Έχοντας κλείσει τα 40, ο Κύπριος συγγραφέας νιώθει ότι δεν διαχειρίζεται τη νοσταλγία, αλλά μάλλον της παραδίδεται.

Γνώρισα τον Κυριάκο Μαργαρίτη το 2005, όταν περιλήφθηκε στην ομάδα που εκπροσώπησε την Κύπρο στην Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Ευρώπης και της Μεσογείου, που διεξήχθη στη Νάπολη. Ήταν τότε 23 ετών κι ήταν ήδη από τα 20 του κάτοχος του Κρατικού Βραβείου Νέου Λογοτέχνη και κάτοικος Αθηνών, για σπουδές κλασικής και νεοελληνικής φιλολογίας. Είχε ήδη αρχίσει να ξεχωρίζει ως μια μεγάλη ελπίδα των κυπριακών και των ελληνικών γραμμάτων, ως δημιουργός ήδη ταγμένος και αποφασισμένος. Σε διαφορετικό ηλικιακό μεταίχμιο πλέον, έχει αφιερώσει –οριστικά;- την πυξίδα και τη γραφίδα του σ’ ένα πολύτομο έργο με έμπνευση από τη μεσαιωνική χρονογραφία του Λεόντιου Μαχαιρά. Ο πιο πρόσφατος «τόμος» αυτής της Νέας Κρόνακας είναι το μυθιστόρημα «Εννέα» που εστιάζει στην περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ. Ο ίδιος δηλώνει ότι δεν είναι συγγραφέας με την έννοια του παραμυθά, αλλά μοιράζεται ιστορίες που έζησε και άκουσε, βιώματα, ιστορικά γεγονότα και μυθολογικές αναφορές, αξιοποιώντας συνδέσεις, συνάψεις και επιστρατεύοντας ετυμολογήσεις, αλλά και εκούσιες παρετυμολογήσεις. Έτσι, το έργο του μοιάζει να σφραγίζεται από τη μανία του συγγραφέα για το μεγαλείο των άλλων ανθρώπων.

– Το παιδικό σου όνειρο ήταν να γίνεις συγγραφέας και να ζήσεις στην Αθήνα. Τώρα που έχουν γίνει και τα δυο, νιώθεις ότι το έχεις πετύχει; Δεν θα το έλεγα, όχι. Γράφω, βέβαια, και ζω στην Αθήνα, αλλά δεν αισθάνομαι ότι αυτό συνιστά επιτυχία. Περισσότερο το νιώθω σαν δώρο. Έπειτα, είχα την τύχη να αποτύχω τόσες φορές στη ζωή μου -και όχι μόνο συγγραφικά- ώστε μπορώ πια, χωρίς κανένα άγχος επιτυχίας, να ασκώ και να απολαμβάνω κάτι που έξοχα το εκφράζει ο Ευγένιος Αρανίτσης (που το έμαθε από τον Χρήστο Βακαλόπουλο) ως την «τέχνη να ονειρεύεσαι τη ζωή σου καθώς τη ζεις». Έτσι νομίζω ότι ζουν τα παιδιά. Ίσως και να ονειρεύονται έτσι. Πατέρας είσαι και ξέρεις.

– Σε παλιότερη κουβέντα μας ανέφερες ότι είναι ζητούμενο να πετύχουμε την κατορθωμένη παιδικότητα. Θες να μου πεις κάτι παραπάνω επ’ αυτού; Κοίτα, τονίζω το κατορθωμένη υπό την έννοια ότι την παιδικότητα όλοι την έχουμε λάβει δωρεάν (και τη χάσαμε τζάμπα) κι αυτό που απασχολεί εμένα είναι να την πάρω πίσω. Να διεκδικήσω, ας πούμε, αυτό το δώρο και να το κάνω δικό μου μετά λόγου γνώσεως, κατ’ επιλογήν. Φυσικά δεν αναφέρομαι σε παλιμπαιδισμούς, ούτε εννοώ καμιά συμβατική παιδική ηλικία. Πρόκειται μάλλον για το πέρασμα από την άγνοια στην αγνεία, ή από τον χαμένο παράδεισο σ’ έναν ξανακερδισμένο, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και τελείως καινούργιος, καινός. Κάτι σαν επιστροφή στο μέλλον.

– Πώς διαχειρίζεσαι τη συνθήκη της νοσταλγίας; Τι νοσταλγείς περισσότερο; Α, είναι πάρα πολλά! Οι αγαπημένοι που χάθηκαν, τόποι που δεν θα τους ξαναδώ, συνθήκες και τρόποι ζωής που έχουν αλλάξει. Δεν νομίζω ότι τη διαχειρίζομαι τη νοσταλγία. Μάλλον της παραδίδομαι, ζω συνέχεια σε μια τέτοια συνθήκη. Σκέψου ότι περπατώ στην Αθήνα και την ίδια στιγμή τη νοσταλγώ, μου λείπει, όπως μου λείπουν όλοι κι όλα. Δεν είναι όμως κάτι δυσάρεστο. Η έλλειψη αυτή πιστεύω ότι συνοψίζεται στην παιδικότητα που λέγαμε, στην παιδική μου ζωή, έτσι όπως την περιέγραψα νωρίτερα. Ως κάτι που είναι πάντα καθοδόν, κάτι που έρχεται από το μέλλον. Βλέπεις τι γίνεται; Η νοσταλγία μου σε τίποτα δεν διαφέρει από την ελπίδα.

– Ποιες άλλες πηγές τροφοδοτούν την προσωπική σου δεξαμενή; Μα, η ζωή μου όλη. Θέλω να πω, όπως οι περισσότεροι Κύπριοι της ηλικίας μου, κατάγομαι από έναν πανάρχαιο κόσμο που κατοικείται από αφηγητές: παππούδες, γιαγιάδες, φίλοι και συγγενείς, όλοι αυτοί ήταν θαυμάσιοι αφηγητές και τις ιστορίες τους τις έχω για προίκα, είναι η πρώτη πηγή μου. Που την εμπλούτισαν ύστερα οι μεγάλοι συγγραφείς, όπως κι οι ζωγράφοι, οι μουσουργοί, οι σκηνοθέτες. Δεν έχει νόημα ν’ αναφέρω ονόματα, γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Στην προσωπική μου δεξαμενή προσωπικό είναι μόνο το σχήμα του δοχείου. Όλα τα άλλα είναι δικά τους, είναι οι ιστορίες τους, όσες συγκροτούν την ιστορία που προσπαθώ να παρουσιάσω. Θα έλεγα ότι είναι οι πηγές των δακρύων. Δηλαδή, το λέω. Και το λέω γελώντας.

 – Έχει αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζεις σήμερα το γράψιμο; Θα έλεγες ότι το βλέπεις ως αποστολή, καθήκον, χρέος; Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, αν και δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με το παρελθόν. Ανέκαθεν ως αποστολή το έβλεπα το γράψιμο. Που ίσως σημαίνει ότι ήμουν μεγαλομανής από παιδάκι. Εντάξει. Το ξέρω ότι κανείς δεν μου έχει αναθέσει τίποτα, δεν έχω παρακρούσεις. Θέλω απλώς να κάνω τη δουλειά μου καλά γιατί αυτό είναι το χρέος μου απέναντι στις πηγές που είπαμε, που είναι ήδη ο κόσμος μου. Έχω καθήκον να παίξω μαζί τους με όλη τη μεγαλομανία και τη σοβαρότητα ενός παιδιού.

– Ποιο ήταν το βαθύτερο κίνητρο που σε ώθησε στην ιδέα του Νέου Χρονικού, του έργου που αποκαλείς «Νέα Κρόνακα»; Δεν ανησυχείς μήπως παρεξηγηθεί, μήπως ακουστεί υπερφίαλο; Να τη πάλι η μεγαλομανία! Πάντως, όχι, δεν υπάρχει ανησυχία μήπως παρεξηγηθώ, διότι δεν βλέπω να ασχολείται και κανένας με τα βιβλία μου. Δεν το λέω με πικρία, το έχω αποδεχτεί. Ίσως αυτό να είναι και το βαθύτερο κίνητρο για το οποίο με ρωτάς, για τη σύλληψη της «Νέας Κρόνακας». Ήθελα δηλαδή να νιώσω λιγότερη μοναξιά, να βρω έναν αρχαίο συμπαίκτη στην πατρίδα, έναν τεχνίτη που να τον πω δάσκαλο και οδηγό, να τον πω μάστρο. Τελικά, ήθελα να βρω τον μάστορά μου και νομίζω ότι τα κατάφερα. Και ξέρεις κάτι, Γιώργο; Για να μιλήσουμε σοβαρά: η μεγαλομανία σε μένα είναι κυρίως η μανία μου για το μεγαλείο των άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι το ταλέντο μου, η υπερδύναμή μου: να θαυμάζω. Και ο Λεόντιος Μαχαιράς, μέγας ιππότης και ποιητής του καιρού του, με κατέκτησε από τις πρώτες- πρώτες φράσεις: «Εβουλεύτηκα να εξηγηθώ περί της ακριβής χώρας Κύπρου». Κι ας μην ασχολείται κανείς.

– Τι θα έγραφε ο Μαχαιράς για τη σύγχρονη Κύπρο; Τον καημό του, υποθέτω. Που θα ήταν όλος δικός της. Ένα απεριόριστο μερτικό.

– Εσύ πώς τη βλέπεις υπό το πρίσμα της «ελεγχόμενης απόστασης»; Τις καλές μέρες μού φαίνεται σαν παλιά αγαπημένη, που στο μεταξύ παντρεύτηκε κι έχει κάνει παιδιά, κι εσύ τη συναντάς τυχαία ένα βράδυ, κι αισθάνεστε κάτι από το αρχαίο πάθος. Τις κακές μέρες νιώθω σαν κανταδόρος έξω από ένα σπίτι ακατοίκητο.

– Θα ήθελα να περάσω τώρα στο εργαστήρι σου… Ποιον ρόλο παίζει στον τρόπο εργασίας σου η σειριακή αντίληψη της αφήγησης; Αυτή η αντίληψη είναι όλη η εργασία μου, ίσως και ο τρόπος ζωής μου. Τίποτα δεν μπορώ να γνωρίσω, τίποτα δεν μπορώ να αγαπήσω σωστά αν το δω μόνον ως κάτι αυτοτελές, αποκομμένο από την απέραντη ενότητα χρόνου και κόσμου. Με απελπίζει ο επίλογος, το τέλος, ο θάνατος. Τις τελείες τις βλέπω ως κατώφλια για το επόμενο κείμενο. Το ίδιο και τις ταφόπλακες. Το 1996, η πρώτη ιστορία που έγραψα, ο βίος του Γιωρκή του Καρπασίτη, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε μια εφημερίδα, προτού λάβει μορφή βιβλίου. Το ίδιο κάνω και τώρα, αλλά πιο συνειδητά. Με συνοψίζει μια αποστροφή του Τζέημς Ελλρόυ, που την αφήνω αμετάφραστη: «Closure is bullshit».

– Κάπου γράφεις ότι αντιλαμβάνεσαι τη δουλειά σου ως «αυτοβιογραφία των άλλων». Πώς το εννοείς αυτό; Νομίζω ότι είναι μια έκφραση ευγνωμοσύνης. Ξεκινά από τον θαυμασμό που λέγαμε, από το θάμβος που με κυριεύει όταν κοιτάζω ήρωες, ποιητές και Αγίους. Σε αυτούς συγκαταλέγονται αμέτρητοι άνθρωποι, ζώντες και νεκροί, γνωστοί και ξένοι, ακόμα και όσοι με προσπερνούν κάθε μέρα στον δρόμο χωρίς να με ποδοπατούν και να με σκοτώνουν. Τους χρωστάω χάρη γιατί μου επιτρέπουν να υπάρχω. Και αγωνιώ, έτσι, να πλατύνω, να γίνει μια διεύρυνση μέσα μου, ώστε κάπως να τους δεξιωθώ κι εγώ, να ανταποδώσω τη φιλοξενία και να πω την ιστορία τους χωρίς ψέματα. Ε, αυτή η αγωνία, η διάθεση να γίνω λίγα δισεκατομμύρια άνθρωποι, είναι η δική μου ιστορία, δεν έχω κάτι άλλο. Η ιστορία μου είναι οι ιστορίες σας. Η αυτοβιογραφία μου είστε όλοι εσείς. Και σιγά μη σας ρωτήσω αν μου το επιτρέπετε.

– Πώς θα ερμήνευες τη δυναμική που σημειώνει τον τελευταίο καιρό η σύγχρονη κυπριακή πεζογραφία; Δεν έχω κάποια ερμηνεία, δεν είναι κάτι που σκέφτομαι. Μου αρκεί που συμβαίνει και εύχομαι να συνεχιστεί. Είναι αναζωογονητικό.

– Πιάνομαι από τη μετοικεσία ή τη μετανάστευση για να ρωτήσω αν νιώθεις ακόμη φιλοξενούμενος στην Αθήνα, είκοσι χρόνια μετά… Ναι, φυσικά, εγώ περαστικός είμαι. Και επαναλαμβάνω ότι είμαι απέραντα ευγνώμων σε όλους τους καλούς ανθρώπους που έχουν γίνει οικοδεσπότες μου εδώ. Θα ήθελα όμως να σου πω ότι το ίδιο αισθάνομαι τώρα πια και όταν βρίσκομαι στην Πάφο και την Κύπρο: ευγνώμων για τη φιλοξενία.

– Υπάρχει μήπως στο βάθος του μυαλού σου το ενδεχόμενο μιας μόνιμης επιστροφής στα πάτρια; Κρύβεται εκεί ένας μικρός Οδυσσέας; Λες κάποτε να με ξεβράσει το κύμα στην ακτή του χωριού μου, ως Κανένα; Θα ήταν ωραίο! Από την άλλη, εγώ πάντα αγαπούσα τον Αίαντα και ξέρουμε τι συνέβη με τη δική του περίπτωση. Τέλος πάντων, ναι, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, όπως και ο τάφος που με περιμένει στο ωραιότερο σημείο του πλανήτη, στην οδό Γαλήνης του χωριού Χλώρακα. Η θέα του ξεπερνά και τις εικόνες από το τηλεσκόπιο James Webb.

– Πες μου δυο λόγια για τους επόμενους δύο τόμους της «Νέας Κρόνακας». Τι αφορούν και πότε αναμένονται; Ξέρεις, αυτούς τους δύο τόμους τους έγραψα, ακριβώς, στα πάτρια, μέσα στο 2021, που το πέρασα σχεδόν όλο στην Πάφο. Τώρα, αν πρόκειται για μνηστηροφονία ή αν ήταν η αυτοκτονία του Αίαντα, θα δείξει. Το πρώτο μυθιστόρημα λέγεται «Σαμψών» και μιλά για διάφορους ανθρώπους με αυτό το όνομα, εκ των οποίων κι ένας γνωστός μας από την κυπριακή ιστορία. Το έγραψα χωρίς καμιά διάθεση πρόκλησης. Ο άλλος τόμος είναι μια πολεμική περιπέτεια με τίτλο «Συμβάν 74». Συν Θεώ και χάρη στη γενναιοδωρία των εκδόσεων Ίκαρος, πιστεύω να κυκλοφορήσουν την επόμενη διετία. 

 – Στο μεταξύ μαθαίνω ότι θα εκδώσεις κάποια δοκίμια. Περί τίνος πρόκειται; Ναι, είναι μια δουλειά που κάνω παράλληλα με τα μυθιστορήματα, μια συνομιλία με δημιουργούς που αγαπώ. Η αρχή έγινε με ένα βιβλίο για τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τη «Φοντάνα Αμορόζα», που το έβγαλε ο Αρμός, το δεύτερο εκδοτικό μου σπίτι. Μετά έβγαλαν και τη διατριβή για τον Παπαδιαμάντη και έπεται συνέχεια. Αυτό τον καιρό όμως θα εκδοθούν δύο βιβλία που μου ανέθεσε ο Άγιος Αργολίδος Νεκτάριος, ένα για τον Νίκο Καρούζο κι ένα για τον Τάκη Παπατσώνη. Θα βγουν από τις εκδόσεις Επιστροφή που υπάγονται στη Μητρόπολη Αργολίδος. Το θέμα τους είναι η σχέση πίστης και ποίησης. Σε παρόμοιο πλαίσιο θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο, από τον Αρμό αυτή τη φορά, ένα δοκίμιο για τον μακαριστό γέροντα Μωυσή τον Αγιορείτη, που είχα την ευλογία να τον συναντήσω κάποτε στον Άθωνα.

– Ποιον ρόλο διαδραμάτισε στη ζωή σου η συναναστροφή με καθοριστικούς συνομιλητές; Όλες αυτές οι συναντήσεις ήταν λυτρωτικές και σωτήριες. Τις πιο ιλιγγιώδεις, που είναι οι επαφές με τους μοναχούς της Ορθοδοξίας, θα τις παρασιωπήσω για να μη ζαλιστώ. Αρκεί να αναφέρω εδώ μερικούς κορυφαίους τεχνίτες, όπως ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Ευγένιος Αρανίτσης κι ο Γαβριήλ Πεντζίκης, που με τιμούν με τη φιλία τους και συνομιλούμε, συμπαίζουμε, επί σειρά ετών. Και τώρα που διαβάζω τα ονόματά τους (είναι κι άλλα!), αναρωτιέμαι πώς βρήκα θέση σ’ ένα τέτοιο τραπέζι. Μεταξύ μας, όμως, είμαι μάλλον κάτω από το τραπέζι, σαν γάτος. Τα κείμενά μου, θέλω να πω, είναι τα ψίχουλα από το συμπόσιο αυτών των ανθρώπων. Μιλώ για τα ψίχουλα της αγάπης, που τώρα τελευταία αυξήθηκαν κι άλλο χάρη στη συνεργασία με τον σπουδαίο Φίλιππο Κουτσαφτή, στην καινούργια του ταινία σχετικά με τη μινωική πολιτεία της Ζάκρου στην ανατολική Κρήτη. Ανεξήγητα πράγματα.

– Ποιες νέες προοπτικές έχει ανοίξει η συνεργασία και η γνωριμία σου με τον Φίλιππο Κουτσαφτή; Τον Κουτσαφτή τον γνώρισα φυσικά μέσα από το έργο του, συγκεκριμένα με εκείνο το αριστούργημα, την «Αγέλαστο πέτρα», που το ανακάλυψα μόλις το 2013 ύστερα από προτροπές του αδελφού μου, Χαράλαμπου. Ο τρόπος του Κουτσαφτή έγινε μια από τις πιο συνειδητές επιρροές μου για τη «Νέα Κρόνακα». Αργότερα τον συνάντησα και διά ζώσης, ως θαυμαστής της δουλειάς του. Και τελικά, τον Ιούνιο του 2021, μου έκανε μιαν από τις μεγαλύτερες τιμές της ζωής μου, όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στα κείμενα της Ζάκρου. Ο πλούτος απ’ αυτή την περιπέτεια είναι τέτοιος ώστε την ερώτηση σου θα την απαντήσω μιαν άλλη φορά, μ’ ένα βιβλίο που το δουλεύω στα κρυφά και που αναφέρεται στην ταινία και στην τέχνη του Κουτσαφτή γενικότερα.

– Σε ποιο στάδιο βρίσκεται αυτή η πολυαναμενόμενη και μακρόπνοη ταινία για τη Ζάκρο; Είμαστε στην τελική ευθεία, αλλά έχω ανάγκη να πω ότι αυτό το «μακρόπνοη» δεν το χρησιμοποιείς μεταφορικά: ο Κουτσαφτής άρχισε τα γυρίσματα στη Ζάκρο το 1987, όταν εγώ ήμουν 5 ετών κι εκείνος 35. Και παρ’ όλο που δουλεύουμε όλη μέρα μαζί, ξέρω ότι ποτέ δεν θα φανταστώ πώς αισθάνεται τώρα που η ταινία φτάνει στο τέλος – ωστόσο, προσοχή: το τέλος σημαίνει πρεμιέρα∙ σημαίνει αρχή.

– Είναι η τέχνη αντίβαρο στην αβυσσαλέα ματαιότητα των πάντων; Φοβάμαι πως όχι. Όπως όλα τα πράγματα του μάταιου τούτου κόσμου (ο έρωτας, η οικογένεια κτλ.), η τέχνη είναι άλλο ένα παυσίλυπο, ασφαλώς από τα πιο ισχυρά, που λίγο απαλύνει τη φρικαλέα ματαιότητα της ύπαρξης. Τίποτα παραπάνω, όμως. Το παραπάνω μπορεί να το κάνει μόνο μια τέχνη (κι ένας έρωτας, μια οικογένεια κτλ.) που δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Ποια είναι αυτή, ας μείνει κοινό μυστικό.

– Παραμένω όμως στον μάταιο τούτο κόσμο και αναρωτιέμαι πώς διαχειρίζεσαι τη ματαιοδοξία. Σε απασχολεί, ας πούμε, η υστεροφημία; Η ματαιοδοξία μου τσακίστηκε πριν από μερικά χρόνια, όταν ήρθε σε σύγκρουση με την πραγματικότητα που ήταν η ματαίωση κάθε επαγγελματικού και προσωπικού λεγόμενου στόχου, και διάφορες δυσκολίες απ’ αυτές που μας ταλαιπωρούν όλους. Όχι ότι έχω απαλλαγεί (αλίμονο), αλλά τα ισχυρά υπολείμματά της προσπαθώ να τα διοχετεύω στη δουλειά μου, ελπίζοντας ότι θα τα συντρίψει η αγάπη, η πάντα νουν υπερέχουσα. Όσο για την υστεροφημία, με απασχολεί με μια πολύ συγκεκριμένη έννοια, ως εξής: θα ήθελα ένας άνθρωπος να διαβάσει κάποτε κάποιο βιβλίο μου και να αισθανθεί κάτι από την παρηγοριά, τη δύναμη και τη χαρά που αισθάνθηκα εγώ διαβάζοντας Παπαδιαμάντη και Σολωμό, Κάφκα και Κίρκεγκωρ κ.ά. Θα ήταν πολύ νόστιμο αυτό. Μέχρι να γίνει, όμως, θα είναι υπερφίαλο, ματαιόδοξο κτλ.

– Γιατί λες κάπου ότι θεωρείς τον εαυτό σου περισσότερο αντιγραφέα παρά συγγραφέα; Δεν το λέω από μετριοφροσύνη αυτό, είναι ένα αντικειμενικό γεγονός. Δουλεύω σαν τους αντιγραφείς από τον Μεσαίωνα ή το Βυζάντιο, που διέσωσαν τόσα κείμενα και κάθε τόσο έβαζαν και μια πινελιά δική τους στο περιθώριο. Νομίζω ότι έτσι είναι. Τα ωραιότερα και τα σημαντικότερα κομμάτια στα κείμενά μου είναι οπωσδήποτε αυτά που έχω αντιγράψει. Έπειτα, δεν είμαι και συγγραφέας με την παραδοσιακή έννοια, αυτήν του παραμυθά, καθότι δεν έχω ίχνος δημιουργικής φαντασίας. Το μόνο που ξέρω να κάνω (αν υποθέσουμε ότι το ξέρω κι αυτό) είναι να μεταφέρω ιστορίες που έζησα και άκουσα, και να διακρίνω συνδέσεις, συνάψεις, ανάμεσα σε πράγματα που φαινομενικά δεν έχουν σχέση. Αλλά επειδή εγώ πιστεύω ότι όλα διατελούν στην ενότητα, ότι όλα είναι εν τέλει μια σχέση, έχω βαλθεί να το παρουσιάσω και να το διακηρύξω φέρνοντας κοντά όλα αυτά τα ετερόκλητα πράγματα. Στο τέλος θα πω: «Ζήτω η Ένωσις!», και θα φύγω. Κι αυτό (σωστά μάντεψες) θα είναι μόνον η αρχή. 

INFO To μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη «Εννέα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος (2021). Το μυθιστόρημα «Σαμψών» αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2023.