Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη δεν επιτρέπει στον εαυτό της να αποχωριστεί το θέατρο.
Τον Οκτώβριο του 1962, σε μια ολότελα άλλη εποχή, έκανε την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή στο κλασικό μουσικοθεατρικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού». Έξι δεκαετίες αργότερα, η σπουδαία θεατράνθρωπος σκηνοθετεί και παίζει σε μια σπονδυλωτή παράσταση μέρος της οποίας είναι το εμβληματικό αυτό έργο, ενώ με την επιλογή των κειμένων αποτίει φόρο τιμής και στον άλλο μεγάλο και ακριβό της φίλο, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, γενάρχη του νεότερου ελληνικού θεάτρου. Με άξονα τη μεταπολεμική περιπέτεια της Ελλάδας, συνδιαλέγεται με δυο παγκόσμιους πνευματικούς δημιουργούς σε μια κρίσιμη, όπως σημειώνει, συγκυρία. Μ’ αυτή την αφορμή, ανοίγει την καρδιά της μαζί με το «μαγικό κουτί» της μνήμης και μοιράζεται προσωπικά βιώματα.
– Είχατε συμμετέχει και από την πρώτη παράσταση με το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» τον Οκτώβριο του 1962. Τι θυμάστε; Έκανα ποδαρικό στην επαγγελματική σκηνή. Είχα μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη, ο οποίος θα σκηνοθετούσε το έργο για το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο. Tο τραγούδι ήταν ενταγμένο εν είδει ιντερμεδίου. Καθώς κυλούσε η δράση, έμπαινε ξαφνικά στη σκηνή μια μάνα αλλοπαρμένη από τον θάνατο του παιδιού της, κάτι σαν κορυφαία του Χορού που τραγουδούσε κι όλη η γειτονιά μαζεύεται γύρω της.
– Από τον πρώτο σας κιόλας επαγγελματικό ρόλο υποδυθήκατε μια πονεμένη μάνα; Φανταζόσασταν τότε ότι θα ακολουθούσαν η Γρούσα, η Μάνα Κουράγιο, η Εκάβη, η Ρόουζ και τόσες άλλες; Ναι, τον πήρα… εργολαβικά τον ρόλο. Κι η αλήθεια είναι ότι από τη σχολή ακόμη έκανα τέτοιου είδους μελέτες. Έτσι με εμπιστεύτηκε ο δάσκαλος κι ο Κατράκης. Κι έτσι γνώρισα και τον Μίκη με τον οποίο έκτοτε πορευτήκαμε μαζί. Ήμουν και σε μερικές συναυλίες, τότε που μόλις είχε έρθει από το Παρίσι κι ήταν πάνω στα άλμπουρά του. Είχε παρουσιάσει ήδη τις πρώτες του συνθέσεις πάνω στον Ρίτσο, τον Σεφέρη. Του άρεσε η φωνή μου. Όμως εκείνη την εποχή είχα κάνει ακρόαση στον Κάρολο Κουν και με πήρε στο Θέατρο Τέχνης, θέτοντάς μου το δίλημμα: ή συναυλίες ή θέατρο.
– Ήταν δύσκολο δίλημμα; Δεν το σκέφτηκα πολύ. Είχα ήδη αποφασίσει ότι το θέατρο είναι ο δρόμος και ο προορισμός μου. Δεν ήταν καν δίλημμα για μένα.
– Έχετε φανταστεί ποτέ τον εαυτό σας επαγγελματία τραγουδίστρια; Δεν αποκλείεται να είχα κάποιο μέλλον, ειδικά εφόσον ξεκινούσα κοντά στον Μίκη. Όμως το θέατρο ήταν αδιαπραγμάτευτα προτεραιότητά μου. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια των 50-60 ετών που είμαι στο σανίδι είχα την ευκαιρία να τραγουδήσω σπουδαία τραγούδια επί σκηνής. Πρώτα και κύρια, Μπρεχτ. Αλλά και μοιρολόγια σε τραγωδίες από συνθέτες όπως ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης.
– Πόσο στενή ήταν η σχέση με τον Μίκη Θεοδωράκη; Στην αρχή ήμασταν και γείτονες, έμενε κι αυτός στη Νέα Σμύρνη. Μετά τις πρόβες στο Θέατρο Καλουτά στην Πατησίων, με συνόδευε στο σπίτι και μετά πήγαινε κι εκείνος στο δικό του. Αργότερα πήγαινα και τον έβλεπα όταν μετακόμισε σ’ εκείνο το σπουδαίο διαμέρισμα απέναντι από την Ακρόπολη.
– Τι θυμάστε από την τελευταία σας επικοινωνία; Πώς υποδέχτηκε την πρόθεσή σας να κάνετε αυτή την παράσταση; Ήταν τον περασμένο Μάιο. Το μυαλό του ήταν ωκεανός μέχρι την τελευταία στιγμή. Ταξίδευε με ακρίβεια και ταχύτητα μπρος- πίσω και μάλιστα με συνειρμούς. Είχαμε πια συμφωνήσει κι είχε ενθουσιαστεί και συγκινηθεί. Ήταν και σε μια ηλικία που ήταν πια ευσυγκίνητος. Μ’ ευχαρίστησε και μου είπε «προχώρα, μ’ ενθουσιάζει η σκέψη κι ότι θέλεις είμαι στη διάθεσή σου να βοηθήσω». Έμελλε να φύγει μόλις ενάμιση μήνα πριν από την πρεμιέρα. Δεν έχω απλώς τη συγκατάθεσή του Μίκη, αλλά και την ευχή του. Πολύ θετική ήταν κι η κόρη του Ιάκωβου, το Κατερινάκι.
– Πώς συνδεθήκατε με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη; Κάναμε πολλά έργα του, ειδικά στην Κύπρο. Με πρώτη την «Αυλή των Θαυμάτων» στον ΘΟΚ το 1972. Στην Αθήνα είχαμε κάποιες τυπικές καλημέρες και καλησπέρες, συναντιόμασταν τυχαία ή όταν πηγαίναμε να τον ακούσουμε σε κάποια διάλεξη. Από την ημέρα που ήρθε στην Κύπρο όμως, άρχισε να εδραιώνεται μια βαθιά φιλία που συνεχίστηκε μέχρι τέλους. Συναντιόμασταν συχνά στο σπίτι του στην Κυψέλη για ατέλειωτες συζητήσεις- κατοικούσε στην οδό Λευκωσίας και μας το είχε επισημάνει από την πρώτη μέρα. Βρισκόμασταν και στα ταβερνάκια, του άρεσε η παρεΐτσα. Ήταν χειμαρρώδης ο λόγος του και πολύ λεπτομερείς και παραστατικές οι αφηγήσεις του. Εντούτοις, ποτέ -ούτε μια φορά- δεν μας μίλησε για το Μαουτχάουζεν.
– Τον ρωτούσατε και το απέφευγε; Δεν τολμούσαμε να τον ρωτήσουμε γιατί ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να μιλήσει. Ό,τι ήταν να πει το είπε στο περίφημο βιβλίο του.
– Είναι αυτή η παράσταση κάποιο χρέος στον Καμπανέλλη και τον Θεοδωράκη; Έχω διδαχτεί από πολλούς πνευματικούς ανθρώπους, αλλά οι αυτοί δύο σφράγισαν την πορεία μου, τη ζωή μου, την ψυχή μου, το πνεύμα μου. Έτσι, κάπου βαθιά μέσα μου ένιωθα ότι είχα ένα χρέος. Χρέος θεληματικό, όχι τυπικό. Ωστόσο, δεν κάνουμε μια παράσταση- μνημείο, μόνο για «προσκύνημα». Έχει λόγο ύπαρξης και επίκαιρα μηνύματα. Άξονας είναι η περιπέτεια του ελληνισμού. Ένιωσα ότι έπρεπε να παρουσιάσουμε μια τέτοια παράσταση μέσα στους άθλιους καιρούς που ζούμε. Όσο διάβαζα τα κείμενα διαπίστωνα πως ό,τι θέλω να πω και να μεταδώσω αυτή την εποχή περιέχεται εκεί. Η σκέψη μου «παντρεύτηκε» τα έργα των δύο αυτών μεγάλων ανδρών.
– Θα τραγουδήσετε αυτή τη φορά; Όχι εγώ. Θα ερμηνεύσει η Χριστιάνα Λάρκου που έχει περίφημη φωνή. Όλα τα παιδιά έχουν, εδώ που τα λέμε. Είναι επιλεγμένα με αυτό το κριτήριο. Όταν πας να πεις τραγούδια του Μίκη πρέπει να έχεις φωνή. Και φωνή ιδιαίτερη. Είμαι ευχαριστημένη από τα παιδιά γιατί ακολούθησαν τη σκέψη και τον στόχο μου, δουλέψαμε πολύ και με τον μουσικό μας τον Σάββα Σάββα.
– Η σκηνοθεσία σας εξιτάρει το ίδιο με την υποκριτική; Για να κάνω μια σκηνοθεσία πρέπει να τη θέλω. Γι’ αυτό ποτέ δεν κάνω κάτι αν δεν είμαι σίγουρη ότι θα κάνω αυτό που έχω μέσα στο κεφάλι μου. Κι επειδή είμαι πρώτιστα ηθοποιός, πάντα σκηνοθετώ από τον δρόμο της υποκριτικής. Αυτό που θα έκανα εγώ, προσπαθώ να το μεταφέρω στον ηθοποιό. Επιμένω πολύ και προσπαθώ να εμβαθύνω, να δικαιολογώ τα πάντα. Δεν αφήνω τίποτε να αιωρείται.
– Είναι και διδασκαλία η σκηνοθεσία; Εκ των πραγμάτων. Ειδικά όταν είμαι τόσο χρονών γυναίκα κι έχω μπροστά μου νέα παιδιά. Καταρχήν, τους εξηγώ γιατί το θέλω έτσι κι όχι αλλιώς. Αυτό είναι το άπαν.
– Το έκαναν κι οι δικοί σας δάσκαλοι; Ο Κατσέλης, ο Κουν…; Φυσικά. Δεν έλεγαν «το θέλω έτσι». Πάντα ακολουθούσε ένα «διότι». Και καταλάβαινες γιατί το ήθελαν έτσι. Αν κάνεις κάτι μηχανικά, χωρίς να το εμπεδώνεις και να το τεκμηριώνεις μέσα σου, δεν βγαίνει. Αυτές οι λεπτομέρειες συνθέτουν ένα ομοιογενές σύνολο με κοινό στόχο.
– Υπάρχει κάποιος ρόλος που νιώθετε ότι σας έχει διαφύγει; Δεν έχω παράπονο, έχω κάνει πολλά πράγματα. Ποτέ δεν μπορείς να τα κάνεις όλα. Όσα μου διέφυγαν λόγω συγκυρίας δεν τα σκέφτομαι. Δεν βαριέσαι; Από εδώ και πέρα μπορώ να κάνω ρόλους που ταιριάζουν με την ηλικία μου. Για λίγο καιρό ακόμη, όσο αντέχει το μυαλό μου.
– Γιατί για λίγο; Εγώ μια χαρά σας βλέπω… Κοιτάξτε, δεν μπορώ να σέρνομαι στη σκηνή. Προς το παρόν είμαι ακμαία και τους «τρομάζω» τους μικρούς.
– Ποιο είναι το μυστικό αυτής της ακμαιότητας; Είναι τεχνική; Χάρισμα; Προσήλωση; Την τεχνική την απέκτησα μετά από τόσες δεκαετίες. Με βοηθά πολύ, βέβαια. Αυτό που υπάρχει μέσα μου διατηρείται ακόμα. Είναι σαν εσωτερική διάθεση, ένας ρυθμός που έχει ο ηθοποιός. Το βάρος της ηλικίας δεν μείωσε τους εσωτερικούς μου ρυθμούς.
– Είναι αυτό που λέμε «φλόγα»; Πείτε το κι έτσι, δεν ξέρω. Εγώ αναφέρομαι στη σκηνική λειτουργία. Να ανταποκρίνομαι εσωτερικά στο αίτημα του ρόλου. Δεν έχει σημασία αν κάθομαι. Το ζήτημα είναι ο εσωτερικός ρυθμός, να μπορώ να τον ελέγξω και να τον διαχειριστώ. Όσο υπάρχει αυτό μέσα μου κι όσο έχω ακόμη τη διανοητική διαύγεια, μπορώ να συνεχίσω. Εκείνο που με διατηρεί, πάντως, είναι η διαρκής σχέση με το θέατρο. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να το αποχωριστεί. Ξέρω ότι αν το αφήσω, θα συντομεύσω τον χρόνο μου. Γι’ αυτό είμαι ενεργή και με τη σχολή, μ’ ενδιαφέρει να μεταδίδω κάτι στα νέα παιδιά. Αλλά είμαι και στο σπίτι δραστήρια.
– Δηλαδή, τι κάνετε; Μαγειρεύω, ράβω, ασχολούμαι με το νοικοκυριό. Επίσης, ασκούμαι γιατί πρέπει να συντηρώ τη δυναμική των ποδιών μου.
– Κάποιος που σας παρακολουθεί, μπορεί να πει ότι σκηνικά έχετε φοβερή αίσθηση του χώρου… Να, όμως, που είχα ένα ατύχημα πριν από μερικά χρόνια.
– Πότε έγινε αυτό; Ανεβάζαμε την «Ηλέκτρα την Τρίτη» της Κάκιας Ιγερινού στις αρχές του 2018. Είχα μετρήσει στο ακέραιο τις διαστάσεις της σκηνής, επειδή προβλεπόταν να κάνω και μερικά βήματα όπισθεν. Όμως, όταν πήγαμε στη Λεμεσό το εμβαδόν ήταν μεγαλύτερο, δεν υπολόγισα σωστά τα πίσω βήματα, σκάλωσε η φτέρνα στο σκαλοπάτι κι έφυγα ανάσκελη. Για να μη σπάσω την πλάτη, έβαλα το χέρι κι έσπασε. Μετατοπίστηκε η κερκίδα κοντά στον καρπό.
– Και τι κάνατε όταν έσπασε; Τι να κάνω; Συνέχισα με το χέρι κρεμάμενο. Στο διάλειμμα με βρήκε μια θεατής που έτυχε να είναι γιατρός και μου είπε ότι πρέπει να το δέσει. Το κρέμασα μ’ ένα σάλι κι όταν πια τελείωσε η παράσταση, πήγα στις πρώτες βοήθειες. Ο γιατρός προσπάθησε να το βάλει στη θέση του, αλλά δεν μπήκε. Έσπασε το κόκαλο. Εισηγήθηκε να κάνω εγχείρηση, αλλά λόγω ηλικίας το απέφυγα.
– Μα, καλά, δεν προέχει η υγεία; Θα ήταν το τέλος του κόσμου αν διακόπτατε την παράσταση για να πάτε στο νοσοκομείο; Το θέατρο ήταν γεμάτο. Ν’ άφηνα έτσι 400-500 άτομα που ήρθαν να μας δούν επειδή έσπασε το χέρι μου; Αν πέθαινα, εντάξει, να διακόψουμε. Αλλά για ένα σπασμένο χέρι;
– Αν με ρωτάτε, ένα σπασμένο χέρι είναι επαρκής λόγος να διακόψει κανείς μια παράσταση. Είναι το θέατρο πιο σημαντικό από τη ζωή; Είναι το επάγγελμά μας τέτοιο. Στην οικογένειά μου τουλάχιστον έχουμε περάσει μεγάλες δοκιμασίες αυτού του τύπου. Οι περισσότεροι θάνατοι συνέβησαν εν τη απουσία μου. Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1996 βρισκόμουν στην Αθήνα κι έπαιζα στο «Χάρολντ και Μωντ» όταν η μάνα μου πέθανε στην Κύπρο. Ήρθα και την έθαψα πέντε μέρες αργότερα. Όταν πέθανε η μάνα του Στέλιου, ο Κουν δεν μπορούσε να τον αντικαταστήσει και δεν κατάφερε να πάει στην κηδεία. Το 1983, όταν έφυγε τόσο αναπάντεχα ο κουνιάδος μου ο Βλαδίμηρος, ήμουν στην Ελλάδα για δουλειά. Ο Στέλιος μού το γνωστοποίησε μόνο αφού τον θάψανε. Έτσι, με ξενίζει στις μέρες μας να κάνω πρόβα και να μου τηλεφωνεί η νεαρά ηθοποιός να μου πει λ.χ. ότι την έπιασε ευκοιλιότητα. Στάξε λεμόνι σε μια κουταλιά καφέ, κορίτσι μου, πιες το κι έλα.
– Όπως το θέτετε, η δουλειά ιεραρχείται πάνω απ’ όλα… Πάνω απ’ όλα το θέατρο με κρατάει ακμαία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσφέρω τον χρόνο μου στα παιδιά, τα εγγόνια μου. Κι η ιδιωτική ζωή μού προσφέρει ακμαιότητα. Με αναζωογονεί να έρχονται τα εγγόνια να μου πουν τα νέα τους. Σήμερα, σηκώθηκα το πρωί, έφτιαξα μουσακά, έβαλα το ταψί στον φούρνο. Μέχρι να κάνω 1-2 δουλειές και να ετοιμαστώ το φαΐ ήταν έτοιμο. Το βράδυ έχω γενική πρόβα. Είναι και θέμα οργάνωσης, θέμα κατανομής και τακτοποίησης του καθημερινού χρόνου. Πάντως, δεν θα πω ποτέ μεγαλόστομα ότι το θέατρο είναι η ζωή μου.
– Μα είναι αλήθεια αυτό! Δεν χρειάζεται να το πείτε… Είναι το επάγγελμά μου. Το υπηρετώ με ενθουσιασμό, αφοσίωση, μεράκι και υπευθυνότητα. Όταν με ρωτούν «τι επαγγέλλεστε;» απαντώ «ηθοποιός». Αυτό σπούδασα. Η συνέπεια είναι μέρος της δουλειάς, τι να κάνουμε; Είναι ένα ιδιαίτερο επάγγελμα, με αλλοπρόσαλλα ωράρια, ιδιάζουσες απαιτήσεις. Είναι λίγο αργά για ν’ αλλάξω δουλειά…
– Έχετε φανταστεί το ιδανικό αντίο στο σανίδι; Αν εννοείτε κάποιον συγκεκριμένο ρόλο, όχι. Στο μυαλό έχω μόνο την επόμενη δουλειά, τον επόμενο ρόλο. Ποτέ δεν σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι ο τελευταίος. Σίγουρα κάποιος θα είναι όντως ο τελευταίος. Αλλά δεν πρόκειται να κάνω κάποια πανηγυρική ή τιμητική εμφάνιση, όπως οι ποδοσφαιριστές που κρεμάνε τα παπούτσια τους- αν αυτό με ρωτάτε. Δεν κατηγορώ τους ποδοσφαιριστές, χαλάλι τους. Λατρεύω το ποδόσφαιρο και παρακολουθώ κιόλας. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί το επόμενο έργο να είναι το τελευταίο μου, όμως ελπίζω ότι θα είμαι ακόμη πλήρως δοσμένη κι επί των επάλξεων.
– Είστε άνθρωπος που νοσταλγεί; Πολύ. Η νοσταλγία με τρέφει. Όποτε πηγαίνω στην Ελλάδα, κάνω «προσκύνημα» στη γειτονιά μου στη Νέα Σμύρνη. Η βόλτα με γιατρεύει. Ταξιδεύω σε μια εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί. Είναι μια μεγαλούπολη πλέον, τότε ήταν ένα χαριτωμένο προσφυγικό προάστιο με μονοκατοικίες, κήπους και νεραντζιές στα πεζοδρόμια. Συναναστρεφόμουν με κιμπάρηδες Σμυρνιούς που έκαναν παρέα με τον ψάλτη πατέρα μου. Ο μπαμπάς σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Πόλη κι όταν ήρθε στην Ελλάδα έγινε πρωτοψάλτης στην Αγία Φωτεινή και την Αγία Παρασκευή στη Νέα Σμύρνη. Λόγω αυτής της ιδιότητας, ήταν υπεράνω υποψίας και δεν μπήκε στο στόχαστρο των δεξιών. Το σπίτι μου σήμερα είναι βενζινάδικο.
– Τι θυμάστε από τα πρώτα χρόνια; Εκεί στο σπίτι γεννήθηκα, το 1941, με μαμή. Μεγάλωσα μέσα στην κατοχή και τον εμφύλιο. Θυμάμαι ένα περιστατικό όταν άκουσα μια μέρα τη μαμά να κλαίει. Ήταν στο χολ με τον μπαμπά στο σπιτάκι μας. Πήγα να δω και αποτύπωσα ακριβώς στη μνήμη το εξής ενσταντανέ: να βγάζει τη βέρα της. Την έδινε στον μπαμπά για να την πουλήσει σε μαυραγορίτες να πάρουμε κάτι να φάμε. Το σπίτι είχε αδειάσει από τα προικιά της.
– Άρα είναι και μια τραυματική περίοδος της ζωής σας; Σκληρά χρόνια. Είχε όντως πολλά τραύματα. Η πρώτη κηδεία που είδα στη ζωή μου ήταν μιας έφηβης κοπελίτσας, της Φανούλας, που έφυγε από φυματίωση. Υπήρχε φτώχεια, πείνα, ανέχεια, εξαθλίωση, διωγμοί.
– Αντιμετώπισε διωγμούς και η οικογένειά σας; Ένα βράδυ, γύρω στο 1947, ήμασταν με τη μάνα μου μόνες στο σπίτι. Ο μπαμπάς έλειπε γιατί όταν δεν προλάβαινε το κέρφιου αναγκαζόταν να μείνει κάπου αλλού. Κάποιος βροντάει την ξύλινη εξώπορτα κι η μαμά ανοίγει το παραθυράκι και βλέπει έναν αξιωματικό τύφλα στο μεθύσι με χακί χλαίνη και δίκοχο κι από πίσω του στρατιώτες. Εθνοφύλακες τους λέγανε κι εγώ τους αποκαλούσα «εχνοφύλακες»- έτσι το ‘πιασε το αυτί μου. «Πού είναι ο άντρας σου;» Η μαμά τα κακάρωσε. «Δεν είναι εδώ». «Πού είναι;» «Δεν ξέρω, άργησε». Του γυάλισε φαίνεται η μαμά που ήταν νέα γυναίκα, ωραία και νιόπαντρη κι επέμενε να μπει. Δεν του άνοιγε και τότε εκείνος έδωσε μια κλοτσιά της πόρτας που πήγε κι ήρθε. Η μαμά φοβήθηκε και άνοιξε. Εγώ χώθηκα στην αγκάλη της, το κεφαλάκι μου έφτανε μέχρι τη μέση της. Αυτός ο κερατάς έβγαλε την ξιφολόγχη, την έβαλε στον αφαλό μου κι είπε της μάνας μου: «αν δεν μου πεις πού είναι ο άντρας σου θα την τρυπήσω». Εκείνη έκλαιγε, δεν ήξερε- αλλά και να ‘ξερε τι θα έλεγε; Τα στρατιωτάκια που ήταν ξεμέθυστα της έκαναν νόημα και τελικά δεν ξέρω ποιος κατέβηκε από τον ουρανό και κατάφεραν τελικά να τον απομακρύνουν. Κλείσαμε την πόρτα και ησυχάσαμε.
– Πώς διαχειριστήκατε μια τόσο έντονη εμπειρία; Μέχρι και πριν από κάποια χρόνια, σε ώριμη πλέον ηλικία, έβλεπα συχνά έναν εφιάλτη: ότι κάποιος με κάρφωνε στην κοιλιά και ξύπναγα τρομαγμένη. Δεν πήγαινε το μυαλό μου. Μια μέρα καθίσαμε να πιούμε καφέ με τη μάνα μου και της είπα ότι είδα πάλι εκείνο το όνειρο. Και μου λέει «ξέρεις τι είναι αυτό; Ο εχνοφύλακας!» Δεν το είχαμε συζητήσει ποτέ μέχρι τότε. Από τη μέρα εκείνη, δεν ξαναείδα το όνειρο. Ήταν κάτι που είχε φορτώσει το υποσυνείδητό μου μέχρι που εκτονώθηκε.
– Ο ηθοποιός αντλεί από τις τραυματικές εμπειρίες; Η υποκριτική είναι κατά μια έννοια και αυτοψυχανάλυση. Τα βιώματά μας είναι ο πλούτος μας. Ένα αρχείο μέσα μας στο οποίο ανατρέχουμε ανά πάσα στιγμή για τον εκάστοτε ρόλο. Το ζήτημα είναι ότι η γενιά μου έχει πολλά βιώματα. Εικόνες και ήχους. Τα ζήσαμε στο πετσί μας. Κι έχουμε και πολλά αναγνώσματα.
– Γιατί έχουν ξεφτίσει οι ιδέες στην εποχή μας; Όπως διαγράφεται το τοπίο στον κόσμο, φαίνεται ότι οι αγώνες που έκανε ο εργάτης πήγαν στράφι. Ο άνθρωπος είναι πάλι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Περισσότερο από τις ιδέες, έχουν ξεφτίσει οι πράξεις. Δεν βλέπω κοινούς αγώνες, παρά μόνο βόλεμα και σιωπή. Είναι φόβος ή απλή αδιαφορία; Ή μήπως οφείλεται σε έλλειμα αλληλεγγύης; Πάντως, έχουν εκλείψει τα μεγάλα νοήματα, οι αρχές κι οι αξίες. Ποιος θα σου επιτρέψει να παλέψεις για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα; Η αυτοκρατορία του χρήματος; Οι νομιμοφανείς καταχραστές που ελέγχουν τα πάντα; Πόνο αισθάνομαι, γιατί εμείς τουλάχιστον κάναμε μια πορεία, περάσαμε μέσα από αγώνες, πήραμε μια γεύση από τους καρπούς των αγώνων. Φοβάμαι ότι θα κλείσω τα μάτια και θ’ αφήσω πίσω μου ένα τεράστιο χάσμα. Πού θα πάνε τα εγγόνια μας; Θα πέσουν μέσα;
* «Ποτέ πια!… Ώρα καλή!…», Πάνω Σκηνή Σατιρικού Θεάτρου, κάθε Παρασκευή & Σάββατο στις 8.30μ.μ. και Κυριακή στις 7.30μ.μ. μέχρι 7/11, 22312940