Λυσιστράτη του Αριστοφάνη από τη θεατρική ομάδα Παράβαση σε σκηνοθεσία Αντωνίας Χαραλάμπους και Πολυξένης Σάββα.
Αύγουστος. Όλη η Κύπρος βρίσκεται υπό θεατρική αποχή. Όλη; Όχι! Ένα χωριό ανυπότακτων θεατρόφιλων αντιστέκεται ακόμη και θα αντιστέκεται για πάντα. Στο Γαλατικό χωριό των Λυμπιών η ενασχόληση με το θέατρο είναι ζήτημα ερασιτεχνίας. Δηλαδή, μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Κι είναι μια υπόθεση λαϊκή, παγκοινοτική, κοινωνική, που δικαιώνει την ίδια την ουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το Φεστιβάλ Θεάτρου που φιλοξενεί μερακλήδικες ερασιτεχνικές παραγωγές από την Κύπρο και την Ελλάδα είναι μια τέτοια έκφανση. Αλλά η κυριότερη είναι η γενικότερη δράση της θεατρικής ομάδας Παράβαση, τα εργαστήρια και οι παραστάσεις της.
Είναι σχεδόν… σκανδαλώδες για τα θεατρικά θέσμια της Κύπρου αυτό που συμβαίνει στα Λύμπια. Με το σουξέ και το ρεύμα της προηγούμενης παραγωγής, της κωμωδίας «Δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλώ» να βαστάει ακόμη (συνεχίζεται και περιοδεύει για δεύτερη σεζόν, κάτι που σπάνια επαγγελματικές παραγωγές μπορούν να καυχηθούν), η ομάδα αποκάλυψε στο κοινό και τη Λυσιστράτη που σκάρωνε εδώ και αρκετούς μήνες. Και την αποκάλυψε σε δύο sold out παραστάσεις των, συνολικά, 1000 ατόμων, παρακαλώ!
Είχα και πάλι την τύχη να «εγκαινιάσω» από τα Λύμπια τη θεατρική μου σεζόν ως θεατής, να διαπιστώσω για μια φορά ακόμη ιδίοις όμμασι τη στάθμη της εντυπωσιακής καλλιτεχνίας που ιερουργείται μερικές δεκάδες μέτρα από το σπίτι μου, ουσιαστικά κάτω από τη μύτη μου. Μια καλλιτεχνία άδολη, ακραιφνής, στον βωμό της οποίας μια ολόκληρη κυψέλη αφοσιωμένων εραστών του ωραίου συνεχίζουν μια παράδοση χρόνων και μεταλαμπαδεύουν ταλέντο, καΐλα και τεχνογνωσία, θυσιάζοντας αμέτρητο χρόνο και μόχθο.
Τη νέα περιπέτεια της Παράβασης σκηνοθετούν οι καταξιωμένες ηθοποιοί Αντωνία Χαραλάμπους και Πολυξένη Σάββα, που από τον Δεκέμβριο είχαν αναλάβει κι ένα τρίμηνο θεατρικό εργαστήρι ενηλίκων για λογαριασμό της ομάδας. Κι είναι μια περιπέτεια με πολλές ιδιαιτερότητες και θαυμαστικά. Καταρχάς είχαν τα κότσια ν’ αναμετρηθούν με την αρχαία κωμωδία, σε μια περίοδο που το αριστοφανικό έδαφος μετά από 20 περίπου χρόνια μοιάζει να περνά μια δεύτερη περίοδο ανομβρίας, κορεσμού και σαστιμάρας. Όχι φυσικά με ευθύνη του συγγραφέα. Οι παραγωγές τραγωδίας δίνουν και παίρνουν τα τελευταία χρόνια σε αντίθεση μ’ αυτές της αττικής κωμωδίας που ολοένα και αραιώνουν.
Δεν έπαψε να είναι αστείος ο Αριστοφάνης, αλλά η πρόσληψή του. Σαν να είχαν στερέψει οι ιδέες. Το κοινό είχε μπουχτίσει να βλέπει προτάσεις που θύμιζαν το τυρναβίτικο μπουρανί και προσομοίαζαν με άσεμνες επιθεωρήσεις, τίγκα στη βωμολοχία, την παρενδυσία και κυρίως στο αχαλίνωτο και συχνά αυθαίρετο αράδιασμα στερεοτύπων, γεγονότων της επικαιρότητας και ποπ αναφορών. Παρότι είχε να κάνει μ’ ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αριστοφανικά έργα αυτού του τύπου, το σκηνοθετικό δίδυμο δεν δίστασε μπροστά στην πρόκληση. Χωρίς να κομίζουν γλαύκας, χωρίς να διακινδυνεύουν (εκ του ασφαλούς) τομές και πειραματισμούς, θεραπεύουν με αλεγρία το ιδεώδες ενός θεάτρου λαϊκού και προσβάσιμου, που ενδιαφέρεται για την τέρψη των ματιών αλλά και για το βεληνεκές του σκηνικού μηνύματος. Υπερασπίζονται, σαν να λέμε, με σθένος και λεπτότητα το πραγματικό πνεύμα του ποιητή, που εδώ μοιάζει πράγματι να επέστρεψε από τα θυμαράκια.
Μια ακόμη κεφαλαιώδους σημασίας ιδιαιτερότητα είναι το ανέβασμα του έργου στο κυπριακό ιδίωμα. Υπενθυμίζω ότι ο ΘΟΚ αντιστέκεται σθεναρά σ’ αυτή την προοπτική από το 1981, όταν ο Βλαδίμηρος Καυκαρίδης ανέβασε για τελευταία φορά την περίφημη μετάφραση του Κώστα Μόντη. Κανένα πρόβλημα! Οι φοιτητικοί και ερασιτεχνικοί θίασοι ανέλαβαν απενοχοποιημένα να βγάλουν τη διάλεκτο ασπροπρόσωπη. Μπορεί ο παραλληλισμός να φαντάζει βλάσφημος, αλλά όπως είχε πράξει πριν από 50 χρόνια ο Μόντης έτσι και τώρα ο Σοφοκλής Σοφοκλέους δεν αποτόλμησε μια κατά λέξη μετάφραση και διασκευή. Άφησε τη σύγχρονη κυπριακή καθομιλουμένη να θέσει τους όρους της, απογειώνοντας ένα χωριάτικο γιορτάσι επιθεωρησιακού χαρακτήρα και επιτρέποντας σ’ ένα ψυχομέτρι από γλαφυρούς χαρακτήρες ν’ ανθίσει. Κατά τον τρόπο του Μόντη, η μετάφραση είναι αρκούντως καυστική χωρίς να διολισθαίνει σε κακόγουστες ευκολίες ακατάσχετης αθυροστομίας. Είναι ερωτικά υπαινικτική, χωρίς να είναι σεμνότυφη. Λ.χ. ως φαλλικά υποκατάστατα χρησιμοποιούνται ζαρζαβατικά.
Ο Σοφοκλής Σοφοκλέους, επίσης πρόεδρος της Παράβασης, ψυχή της ομάδας και εγγυητής της συνοχής της, έφτασε να θυσιάσει το χαρακτηριστικό του μούσι για ν’ αντικαταστήσει εκτάκτως τον κωλυόμενο Μάριο Δημητρίου στον ρόλο της Κλεονίκης. Σημαντικό ατού της παράστασης είναι επίσης και η εύστοχη ενδυματολογική αντιπαράθεση των ανδρικών και γυναικείων χαρακτήρων και χορών. Η πρόταση δεν υστερεί σε σχέση με μια επαγγελματική ούτε κινησιολογικά, ούτε σκηνικά, ούτε μουσικά. Κορυφαία στιγμή, που δόνησε την ατμόσφαιρα και προκάλεσε το θερμό χειροκρότημα αποτέλεσε η απόδοση της Παράβασης από τη Λουκία Μαυρογένη, μ’ ένα εύθυβολο κείμενο στην κοινή νεοελληνική που διαμόρφωσε η ίδια μαζί με την Αντωνία Χαραλάμπους. Ακίδα αναφοράς είναι επίσης η άφιξη της Λαμπιτώς από τη Σπάρτη με κόκκινο καμπριολέ σκαραβαίο (!), που «εισέβαλε» μαρσάροντας στο προαύλιο του Πολιτιστικού Κέντρου Λυμπιών.
Αφήνω για το τέλος την πρωταγωνίστρια Μαρία Κυριάκου που προσδίδει κύρος στον φερώνυμο ρόλο, έχοντας επίγνωση ότι αυτός δεν είναι κατεξοχήν κωμικός. Η Λυσιστράτη της έχει τσαγανό, ευστροφία, καπατσοσύνη. Είναι τόσο λαϊκή και δυναμική όσο απαιτεί το κείμενο. Κρατάει τα γκέμια της παράστασης με μαεστρία, δίνοντας τον ρυθμό, διαθλώντας και επαυξάνοντας την κωμικότητα σε όλους τους υπόλοιπους.
Ελεύθερα, 28.8.2022