Με αφορμή την πρόσφατα βραβευμένη ταινία της Γιάννας Αμερικάνου «.dog» στην οποία πρωταγωνιστεί, ο ταλαντούχος ηθοποιός δίνει μία από τις σπάνιές του πια συνεντεύξεις.

Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, ο σημαντικότερος Έλληνας ηθοποιός της γενιάς του, πέτυχε ό,τι άλλοι ηθοποιοί πασχίζουν για πολλά χρόνια: Να κάνει μεγάλο «κρότο» (για τους σωστούς λόγους), να αναγνωριστεί το αδιαμφισβήτητό του ταλέντο και να προκαλεί παράλληλα τον σεβασμό (πράγμα σπάνιο, στον συρφετό του καλλιτεχνικού κόσμου) μέσα από τη σιωπηλή -κυρίως απέναντι στα media- αλλά ακέραιη στάση του σε οτιδήποτε θεωρεί ο ίδιος πως τον πάει βαθιά, στον στενό πυρήνα των δημιουργημάτων-ηρώων του, που φαίνεται πως τους κουβαλάει μήνες πριν μέσα του – εξυπακούεται, λόγω της απόφασής του να εργαστεί πολύ σκληρά γι’ αυτό που αγαπάει. Αυτό το παρατηρεί κάποιος και στην βραβευμένη από το προηγούμενο Σάββατο, στο 20ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογραφικές Μέρες Κύπρος-2022, ταινία «.dog», μέσα από την «καθαρότητα» της ματιάς της Γιάννας Αμερικάνου, όπου υποδύεται έναν πατέρα-έφηβο, ανώριμο και κενό από αγάπη, αλλά και σε όλες τις άλλες σπουδαίες του δουλειές στο θέατρο και στον κινηματογράφο που προηγήθηκαν. Ταπεινός εκ φύσεως και μη κάνοντας χρήση του «μοιραίος και ωραίος» (αν και θα μπορούσε, μόνο το ευθύβολο και μελαγχολικό του βλέμμα αν κοιτάξει κανείς), ο Ανδρέας γνώριζε εξ’ αρχής της πορείας του πως ο δρόμος διαχείρισης του ταλέντου του θα ήταν στενός, δύσκολος, ίσως «μικρός» – αλλά μέγας επί της ουσίας! Ακολούθησε το ένστικτό του από το ξεκίνημά του – πολύ ορθά εν τέλει…Ο Θεός της Τέχνης ας συνεχίσει να τον φυλάει απ’ τα «σουξέ». 

– Πώς ήταν τα γυρίσματα για το «.dog» της Γιάννας Αμερικάνου, και γιατί πήρες την απόφαση να συμμετάσχεις σ’ αυτή την ταινία; Μου το πρότεινε η Γιάννα και μου άρεσε. Μεγαλώνουμε, μπήκα και σε μία άλλη ηλικιακή ομάδα και ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιζα έναν πατέρα – ήταν κάτι «καθαρό», μια ματιά της Γιάννας «καθαρή» κι είπα «ας το κάνω»· δεν το σκέφτηκα και πολύ. Είδα κάτι ωραίο, μίλησα με έναν άνθρωπο που από το πρώτο τηλεφώνημα, σε ένα πρώτο επίπεδο, κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί του κι είπα «πάμε να το κάνουμε!».

– Σημαίνουν κάτι για σένα τα βραβεία; Ή δεν σε αφορά αυτή η «εξωτερική» αντίδραση; Τα βραβεία δίνονται για κάποιο λόγο. Αν μια ταινία που παίζω πάρει ένα βραβείο ή εγώ πάρω ένα βραβείο ή ο σκηνοθέτης είναι κάτι ευχάριστο, γιατί σημαίνει πως κάποιοι αναγνώρισαν τη δουλειά που έγινε, ως κάτι καλό. Αλλά, πέρα από αυτό, δεν πιστοποιεί κάτι. Τα βραβεία είναι σαν μια γιορτή του σινεμά, η αφορμή για να έρθει κοντά ο κόσμος, να δούμε τι ταινίες γίνονται, να ανταλλάξουμε εμπειρίες. Τα βραβεία είναι και η πιστοποίηση μιας σκληρής δουλειάς που μπορεί να έγινε, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως εκείνος που δεν πήρε βραβείο δεν αξίζει. Γιατί μετά μπαίνεις σε μια λογική ανταγωνισμού, ενώ στην ουσία είναι συναγωνισμός· δεν ανταγωνίζεται η μία ταινία την άλλη. 

– Έπειτα από τόσες ταινίες -και σπουδαίες ταινίες!- νιώθεις πως έχεις μεγαλύτερη οικειότητα πια με την κάμερα; Ή ακόμη εκπλήσσεσαι; Κάθε φορά είναι κάτι διαφορετικό, κάθε φορά υπάρχει μια άλλη πρόκληση, κάθε φορά περιμένεις την κάμερα να έρθει κοντά για να δεις πώς «συμπεριφέρεται», τι γίνεται, όταν πια μπαίνεις στο ρόλο και στη συνθήκη του παιξίματος. Επειδή και χρειάζεσαι την κάμερα και σε χρειάζεται, έχει κάθε φορά μια «συμπεριφορά» ενδεχομένως άλλη. 

– Δίνεις πάντως την εντύπωση πως θέτεις πολύ αυστηρά κριτήρια για τις δουλειές στις οποίες επιλέγεις να συμμετάσχεις – δείχνεις να μην «ξοδεύεσαι» σε κάποιες που άλλοι ηθοποιοί ενδεχομένως να τις έκαναν για την επιβίωσή τους, σα να αντιστέκεσαι… Δεν έχει τεθεί τόσο μεγάλο θέμα επιβίωσης δικής μου. Δεν ξέρω, σε αντίθετη περίπτωση, αν είχα π.χ. ένα δάνειο, αν θα λειτουργούσα το ίδιο· μπορεί και να έκανα διάφορα. Η επιβίωση είναι πολύ σημαντικό πράγμα και πολύ καλός λόγος για να κάνεις οτιδήποτε από δουλειά. Απ’ την άλλη, δεν σημαίνει πώς όλες οι δουλειές που έχω κάνει μου έχουν αρέσει πολύ κι ούτε πετάω τη σκούφια μου με την κάθε μία. Έχω κάνει κι εγώ πράγματα που, ενδεχομένως, σε άλλη φάση, να μην τα έκανα. Γενικά, δεν νομίζω πως είναι κάποια στάνταρ κριτήρια αυτά που έχω κάθε φορά – παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε τι φάση βρίσκομαι, η διάθεσή μου, η επιθυμία μου.

– Δεν έχεις, επίσης, δελεαστεί από το λεγόμενο life style: Δεν φωτογραφίζεσαι συχνά, δεν δίνεις συνεντεύξεις, δεν πας σε κοσμικές εκδηλώσεις, δεν έχεις καν Instagram. Μοιάζεις να είσαι άλλου «κόσμου», σα να θες να είναι πολύ συγκεκριμένη η εικόνα σου και οι επιλογές που κάνεις… Όλο αυτό είναι άλλο πράγμα απ’ τη δουλειά. Επίσης, τα ‘χω κάνει όλα αυτά που μου αναφέρεις στο παρελθόν, απλώς δεν ήμουνα τόσο γνωστός όπως είμαι σήμερα, επειδή τότε έκανα κυρίως θέατρο – έχω κάνει πολλά για τα μέτρα μου. Αλλά και τότε είχα «αντίσταση»· σε κάθε δουλειά θα έδινα μία ή δύο συνεντεύξεις, δεν έδινα άπειρες. Εξάλλου, πόσο πια; Τι να πεις; Εγώ βαριέμαι κιόλας τους ανθρώπους -όποιοι και να ‘ναι, όχι μόνο ηθοποιοί- που είναι συνέχεια κάπου. Κάπως θέλει προστασία όλο αυτό και «οικονομία». Αν υπάρχει μια δουλειά, τότε ναι, να βγω και να δώσω μια συνέντευξη με όλη μου την καρδιά, καταλαβαίνω ότι αυτό πρέπει να επικοινωνήσει με τον κόσμο, θέλω κι εγώ να επικοινωνήσω με τον κόσμο, αλλά κάθε μέρα και συνέχεια να γίνεται αυτό, για ποιο λόγο;

– Σε θυμάμαι σε μια συνέντευξή μας, πριν από αρκετά χρόνια, στα πρώτα σου βήματα στο θέατρο, που είχαμε βρεθεί στην Ομόνοια, σε ένα café, και είχες μαζί σου τα ξυλοπόδαρά σου γιατί εργαζόσουν για παιδικά πάρτι παράλληλα. Πόσα άλλαξαν από τότε; Αυτό πρέπει να πηγαίνει πίσω 14 χρόνια (γελάει). Τότε έκανα την πρώτη μου ταινία θυμάμαι, έκτοτε θα ‘χω κάνει καμιά εικοσαριά – ναι, έχουν αλλάξει πολλά από τότε. 

– Σου λείπει καθόλου εκείνος ο παλιός σου εαυτός; Περνούσα δύσκολα, γενικά. Ταλαιπωρούμουν πολύ με τον εαυτό μου τότε, σε σχέση με τώρα. Οπότε δεν μου λείπει κάτι. Ίσως να αναπολώ εκείνη την ανεμελιά, εκείνον τον πρώτο ενθουσιασμό στα πράγματα, έτσι λίγο ως αίσθηση. Αλλά είμαι καλύτερα σήμερα, απ’ ότι ήμουνα τότε. Με πολλή σιγουριά το λέω αυτό. Σε όλα τα επίπεδα κιόλας: Και ψυχικά και πνευματικά και σωματικά και επαγγελματικά και συναισθηματικά και οικονομικά. Μου αρέσει η ζωή μου όσο μεγαλώνω!

– Με αφορμή και το «.dog», εσύ ήσουν ευτυχής στα παιδικά σου χρόνια, αλλά και από τη δική σου σχέση με τον μπαμπά σου; Ο μπαμπάς μου πάντοτε υπήρχε στη ζωή μου ως ένας άνθρωπος που ήθελε να μου γνωρίσει πράγματα, να μου γνωρίσει τη ζωή, του άρεσε να κάνω διάφορα εξωσχολικά, με παρακίνησε για τις Τέχνες, τον αθλητισμό, με πράγματα που με συντροφεύουν στη ζωή μου ακόμα και σήμερα. Εγώ ήμουν πολύ κλειστός ως παιδί. Είχα πάντα έναν παράλληλο κόσμο στο κεφάλι μου και δεν ξέρω πόσο καλά επικοινωνούσε με αυτόν που σε θέλει συνεπή -ό,τι και να ‘ναι αυτό, είτε λέγεται σχολείο, είτε λέγεται στίβος, είτε λέγεται θέατρο, είτε λέγεται μουσική-, αυτόν, δηλαδή, που φτιάχνεις εσύ στο μυαλό σου και ζεις συνεχώς ως παράλληλη πραγματικότητα, με την πραγματική πραγματικότητα. Εκεί, ενδεχομένως, να υπήρχε ένα χάσμα. Περισσότερο το θέμα μου ήταν πώς θα μπορέσω να καταλάβω τι γίνεται στην πραγματικότητα και όχι τόσο πολύ στην φαντασία μου. Και πολύ συχνά έπεφτα στο κενό ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο κόσμους. Ο μπαμπάς μου, λοιπόν, ήταν ένας άνθρωπος που μου «έδειχνε» προς τα κάπου, πέρα από τα της συνέπειας του σχολείου. 

– Προσπαθείς να μην είσαι τόσο εσωστρεφής πια; Προσπαθώ δεν προσπαθώ, είμαι αυτό που είμαι. Μπορείς να ξοδέψεις πολλή ενέργεια προσπαθώντας να γίνεις κάποιος άλλος από αυτό που είσαι, αλλά…Είμαι όσο εσωστρεφής είμαι. Αλλά προσπαθώ να είμαι περισσότερο «παρών» πια στα πράγματα. Που καμιά φορά σημαίνει κιόλας ότι κι η εσωστρέφεια πρέπει να επικοινωνεί με το γύρω περιβάλλον, και να επικοινωνεί στα ίσα, όχι αλλοιωμένη από ένα φίλτρο της δικής σου πραγματικότητας. Το δέντρο π.χ. που βλέπεις είναι ένα πολύ ωραίο δέντρο που στέκεται μπροστά σου και κοιτάς πόσο ωραία το κουνάει ο άνεμος, αλλά αν πας και περάσεις από κοντά του και αγκαλιάσεις τον κορμό του, υπάρχει περίπτωση να σου γδάρει το μέτωπο και να τρέχουν αίματα – αλλά είναι το ίδιο ωραίο δέντρο!

– Οι φίλοι σου ξέρουν τα μυστικά σου; Οι πολύ κοντινοί μου, ναι, τα ξέρουν όλα!

– Μετάνιωσες ποτέ που έγινες ηθοποιός στη διάρκεια αυτής της πορείας; Που δεν ακολούθησες τις σπουδές σου ως κοινωνικός λειτουργός; Το να πω «μετάνιωσα» σημαίνει πως θα ήμουν δυστυχισμένος, πως θα ήμουν σε έναν δρόμο που θα ένιωθα πως δεν είναι ο σωστός. Αυτό που κάνω είναι αυτό που είμαι. 

– Η αναγνωρισιμότητα σε φέρνει σε δύσκολη θέση; Αισθάνεσαι περίεργα π.χ. όταν σε κοιτάνε επίμονα; Είναι αναπόφευκτα μέρος της δουλειάς. Έχω αισθανθεί και άβολα. Πιο πολύ μου αρέσει όταν έρχονται άνθρωποι και με χαιρετάνε, που μου χαμογελάνε, που έχουν μια ζεστασιά και μια ανθρώπινη προσέγγιση, επειδή προφανώς με έχουν δει κάπου. Αυτό το διακριτικό «γεια σας», μπορεί να μου φτιάξει τη μέρα. Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι που δεν σέβονται, που σε βλέπουν ως ένα εκθεσιακό κομμάτι, οι οποίοι με φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση. 

– Υπάρχουν ακόμη πράγματα που θες να αλλάξεις στον εαυτό σου, στον τρόπο που λειτουργείς, ακόμη και σε πρακτικά θέματα της καθημερινότητάς σου; Ναι, αμέ. Πολλά πράγματα. Πράγματα που είναι του εαυτού σου, αλλά που μπορεί να σε ταλαιπωρούν για χρόνια. Όχι μόνο θα ήθελα να τα αλλάξω αυτά, είμαι ήδη και στη διαδικασία. Υπάρχει προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Θέλω να γίνομαι πιο βαθιά «εγώ» όσο μεγαλώνω. 

– Η -πρωτόγνωρη, για σένα- εμπειρία σου με την τηλεόραση, στην ΕΡΤ, με το σήριαλ «Καρτ Ποστάλ», πώς ήταν; Γνώρισα πολύ ωραίο κόσμο εκεί πέρα, ντόπιους κυρίως, και πέρασα πολύ ωραία στα γυρίσματα, στον Άγιο Νικόλαο. Εκτός γυρίσματος πέρασα φανταστικά. Στο γύρισμα υπήρχαν δυσκολίες, ένας χρόνος που πίεζε, ήταν ένα δύσκολο γύρισμα γενικά….

– Δύσκολα θα έπαιζες σε μια καθημερινή σειρά στην τηλεόραση; Δεν θα ήταν από τις πρώτες μου επιλογές.

– Πάντως δεν μου φαίνεσαι καθόλου άνθρωπος των χρημάτων! Μπα, μην το λες. Τώρα τελευταία έχω πάρει κάποια χρήματα και μου αρέσει. Δεν είναι τα χρήματα αυτά καθ’ αυτά το θέμα, είναι αυτά που μπορείς να έχεις με τα χρήματα: Να διευκολύνεις τη ζωή σου, να την αναβαθμίσεις κ.λπ. Όχι για να πας να πάρεις το πιο ακριβό αμάξι – εξάλλου, δεν είχα ποτέ αμάξι. Το ότι μπόρεσα και έκανα μια ανακαίνιση στο σπίτι μου και τώρα θα έχω ένα σπίτι που θα μου αρέσει και θα ‘ναι αυτό το μέρος που θα μένω, είναι σπουδαίο. Ή άμα π.χ. υπάρχει κάποιο θέμα με ένα φίλο και μου περισσέψουν κάποια χρήματα και του τα δώσω για να λύσει κάτι που τον απασχολεί και του επηρεάζει τη ζωή, είναι σπουδαίο. Δεν μιλάμε για πολυτελή πράγματα. Αλλά, αν έχεις οικονομική ευχέρεια, η ζωή γίνεται πιο εύκολη κι είναι καλοδεχούμενα τα χρήματα. 

– Μένεις ακόμη στα Εξάρχεια; Ναι. 

– Είναι ωραίο πάντως που, όταν είχαμε μιλήσει χθες, εσύ είχες επιλέξει να πάρεις το τρένο για να πας στη Θεσσαλονίκη και δεν ταξίδεψες με αεροπλάνο…Έχει και μια ρομαντικότητα αυτό… Θα σου πω. Νομίζεις πως με το αεροπλάνο φτάνεις πιο γρήγορα, αλλά δεν ισχύει: Το να πάω από το σπίτι μου στο μετρό, να φτάσω στο αεροδρόμιο, να περιμένω εκεί, να φτάσω στη Θεσσαλονίκη, να περιμένω και εκεί στο αεροδρόμιο, θα κάνω τελικά την ίδια ώρα με το να πάρω το τρένο που το ταξίδι από τον σταθμό είναι 4 ώρες και έχει και μια ροή. Το τρένο, εξάλλου, το ξέρω πολύ καλά, γιατί πάντοτε ανεβοκατέβαινα, κι είναι ένα μέσο που το γουστάρω κιόλας. Από το 2000 που πέρασα στην Κρήτη, στην πρώτη μου σχολή, πάντοτε το τρένο ήτανε μέρος της διαδικασίας του πάνω-κάτω προς τη Θεσσαλονίκη. Και αργότερα, όταν πια έμενα στην Αθήνα, όποτε επέστρεφα για να δω φίλους και την οικογένειά μου στη Θεσσαλονίκη, το τρένο ήταν πάντα μία σταθερά μου.  

– Δεν ξέρεις να οδηγείς; Πώς δεν ξέρω! Τα «στύβω» και τα μηχανάκια και όλα (γελάει). Είμαι πολύ καλός οδηγός. Απλώς δεν έχω δικό μου αμάξι.  

Ελεύθερα, 23.4.2022.