«Κωστής Παλαμάς– Οι μούσες που αγάπησα» σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Βαλτινού. 

Αν έπρεπε οπωσδήποτε να ενταχθεί στο φετινό πρόγραμμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια μια παραγωγή που να κλείνει το μάτι και να κλίνει το γόνυ στα 200 χρόνια από την Ελληνική Παλιγγενεσία κι εγώ αν ήμουν στη θέση του Άντη Παρτζίλη θα επέλεγα μια πρόταση για τον Κωστή Παλαμά, εφόσον ήταν διαθέσιμη. Σίγουρα θα την προτιμούσα, σε σχέση με μια πιο «θεματική», πανηγυρική παράσταση με ατόφια επετειακό χαρακτήρα όπως λ.χ. το λαϊκό ορατόριο «Παλιγγενεσία- Η Επανάσταση στη Ρούμελη το 1821» που περιόδευσε στη Στερεά Ελλάδα ή το μουσικοθεατρικό αναλόγιο «Ελπίς πατρίδος», δύο παραγωγές στις οποίες επίσης συμμετέχει το τελευταίο διάστημα ο Γρηγόρης Βαλτινός.

Κι αυτό γιατί αν υπάρχει ένας λογοτέχνης που με το έργο του σφράγισε την ελληνική ποίηση στη διακοσιετηρίδα, τέμνωντας όλα της σχεδόν τα σημαντικά ορόσημα, αυτός είναι σίγουρα ο Παλαμάς. Παίρνοντας τη σκυτάλη από την Επτανησιακή Σχολή, τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Βαλαωρίτη έθεσε τα θεμέλια και καθόρισε την εξέλιξη της ποίησης, ως αντιπροσωπευτικού στοιχείου της πολιτιστικής ταυτότητας του νεοσύστατου κράτους. Ανανέωσε τον διάλογο με τα λογοτεχνικά ρεύματα στην Ευρώπη (παρνασσισμός, συμβολισμός, ρεαλισμός). Αλλά κυρίως βίωσε τις κοσμογονικές αλλαγές στη γλώσσα και τη γεωγραφία. Ακόμη κι αυτός ο θάνατός του, τον Φεβρουάριο του 1943, αποτέλεσε κρίσιμο σταυροδρόμι από λογοτεχνικής και ιστορικής απόψεως. Από εκεί και πέρα το άστρο του άρχισε κάπως να ξεθυμαίνει, αφήνοντας τον τίτλο του «εθνικού ποιητή» αποκλειστικά στον προσφιλή του Διονύσιο Σολωμό, «υποβαθμιζόμενος» σε μείζονα. Εντάξει, δεν το λες και… κατάντια.

Είναι γεγονός ότι από σύγχρονους και μεταγενέστερους μελετητές ελέγχθηκε ως δύσληπτος, αντιφατικός, επιφανειακός και πομπώδης, ενώ ο ενίοτε έμπλεος πατριδολατρίας και αρχαιολατρίας λυρισμός του διχάζει μέχρι σήμερα το αναγνωστικό κοινό. Θεμιτή –αν και όχι πάντα- η αντιπαλαμική κριτική, εντούτοις είναι ανέφικτο να αμφισβητήσει κανείς τη λογοτεχνική του ολκή. Αυτή που τον έφτασε αρκετές φορές στο κατώφλι των Βραβείων Νόμπελ, που τον ανέβασε στις κορυφές του πεπρωμένου και τον ανέδειξε, κατά τον Γιώργο Θεοτοκά, στον ποιητή «που σκέπασε με τον ίσκιο του μισόν αιώνα της πνευματικής μας ιστορίας».

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την παραγωγή «Κωστής Παλαμάς– Οι μούσες που αγάπησα» ούτε για προχειρότητα, ούτε για ελαφρότητα. Είναι μια σοβαρή πρόταση, όπου ο Βαλτινός, ο οποίος ανέλαβε και τη σκηνοθεσία, συναντά επί σκηνής επτά «μούσες»: μια ηθοποιό (Αγγελική Πέτκου), μια ηθοποιό- χορεύτρια (Ευγενία Λιάκου) και πέντε μουσικούς (Έλενα Λεώνη)- τραγούδι, Στέλλα Τέμπρελη- βιολοντσέλο, Αριέττα Σαϊτά- βιολί, Βικτώρια Κυριακίδου- φλάουτο, Ιώ Κυριακίδου- πιάνο). Συναντά επίσης ένα κείμενο γραμμένο από μια έγκυρη φιλόλογο και έμπειρη συγγραφέα, την Αιγιώτισσα Μαρία Παναγιωτακοπούλου, ενώ ο εγνωσμένης αξίας συνθέτης Σάκης Παπαδημητρίου εγγυάται μια σφριγηλή μουσική πρόταση, με βάση δική του μελοποίηση πάνω σε ερωτικά ποιήματα. Επιπλέον, το σκηνικό χάρισμα του ηθοποιού, ο αέρας, το καλλιτεχνικό του ύφος έχει κάτι από το διώμα της παλαμικής ποίησης. Της ποίησης, όμως, όχι του χαρακτήρα του.

Προσωπικά, όταν αναλογίζομαι τον Παλαμά φέρνω στον νου τον πασίγνωστο ολόλευκο ανδριάντα που φιλοτέχνησε ο Βάσος Φαληρέας και τοποθετήθηκε στον κήπο του Πνευματικού Κέντρου Αθηναίων, ο οποίος ενίοτε πέφτει και θύμα βανδαλισμού από ασύνετους. Ο ποιητής απεικονίζεται καθιστός και σκεπτικός, με κεφάλι ασύμμετρα μεγάλο για να αποπνέει πνευματικότητα. Μια μορφή αιδέσιμη, σχεδόν αρχετυπική. Αυτή η -οπωσδήποτε εξιδανικευμένη- εικόνα απέχει παρασάγγας από το πορτρέτο του λυγερού, κοτσονάτου γερομουρντάρη με τα μεγάλα φρύδια που αποτυπώσε ο Γρηγόρης Βαλτινός.

Ακόμη όμως κι αν έπρεπε να εστιάσουμε οπωσδήποτε στην αναφαίρετη αυτή πτυχή της προσωπικότητας του ποιητή, που αδιαμφισβήτητα τροφοδοτούσε και ανατροφοδοτούσε την ποίησή του, νομίζω ότι στην αλέγκρα παράσταση υπογραμμίζεται πιο σχηματικά απ’ ότι πρέπει με αποτέλεσμα το οικοδόμημα να κλονίζεται από μια δραματουργική επιφανειακότητα. Η όποια δραματουργικότητα ρέπει προς την αθιβολή, ενώ η μάλλον συνειδητά βερμπαλιστική ερμηνευτική προσέγγιση από πλευράς του πρωταγωνιστή φλερτάρει μεν με το κοινό, αλλά στομώνει το σκηνικό αποτέλεσμα.

Στην προσπάθειά του να συναντήσει έναν πιο αισθησιακό Παλαμά, ο Βαλτινός προκαλεί σκηνική και αφηγηματική ανισορροπία. Οι σημαντικότεροι σταθμοί της διαδρομής του στην ποίηση και τη ζωή παρατίθενται σχεδόν εγκυκλοπαιδικά, ενώ πασίγνωστοι στίχοι λειτουργούν περισσότερο σαν εργαλεία σ’ αυτό το φλερτ. Αυτό φαίνεται κατά διαστήματα πως λειτουργεί κι αν η πλειοψηφία των θεατών απολαμβάνει το δρώμενο τότε εμένα κανονικά δεν θα έπρεπε να μου πέφτει λόγος. Είναι παροιμιώδες το επικοινωνιακό και υποκριτικό χάρισμα του καταξιωμένου ηθοποιού και μπορώ μέχρι ενός σημείου να καταλάβω και την αποδοχή της αίθουσας.

Κατά την προσωπική μου ωστόσο άποψη, από την αναζήτηση των μουσών λείπει το συμπαγές δραματικό στοιχείο που θα τεκμηρίωνε μια βαθύτερη αλλά και πιο αντιπροσωπευτική αποτύπωση του ψυχολογικού πορτρέτου του ερωτοπλάνταχτου ανδρός. Ειδικά, εφόσον, θεματικά το δρώμενο εστιάζει τόσο αδιάκριτα στην ιδιωτική ζωή του και την αυτοκαταστροφική αδυναμία του σε «βρυσομάνες» 40 χρόνια νεαρότερες. Αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη για μια βαθιά προσέγγιση, είναι απαραίτητη η εσωτερικότητα όταν μιλάμε για έναν τέτοιο ποιητή. Εδώ, όμως, ο δρόμος προς τον Παρνασσό δεν είναι ανηφορικός, όπως θα έπρεπε, αλλά επίπεδος. Για να μην πω οριακά κατηφορικός. Απαιτούνταν μια πιο «πνιχτή» μεγαλοπρέπεια.

Η πλατεία φυσικά δεν είχε κανένα πρόβλημα να αποθεώσει με χειροκροτήματα τις στιγμές εθνικής ανάτασης με την απαγγελία του «αυτό το λόγο θα σας πω δεν έχω άλλο κανένα,/ Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!» ή την κορύφωση με τον στίχο από τον επικήδειο του Σικελιανού «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!» με την τελετουργική κάλυψη του Παλαμά με την ελληνική σημαία. Ήταν σαν να καρτερούσε μόνο γι’ αυτές.

Φιλελεύθερα, 10.10.2021