότι εξαρχής οι εστίες της επανάστασης έκαναν εκκλήσεις απευθείας στις αυλές και τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής. Ζητούσαν συνδρομή, οικονομική, υλική, αλλά και ηθική για τα δίκαια της Ελλάδας, εκ της οποίας, όπως το είχε θέσει σε μια γνωστή προκήρυξη ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης «και υμείς εφωτίσθητε».
– Το επιχείρημα της αρχαίας Ελλάδας που «φωτίζει» τον ευρωπαϊκό πολιτισμό τέθηκε επιτακτικότερα από τους Έλληνες επαναστάτες ή από τους ξένους; Και οι ίδιοι οι Έλληνες επικαλέστηκαν την κληρονομιά της αρχαιότητας, μια κοινή κληρονομιά για όλη την Ευρώπη. Με το επιχείρημα αυτό ενήργησαν για να διεθνοποιήσουν τον αγώνα τους. Έτσι κατέφθασαν τόσοι φιλέλληνες για να πάρουν τα όπλα και να βοηθήσουν επί τόπου ή οργανώνοντας επιτροπές, ομάδες πίεσης και εκστρατείες διαφώτισης υπέρ της Ελλάδας σε κάθε χώρα της Ευρώπης. Έτσι μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στην Ευρώπη εμπνεύστηκε από τον ελληνικό αγώνα κι ήθελε να συμπαρασταθεί. Σιγά- σιγά η πορεία έφτασε στο σημείο όπου οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων δεν μπορούσαν πια να αγνοήσουν την πραγματικότητα που εξελίσσεται στην Ελλάδα και θέλοντας και μη πήραν την απόφαση να επέμβουν. Είναι τότε που έγινε κι η ναυμαχία του Ναυαρίνου, που καθόρισε την έκβαση της Επανάστασης.
– Το φιλελληνικό κίνημα ήταν συγκυριακό ή βαθύτερο και ουσιαστικό; Βεβαίως είχε ουσία. Μέχρι σήμερα κάνει κύκλους κι υπάρχει η τάση στην Ελλάδα να χαρακτηρίζεται κάθε ξένος είτε φιλέλληνας είτε μισέλληνας- προσωπικά θεωρώ ότι αυτό το δεύτερο δεν υπάρχει. Πλέον όμως ο όρος «φιλέλληνας» είναι ιστορικά φορτισμένος, έχει πάρει μια διαφορετική σημασία.
– Εσείς δεν δηλώνετε «φιλέλληνας»; Δεν καυχώμαι και δεν αυτοαποκαλούμαι «φιλέλληνας» διότι πλέον κάποιος που αγαπά την Ελλάδα και τον ελληνισμό είναι απλώς κάποιος που αγαπά την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Ο φιλελληνισμός υπήρξε κίνημα που μάλιστα ξεκίνησε στη Γερμανία πολύ πριν από την Επανάσταση, κάπου στα μέσα του 18ου αιώνα. Εστιάζει περισσότερο όχι στη νεότερη, αλλά στην αρχαία Ελλάδα, εξιδανικεύει τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό. Μέχρι και το ξέσπασμα της Επανάστασης η λέξη σημαίνει ουσιαστικά «θαυμαστής του αρχαίου». Με τις πρώτες εχθροπραξίες, αλλάζει χαρακτήρα και ορίζει πια την έμπρακτη υποστήριξη του εν εξελίξει απελευθερωτικού αγώνα. Δεν αφορά μόνο άτομα ή τις επεμβάσεις κι ενέργειες των εθελοντών που ήρθαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία της Ελλάδας. Σχετίζεται και μ’ ένα αυθόρμητο κύμα συμπαράστασης από ιδιώτες και οργανώσεις, που μάλιστα προσέκρουαν συχνά στην επίσημη στάση της χώρας τους. Το κίνημα λειτούργησε από κάτω προς τα πάνω, φούντωσε κι έγινε κύμα, παρασύροντας τις κάπως αμέτοχες κυβερνήσεις.
– Κατά καιρούς, αναδεικνύεται με διάφορους τρόπους η πεποίθηση των Ελλήνων ότι είναι «έθνος ανάδελφον», χωρίς ειλικρινείς φίλους που να κοιτάζουν κάτι περισσότερο από τα δικά τους συμφέροντα. Πώς το βλέπετε αυτό; Είναι γεγονός. Στη δική μου γλώσσα αυτό ονομάζεται «exceptionalism». Εξαιρετισμός. Πιστεύουν δηλαδή ότι είναι ένας λαός εξαιρετικός, περιούσιος. Αλλά κάθε έθνος στον κόσμο προβάλλει τον εαυτό του ως κάτι εξαιρετικό. Υπάρχει όμως ένα μειονέκτημα: αν επιμένεις τόσο στην περιουσιότητά σου, αποκόβεσαι από τους άλλους. Την Ελλάδα την ωφέλησε ομολογουμένως πολύ η αρχαία κληρονομιά, λειτούργησε ως ισχυρό επιχείρημα για να κερδίσει τη συμπάθεια και υποστήριξη των Ευρωπαίων. Όταν όμως διαμορφώθηκε το ελλαδικό κράτος, με τον τρόπο που αυτό έγινε, κατέληξε τελικά να είναι πολύ «ελληνικό». Υπήρχε μια εμμονή στην «εθνική καθαρότητα» σε σημείο λ.χ. να καθαρίσουν τον ιερό βράχο της Ακρόπολης από κατάλοιπα και ίχνη των αιώνων που μεσολάβησαν από την αρχαιότητα μέχρι τον 19ο αιώνα. Κρίμα. Και με τα σημερινά δεδομένα είναι επιστημονικά αδιανόητο και απαράδεκτο. Εξαφανίστηκαν πολλά συσσωρευμένα στρώματα ιστορίας.
– Αυτή η επίκληση της σχέσης με την αρχαία κληρονομιά λειτούργησε μόνο θετικά; Χωρίς να θέλω να θίξω τα αισθήματα του ελληνικού λαού, φοβάμαι ότι η μετέπειτα εμμονή στην επίκληση της αρχαίας κληρονομιάς λειτούργησε σε βάρος της Ελλάδας και του ελληνισμού εν γένει. Διότι κάθε φορά που ο Έλληνας επιμένει ότι είναι απευθείας απόγονος του Περικλή, ο ξένος του απαντά «ναι, αλλά Παρθενώνα δεν έχτισες». Είναι αβάσταχτο το βάρος αυτής της κληρονομιάς. Θα θυμάστε όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση εκείνα τα κατάπτυστα και προσβλητικά σκίτσα στον ξένο τύπο με την Ακρόπολη γκρεμισμένη, την «αχίλλειο πτέρνα της Ευρώπης» ή το ευρώ ως δίσκο που ρίπτεται άσκοπα από δισκοβόλο. Η αρχαιολατρεία γύρισε μπούμερανγκ.
– Μήπως και οι ξένοι προσέδωσαν μεγαλύτερο βάρος στη συγκεκριμένη πτυχή απ’ ότι της αναλογούσε; Αναμφίβολα. Όμως κι η ελληνική επιμονή κατέστησε την Ελλάδα εύκολο στόχο για τους κακοθελητές.
– Θα ήταν απελευθερωτικό για τους σύγχρονους Έλληνες να απαρνηθούν την αρχαία κληρονομιά; Κοιτάξτε, ο Έλληνας έχει μια άμεση σχέση με το αρχαίο παρελθόν που ο ξένος δεν έχει. Το έθεσε υπέροχα ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης που είπε: «δεν θα πω πως είμαστε ομόαιμοι, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες — αλλά κατοικούμε πάντα την ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στη θάλασσα». Είναι ο τόπος. Κανείς δεν μπορεί να σας το πάρει αυτό. Είναι σημαντικό. Και δεν συγκρούεται απαραίτητα με το γεγονός ότι ο αρχαίος πολιτισμός είναι κληρονομιά της ανθρωπότητας. Αλλά υπάρχει κι η άλλη όψη του νομίσματος…
– Ποια είναι αυτή; Έχω την εντύπωση ότι η επίσημη Ελλάδα σήμερα υποτονίζει άδικα τα κατορθώματα του νεότερου ελληνισμού. Λ.χ. τους νομπελίστες. Την ποίηση, την τέχνη, τον πολιτισμό, όσα έχουν προσφέρει στον κόσμο οι Έλληνες τα τελευταία 200 χρόνια. Ας μην ξεχνάμε ότι το ίδιο το νεοελληνικό κράτος είναι ένα επίτευγμα, ένα σημείο καμπής. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν κατάφεραν να φτιάξουν ποτέ ενιαίο ελληνικό κράτος, μια αρχή με αυτοδιάθεση που να αντιπροσωπεύει τον ελληνισμό. Ο αρχαίος πολιτισμός ήταν διασπασμένος κι ακολούθησε το Βυζάντιο που ήταν κάτι μεγάλο αλλά διαφορετικό.
– Διαπιστώνετε να υπάρχει μια εθνικιστική τάση στους Έλληνες σήμερα; Ο εθνικισμός είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Δεν είναι ελληνικό «προνόμιο». Τον βλέπεις σήμερα να θάλλει και σε κράτη που δεν θα περίμενε κανείς όπως οι ΗΠΑ, ή η δική μου πατρίδα η Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα, οι Έλληνες σήμερα είναι και πολύ πιο νηφάλιοι απ’ ότι πολλοί Αμερικανοί ή Βρετανοί.
– Οι εορτασμοί της επετείου, όπως τους είδατε, κλόνισαν ή ενίσχυσαν τελικά τους μύθους μας; Είναι νωρίς ακόμη για αποτίμηση. Δεδομένου, ότι τόσες προετοιμασίες ανατράπηκαν από την πανδημία, δεν έφτασε ακόμη η ώρα να πούμε τι πέτυχαν και τι όχι. Κυκλοφορούν πολλές εκδόσεις, γυρίζονται ντοκιμαντέρ και υποτίθεται ότι σε κάποια φάση όλα αυτά θα είναι προσβάσιμα στο ευρύτερο κοινό. Ακούω κάποιες απαισιόδοξες φωνές ότι οι εορτασμοί δεν άλλαξαν τίποτε και περιορίστηκαν στις αναμενόμενες παρελάσεις, τις φουστανέλες, τα φυσεκλίκια και τα καριοφίλια. Υπάρχει κι αυτό το στοιχείο και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ωστόσο, από τις ενέργειες που γνωρίζω και τα διαδικτυακά σεμινάρια στα οποία έχω συμμετάσχει, προκύπτουν πολλά καινούρια πράγματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πασχάλης Κιτρομηλίδης: Θα ήταν ευχής έργο μια ανανέωση στον ιστορικό στοχασμό
– Ο Έρικ Χομπσμπάουμ είχε εντάξει και τις εθνικές επετείους στις «επινοημένες παραδόσεις». Συμφωνείτε μαζί του; Ο όρος του Χομπσμπάουμ έχει μεγάλη εμβέλεια. Είναι μαρξιστής ιστορικός και αντιπροσωπεύει συγκεκριμένη πλευρά της αγγλόφωνης ιστοριογραφίας. Αν το δούμε κυριολεκτικά, έχει δίκιο για τις επινοημένες επετείους. Η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης επινοήθηκε το 1837 από τον βασιλέα Όθωνα. Τότε ορίστηκε η 25η Μαρτίου, όχι νωρίτερα. Κατόπιν ορίστηκε ως εθνική επέτειος και για την Κύπρο. Πρόκειται για κοινές αποφάσεις που λαμβάνουν τα κράτη σε διάφορες στιγμές της ιστορίας τους για να μνημονεύσουν κάποια κρίσιμα γεγονότα, επιτυχίες ή τραγωδίες που σημαδεύουν την ιστορία τους. Όμως, τι θα κάναμε χωρίς επετείους; Ή χωρίς βαρβάρους, όπως έλεγε ο Καβάφης; Έχουν κι αυτές μια σαφή χρησιμότητα.
– Έχετε διαπιστώσει την εμφάνιση νέων τάσεων στην ιστοριογραφία που πυροδοτήθηκαν από τον αναστοχασμό; Ε, βέβαια. Για πολλές δεκαετίες, από τη Χούντα μέχρι τις παραμονές της επετείου, οι πανεπιστημιακοί ιστορικοί μοιάζουν ν’ αποφεύγουν το 1821. Ασχολούνται μόνο με πλάγια θέματα. Εκείνη η περίοδος είναι για τη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία ο ελέφαντας στο δωμάτιο, όπως λέμε στα αγγλικά. Με την επέτειο, δεν γινόταν πια να την αγνοήσουν και καταπιάστηκαν πολύ εμπεριστατωμένα σοβαροί ιστορικοί, για να ξαναγράψουν την ιστορία. Λίγο νωρίτερα, κάποιοι όπως ο Βασίλης Κρεμμυδάς, έδωσαν νέα διάσταση. Πιο πρόσφατα είναι ο Αριστείδης Χατζής κι ο Μαρκ Μαζάουερ ο οποίος πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα ένα βιβλίο που είχα το προνόμιο να διαβάσω πριν δημοσιευτεί κι είναι αριστούργημα. Φορείς και σχολές της ιστορίας ασχολούνται πλέον εκτενώς με την Επανάσταση, αλλά είναι νωρίς να πούμε ποιες φωνές θα μείνουν. Τα πιο τελεσφόρα αποτελέσματα θα βγουν στη φόρα αργότερα, δεν θα συμπέσουν με την επετειακή χρονιά. Τάσεις οπωσδήποτε διαμορφώνονται. Μπορεί κι όσο μιλάμε τώρα εμείς οι δύο, με τέτοιες συνεντεύξεις, με συζητήσεις κ.λπ.
– Ακολουθεί κατευθείαν μια άλλη επέτειος, της Μικρασιατικής Καταστροφής. Είναι καλό ή κακό αυτό; Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο. Όλος ο κόσμος τρελάθηκε εσχάτως με τις επετείους. Θυμάστε τις ατελείωτες για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο πριν μερικά χρόνια; Στην Αγγλία το πράγμα παράγινε και στο τέλος μπουχτίσαμε. Κάθε λίγο ένα συνέδριο ή ένα βιβλίο. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι γυρίζει αμέσως η σελίδα και πάμε στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και των 200 από τη Σφαγή της Χίου. Διάφοροι θεσμοί με τους οποίους συνεργάζομαι ανέλαβαν ήδη τη μνημόνευση της επετείου. Δεν μοιάζουν να θέλουν να κρύψουν ή να αποσιωπήσουν αυτή την ήττα.
– Κρύβεται ένα τόσο καθοριστικό γεγονός; Που μάλιστα σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας; Για τη Μεγάλη Ιδέα λένε συμβατικά ότι ξεκίνησε με τον Κωλέττη το 1844. Κατά τη δική μου άποψη, εντάχθηκε στην Επανάσταση από την αρχή. Υπήρχε ακόμη πιο πριν. Είναι έμφυτη και στη Φιλική Εταιρεία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το σχέδιο που είχαν ετοιμάσει οι Φιλικοί να πυρπολήσουν τον Οθωμανικό Στόλο στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης και να καταλάβουν την Πόλη. Με τα σημερινά δεδομένα, τα ονείρατα αποδείχτηκαν ανέφικτα, όμως η ιδέα έμεινε «ζεστή» μέχρι το 1922. Το άλλο μεγάλο ορόσημο. Πέρασε ένας αιώνας από το 1821 με τη διάψευση των ονείρων. Είναι σημαντικό που θα μνημονευτεί. Η διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης είναι ο λόγος που χρειάζονται οι επέτειοι. Καμιά φορά πρέπει να μνημονεύουμε και τις ήττες για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
– Ποια η επιρροή της Κύπρου στα ιστορικά δρώμενα της Ελλάδας των δύο τελευταίων αιώνων; Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είμαι ειδικός στην ιστορία της Κύπρου. Αυτό που κατανοώ είναι ότι, καλώς ή κακώς, η Μεγαλόνησος έχει για γεωγραφικούς και γεωπολιτικούς λόγους πολύ διαφορετική ιστορία από την αιγαιοπελαγίτικη και τη Στερεά Ελλάδα. Πολλές φορές στη διάρκεια της ιστορίας ο κυπριακός ελληνισμός έπεσε θύμα των πράξεων και των διεκδικήσεων των μεγάλων. Η αυτοδιάθεση αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Αν δούμε την ιστορία στρογγυλεμένα κι από απόσταση δεν είναι περίεργο ότι οι Κύπριοι έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1960 για να αποκτήσουν αυτοδιάθεση. Με μοιραίες, δυστυχώς, συνέπειες που γνωρίζει όλος ο κόσμος και το Κυπριακό μένει άλυτο. Εμπλέκονται και ενδιαφέρονται οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας. Φαίνεται ότι η απόλυτα δικαιολογημένη θέληση του κυπριακού λαού και του ελληνισμού της Κύπρου δύσκολα θα βρει δικαίωση. Είναι ζήτημα διατήρησης των ισορροπιών ανάμεσα στις εξωτερικές δυνάμεις που καθεμιά διεκδικεί τα δικά της συμφέροντα.
– Ποια είναι η ιδιαιτερότητα της Κύπρου; Η Κύπρος από τα χρόνια της Επανάστασης είναι ενδεχομένως μετά την Πελοπόννησο η περιοχή με το μεγαλύτερο ποσοστό ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Δεν υπάρχουν ακριβείς στατιστικές για εκείνη την εποχή, αλλά πάνω- κάτω ήταν στο 80%. Στην Κρήτη, για παράδειγμα, ήταν γύρω στο 60% ή και λιγότερο. Η Κρήτη κατάφερε, μετά από τόσες επαναστάσεις, εξεγέρσεις, αιματοχυσίες, να γίνει τελικά μέρος του ελλαδικού κορμού. Στη Θεσσαλονίκη οι Έλληνες ήταν μειοψηφία το 1912 που ενώθηκε. Είναι η απόσταση. Δυστυχώς για τον ελληνισμό του νησιού, βρίσκεται πιο κοντά στην Τουρκία απ’ ότι στο ελλαδικό κράτος. Εντούτοις, αν δεν ήταν η ξεροκεφαλιά της αγγλικής αποικιοκρατίας η έκβαση θα μπορούσε να ήταν διαφορετική.
– Θα μπορούσε, λέτε; Αν συγκατάνευε η Βρετανία στον Μεσοπόλεμο να γίνει η Ένωση δεν θα υπήρχε η παραμικρή αντίρρηση από την Τουρκία. Η Κύπρος τότε βρισκόταν εντελώς έξω από τις επιδιώξεις της Τουρκικής Δημοκρατίας του Ατατούρκ. Παρέμεινε έτσι με συνέπεια μέχρι το 1955. Δυστυχώς, φταίει ένα πρόσωπο: ο τότε ΥΠΕΞ του Ηνωμένου Βασιλείου Χάρολντ ΜακΜίλαν –μετέπειτα πρωθυπουργός. Αυτός πήρε επίτηδες την πρωτοβουλία να ελκύσει το ενδιαφέρον της τουρκικής κυβέρνησης για τη μειονότητα της Κύπρου, ως αντίβαρο για την ΕΟΚΑ. Αποδείχτηκε το καθοριστικό κακό. Μπορούμε να πούμε πολλά για την Αγγλοκρατία, τα κακά ή τα καλά της, αλλά εδώ μιλάμε για μια ξεκάθαρη ευθύνη που αποδίδεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο.
– Υπάρχουν λόγοι που ο μέσος Έλληνας γνωρίζει ελάχιστα για την ιστορία της Κύπρου; Είναι τρομερό πόσο λίγα γνωρίζει ο μέσος Έλληνας και για την ιστορία της Ελλάδας. Για τη Χούντα, τον Εμφύλιο, τον Βενιζέλο. Η πραγματικότητα είναι ότι την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας την πλήρωσε η Κύπρος.
– Ως μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας, πού αποδίδετε την κάμψη που διαπιστώνεται σήμερα; Είναι αναμενόμενο, γιατί κάθε λογοτεχνική γενιά αντικαθιστά την προηγούμενη. Ονόματα που θεωρούνται μεγάλα σε μια γενιά παρακάμπτονται στην επόμενη κι επιστρέφουν στη μεθεπόμενη. Τώρα είναι ο Καβάφης της μόδας, αναγνωρισμένος και αγαπητός σε όλο τον κόσμο. Αντίθετα, η λεγόμενη γενιά του ’30 περνά στη σκιά- ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ακόμη κι ο Ρίτσος. Μένει να δούμε ποιοι θα βγουν στο προσκήνιο και πότε.
– Ως διαπρεπής «σεφερολόγος», ενοχλείστε από την ιδέα ότι ο Σεφέρης περνά στη σκιά; Είναι ένα μόνιμο άγχος. Σε αγγλική μετάφραση έχει ήδη εξαφανιστεί. Ακόμη και πριν από 25 χρόνια που έγραψα τη βιογραφία για τον Σεφέρη (σ.σ. «Γιώργος Σεφέρης: περιμένοντας τον Άγγελο») δυσκολεύτηκα να βρω αγγλικό εκδοτικό οίκο να την αναλάβει. Και δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, παρά τις θετικές κριτικές. Στην Αθήνα, βέβαια, έγινε μπεστ σέλερ και υπάρχει ενδιαφέρον για επανέκδοση. Είναι ενθαρρυντικό ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα δεν τον ξέχασαν. Είναι εντυπωσιακό ότι δεν ξεχνούν τον Σεφέρη ειδικά εδώ στην Κύπρο. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σύνδεση.
– Υπό ποιες προϋποθέσεις θα περιμένατε ουσιαστικές εξελίξεις για το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα; Εδώ και χρόνια επιμένω να μην παίρνω θέση δημόσια για το θέμα, παρόλο που το έκανα μάθημα στο πανεπιστήμιο αναδεικνύοντας τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών. Ως δάσκαλος, στόχος μου είναι να παραμείνω ουδέτερος, ανεξάρτητα από τις προσωπικές μου πεποιθήσεις. Εν πάση περιπτώσει, με τη συντηρητική κυβέρνηση που έχουμε σήμερα στη Βρετανία δεν προβλέπω να υπάρχουν σύντομα εξελίξεις. Για το απώτερο μέλλον ένας Θεός το ξέρει.
* Ο καθηγητής Ρ. Μπίτον βρέθηκε στην Κύπρο ως φιλοξενούμενος της Λεβεντείου Πινακοθήκης όπου έδωσε διάλεξη με θέμα «Το ’21 και ο ευρωπαϊκός φιλελληνισμός».
Φιλελεύθερα, 24.10.2021