Αφοπλίζομαι: «Από τη βλακεία. Δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω. Η βλακεία με αφοπλίζει, με κάνει να χάνω την υπομονή μου, την αυτοσυγκράτησή μου. Τα τελευταία χρόνια έχω επιλέξει πια να μην αναμετρώμαι με τη βλακεία. Θετικά αφοπλίζομαι από οτιδήποτε όμορφο αντικρίσω. Συνήθως αυτό συμβαίνει σε κάποιο ταξίδι. Την τελευταία φορά ήταν στους καταρράκτες του Νιαγάρα. Ένα απόλυτα εντυπωσιακό θέμα. Ένα άλλο μέρος που με αφοπλίζει με την απόκοσμη ομορφιά του είναι η Ισλανδία, όπου έχω πάει ήδη δύο φορές. Μια απίθανη εμπειρία που λες ότι βρίσκεσαι σε άλλον πλανήτη».
Βασανίζομαι: «Από τα διλήμματά μου, από την αναποφασιστικότητά μου, πάρα πολύ. Βασανίζομαι και βαλτώνω ταυτόχρονα εξαιτίας αυτής της αναποφασιστικότητας. Στην προσπάθειά μου να πάρω μια απόφαση, να ενεργοποιήσω τον εαυτό μου, περνάω πρώτα από μια φάση βαλτώματος και βασανίσματος στον καναπέ. Γι’ αυτό και χαίρομαι που ήρθε μια πολύ ξαφνική έμπνευση για να γράψω το πρώτο μου θεατρικό έργο “Όποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του” η οποία με κινητοποίησε αμέσως. Βγήκα από τη βολή μου που είχα στην τηλεόραση, στη δουλειά μου, και είπα θα κάνω κάτι άλλο, κάτι που θέλω πολύ».
Γεννήθηκα: «Στις Σέρρες, στις 31 Ιουλίου του 1972, 3.30 τα ξημερώματα, σε μια πολύ σημαδιακή μέρα για την πόλη μου. Ήταν όλος ο κόσμος συγκεντρωμένος στην Πλατεία Ελευθερίας, εκτός από τη δική μου οικογένεια που είχε πάει στο μαιευτήριο, γιατί ήταν η μέρα που θα περνούσε η ολυμπιακή φλόγα από την πόλη μας για να πάει στο Μόναχο, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που από παιδάκι αγαπάω τόσο πολύ τον αθλητισμό και συγκεκριμένα του Ολυμπιακούς Αγώνες».
Δακρύζω: «Σπάνια. Πολλές φορές μάλιστα με προβληματίζει αυτό. Αρχίζω να σκέφτομαι “μήπως έχει παγώσει η καρδιά μου;”. Παλιότερα δάκρυζα περισσότερο και πιο εύκολα. Εκεί που εξακολουθώ να δακρύζω είναι στο σινεμά. Πάντα δακρύζω με συγκεκριμένες ταινίες, όπως το “Σινεμά ο Παράδεισος”, ο “Τιτανικός” το “Σχέσεις στοργής”».
Ελευθερία: «Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να μην έχω την ελευθερία μου, να περιορίζομαι. Ακόμα και το θέατρο ως ηθοποιό πάντα με άγχωνε υπό αυτή την έννοια. Ότι πρέπει για μία ολόκληρη σεζόν να βρίσκομαι στο συγκεκριμένο μέρος, στο συγκεκριμένο καμαρίνι, τις συγκεκριμένες ώρες χωρίς να υπάρχει καμία διαφυγή από αυτό. Το ωράριο και το σφιχτό, αυστηρό πρόγραμμα τα αντιλαμβάνομαι ως περιορισμούς της ελευθερίας μου και με αγχώνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι έχω επιλέξει πλέον τη συγγραφή όπου εγώ ορίζω τους χρόνους μου. Για να παίξω πάλι στο θέατρο, δεν ξέρω… Κι εδώ, στο δικό μου έργο τώρα, δεν είχα την ανάγκη να βρίσκομαι πάνω στη σκηνή ως ηθοποιός».
Ζαχαρώνω: «Δεν είμαι των γλυκών. “Ζαχαρώνω” όμως τα προβλήματα των φίλων μου. Τα “πασπαλίζω” αρκετά για να τους δείξω ότι είναι πολύ μικρότερα απ’ ό,τι νομίζουν».
Ήρωες: «Πάντα ήμουν με τα αουτσάιντερ. Οι δικοί μου ήρωες είναι οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν προικιστεί με λιγότερα από τη φύση αλλά έχουν πετύχει περισσότερα με τιμιότητα, εντιμότητα και εργατικότητα, χωρίς να έχουν πατήσει επί πτωμάτων. Όταν διαπιστώνω τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων γύρω μου, πραγματικά συγκινούμαι».
Θέατρο: «Είχα παίξει στο θέατρο, είχα κάνει τρεις διασκευές για μιούζικαλ, αλλά δεν είχα γράψει ποτέ μέχρι τώρα ένα δικό μου θεατρικό έργο. Αυτή η νέα και πολύ ενδιαφέρουσα περιπέτεια ξεκίνησε από ένα τηλεφώνημα από τον παραγωγό μας, τον Πάνο Κατσαρίδη, τον Δεκέμβριο του ’18, όταν με ρώτησε αν θα ήθελα να κάνω κάτι στο θέατρο Ήβη. Του απάντησα ότι δεν σκέφτομαι κάτι. Αλλά λίγο μετά, αφότου έκλεισα το τηλέφωνο, σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ όμορφο να φτιάξω ένα καινούργιο επαγγελματικό σπιτικό. Η τηλεόραση στο MEGA ήταν σπίτι μου. Μετά ένιωθα λίγο ανέστιος. Δεν αισθανόμουν ότι είχα μία βάση. Περνούσα ωραία στη δουλειά μου με τα σόου που έκανα, περνούσα ωραία με τους ανθρώπους με τους οποίους δούλευα. Αλλά μετά από εκείνο το τηλεφώνημα σκέφτηκα “πρέπει να φτιάξεις ένα καινούργιο σπίτι, πρέπει να δημιουργήσεις μια καινούργια ιστορία, στρίψε λίγο στη ζωή σου”. Αλλά για να στρίψω, έπρεπε να ξεβολευτώ. Έτσι αποφάσισα να φύγω από την τηλεόραση και αμέσως αφιερώθηκα να γράφω το “Όποιος θέλει να χωρίσει… να σηκώσει το χέρι του”. Αυτό το έργο προέκυψε από μια ξαφνική, τεράστια έκρηξη έμπνευσης που έγινε μέσα μου. Εδώ υπάρχουν πολλά δικά μου προσωπικά θέματα, πολλά κομμάτια της προσωπικής μου πορείας. Όλες μου οι σχέσεις, πετυχημένες, αποτυχημένες, είναι εκεί. Επίσης, όλοι οι χαρακτήρες έχουν κομμάτια του εαυτού μου».
Ιδιορρυθμίες: «Μπορώ να είμαι ο πιο εύκολος, αλλά και ο πιο δύσκολος άνθρωπος. Μπορώ να είμαι εξαιρετικά καλόβολος, αλλά μπορεί και να βάλω μια κόκκινη γραμμή σε κάτι, την οποία δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω. Μερικές φορές είμαι πολύ απόλυτος, αν αυτό συνιστά ιδιορρυθμία».
Καθρέφτης: «Όσο μεγαλώνω νομίζω ότι μου αρέσει περισσότερο αυτό που βλέπω στον καθρέφτη. Ίσως γιατί δεν με φοβίζει πολύ ο χρόνος, όμορφο βλέπω το πρόσωπό μου –εντάξει, ποτέ δεν με θεωρούσα ιδιαίτερα όμορφο, αλλά ούτε και άσχημο. Νομίζω ότι ο χρόνος μου έχει φερθεί όμορφα και πιο πολύ μου αρέσω τώρα στα 47 μου παρά όταν ήμουν νεότερος».
Λάθη: «Είναι απαραίτητα. Και αν δεν είχα κάνει λάθη, δεν θα ήμουν ο άνθρωπος που είμαι τώρα, δεν θα είχα κάνει ό,τι έχω κάνει έως τώρα. Όσον αφορά στη δουλειά, ίσως να ήταν λάθος μου που αρκετές φορές φοβήθηκα να τολμήσω, να ξεβολευτώ, να ρισκάρω. Νιώθω ότι μετά το “Παρά πέντε”, που είχε αυτή την τεράστια επιτυχία, φοβήθηκα να εκτεθώ πάλι στον κόσμο σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ίσως γιατί ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, πέσαν όλα τα φώτα πάνω μου, άκουγα από παντού απόψεις και γνώμες για μένα, πράγμα πολύ άβολο. Οπότε έκανα πίσω, μαζεύτηκα. Ίσως αυτό να ήταν λάθος. Πλέον, αυτό που θέλω να κάνω, το κάνω. Ό,τι έχω στο κεφάλι μου, θα το πραγματοποιήσω, χωρίς να ακούω γνώμες δεξιά και αριστερά. Ο καθένας έχει την ευθύνη της δικής του ζωής και μόνο».
Μοναχικότητα: «Την αγαπώ, την επιζητώ, μου είναι απαραίτητη. Περνάω ωραία μόνος μου. Είναι μέσα στη φύση μου να απομονώνομαι, να έχω τις δικές μου στιγμές. Έτσι ήμουν από παιδί. Μεγάλωσα άλλωστε μόνος μου, γιατί η αδερφή μου ήταν μεγαλύτερη –όταν εγώ ήμουν στο Δημοτικό, αυτή ήταν στο Λύκειο. Έπαιζα μόνος μου στο σπίτι, σκαρφιζόμουν παιχνίδια και καταστάσεις μόνος μου».
Νυχτοπερπατώ: «Νυχτοπερπατούσα κάποτε πάρα πολύ. Ατέλειωτα ξενύχτια! Δεν καταλάβαινα γιατί υπήρχε η μέρα! Μου άρεσε τόσο πολύ να ξενυχτώ. Το αποδίδω δε, στην ώρα που γεννήθηκα. Η μητέρα μου είχε να το λέει: “E, 3.30 τα ξημερώματα γεννήθηκες, τι περίμενες; Ξενύχτης θα γινόσουν!”. Τώρα, άστα! Μία φορά να ξενυχτήσω, είμαι κομμάτια την άλλη μέρα. Έχει αλλάξει εντελώς το βιολογικό μου ρολόι. Παλιά κοιμόμουν στις 6.00 το πρωί και ξυπνούσα μεσημεροαπόγευμα. Τώρα, ξυπνάω νωρίς το πρωί για να έχω τη μέρα μπροστά μου».
Ξυπνάω: «Εύκολα, και χωρίς ξυπνητήρι. Πράγμα αδιανόητο για μένα στα νεανικά μου χρόνια, όπως λέγαμε παραπάνω. (γελάει) Τώρα, με το που σηκώνομαι από το κρεβάτι, είμαι έτοιμος να ξεκινήσω τη μέρα μου».
Όνειρα: «Με προβληματίζει ότι κάποτε έβλεπα και θυμόμουν τα όνειρά μου, αλλά όχι πια. Έκανα ψυχοθεραπεία εξίμιση χρόνια και ο θεραπευτής πάντα με ρωτούσε για τα όνειρά μου. Όταν σταμάτησα να έχω όνειρα να του πω, μου είπε ότι “μάλλον αυτό είναι λίγο αρνητικό, σαν να φοβάσαι να εμβαθύνεις στο υποσυνείδητό σου”. Μου λείπουν τα όνειρά μου, γιατί έβλεπα και ωραία όνειρα, υπερπαραγωγές. Έβλεπα και εφιάλτες βέβαια. Ο μεγαλύτερός μου εφιάλτης, από τα τελευταία όνειρα που είδα και θυμάμαι, ήταν ότι είχα σκοτώσει κάποιον, δεν θυμάμαι για ποιον λόγο, και προσπαθούσα να ξεφύγω από την αστυνομία που με κυνηγούσε».
Οργίζομαι: «Ναι! Και όταν συμβαίνει αυτό, μπορεί να οργιστώ και έντονα. Πλέον, έχω καταφέρει να μην οργίζομαι με χαζομάρες. Εξακολουθώ να οργίζομαι με την αδικία όταν συμβαίνει. Επίσης, οργίζομαι με τους ανθρώπους με τους οποίους αξίζει να οργιστώ. Αν κάποιος κάνει κάτι κακό αλλά χωρίς πρόθεση, θα το καταλάβω. Με ξεπερνά, όμως, η κακή πρόθεση για την κακή πράξη. Εκεί μπορεί να γίνω ασυγκράτητος».
Παιδική ηλικία: «Α, πολύ παιχνίδι στις αλάνες στις Σέρρες. Όλη μου η χαρά ήταν να γυρίσω από το σχολείο, να αφήσω τη σάκα μου σπίτι και να βγω στην αλάνα να παίξω. Και πάντα γύριζα σπίτι είτε με σκισμένα ρούχα είτε με σκισμένο το δέρμα. Ήμουν πολύ ατίθασος! Και ποτέ δεν τηρούσα την υπόσχεσή μου για την ώρα επιστροφής στο σπίτι! Ποτέ δεν μου έφτανε η ώρα για παιχνίδι. Μου άρεσε το κρυφτό, το κυνηγητό, τα κεραμιδάκια ή τζαμί, όπως το λέγαμε. Μου άρεσαν, επίσης, τα ατομικά αθλήματα, τρέξιμο, άλμα. Δεν ήμουν καλός στο ποδόσφαιρο καθόλου. Γενικά δεν ήμουν καλός στα ομαδικά αθλήματα. Ίσως γιατί δεν ήθελα να έχω την ευθύνη μιας ολόκληρης ομάδας. Και κοίτα πώς τα έφερε η ζωή! Η δουλειά μου να είναι ακριβώς αυτό! Να δουλεύω πάντα με ομάδες ανθρώπων και να έχω την ευθύνη τη συλλογική! Αυτά τα παιδικά κρίματα πληρώνω τώρα!». (γελάει)
Ρίζες: «Η οικογένεια του μπαμπά μου κατέβηκε από τον Πόντο, την Τραπεζούντα. Η μαμά μου είναι Μακεδόνισσα, από τις Σέρρες. Κι εμένα μου αρέσει που είμαι από τις Σέρρες, από μία επαρχιακή πόλη, μακριά από την Αθήνα. Μου αρέσει που είμαι από έναν μακρινό τόπο, που έκανα κυριολεκτικά και μεταφορικά μία μεγάλη διαδρομή για να φτάσω να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Αυτή η κυριολεκτική χιλιομετρική διαδρομή νομίζω ότι δείχνει τον κόπο και την προσπάθεια που κατέβαλα για να βρω τον δρόμο μου».
Σημείο Μηδέν: «Έφυγα από τη Νομική Σχολή χωρίς να την έχω τελειώσει –μετά το τέταρτο έτος μου έμεναν έξι μαθήματα. Μπήκα στη Δραματική Σχολή του Θεοδοσιάδη κι ενώ ήμουν πολύ καλός φοιτητής, στις απολυτήριες εξετάσεις, κόβομαι. Δικαίως κόπηκα, βέβαια. Ξαφνικά, λοιπόν, μετά από πέντε χρόνια στη Νομική και τρία χρόνια στη Δραματική, γύρισα πίσω στις Σέρρες χωρίς τίποτα στα χέρια μου. Αυτό ήταν το σημείο μηδέν της ζωής μου. Μετά από οκτώ χρόνια περιπλάνησης, δεν είχα τίποτα. Θυμάμαι ακόμα το βλέμμα της μητέρας μου να με κοιτάει φοβισμένη για το τι θα απογίνω. Της είπα τότε, “Μαμά, όλα καλά θα πάνε”. Και βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω, γιατί πίστευα πολύ σε αυτό που ήθελα να κάνω. Γύρισα λοιπόν στην Αθήνα, στη Δραματική Σχολή, έδωσα επαναληπτικές εξετάσεις και πέρασα και μάλιστα με πολύ καλό βαθμό».
Τελειότητα: «Ο κόσμος νομίζει ότι έχω ένα θέμα με την τελειότητα, αλλά καθόλου δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Δεν κυνηγάω την τελειότητα. Θέλω το πολύ καλό αποτέλεσμα, αλλά νομίζω ότι όταν κυνηγά κανείς την τελειότητα, χάνει το συναίσθημα».
Υπομονή: «Την εκτιμώ ιδιαίτερα. Δεν διέθετα ιδιαίτερη υπομονή στο παρελθόν, αλλά πλέον απέκτησα. Με την υπομονή, τα πράγματα γίνονται πιο απλά και ωραία. Η υπομονή μπορεί να μας οδηγήσει στην ευτυχία, αρκεί να μη γίνει βάλτωμα».
Φόβοι: «Η απώλεια της ελευθερίας -που έλεγα πιο πάνω. Το σκοτάδι. Τα ύψη –μάλλον έχω ακροφοβία. Το θάνατο δεν θα έλεγα ότι τον φοβάμαι –ξέρω ότι θα συμβεί είτε το θέλω είτε όχι. Τον πόνο, όμως, τον φοβάμαι».
Χόμπι: «Όταν ήμουν μικρός έκανα παζλ και μάζευα γραμματόσημα. Όχι πια. Το μόνο χόμπι που διατηρώ από την παιδική μου ηλικία είναι να παρακολουθώ αγώνες στίβου. Μάλιστα το έχω εξελίξει, αφού κάποιες φορές ταξιδεύω για να παρακολουθήσω ζωντανά τους αγώνες».
Ψέματα: «Τα αποφεύγω. Δεν μου αρέσει να λέω ψέματα, ούτε να μου λένε. Θυμώνω πολύ. Καταρχάς, είναι δυσλειτουργικά, προκαλούν προβλήματα. Άσε που αργά ή γρήγορα πάντα αποκαλύπτονται».
Ώρα να…: «…ξαναθυμηθώ τα όνειρα που είχα. Ώρα να επενδύσω στην πιο δημιουργική πλευρά του εαυτού μου, στο γράψιμο. Θέλω να αφήσω αυτή την εξωστρεφή πλευρά με τις παρουσιάσεις. Το έκανα, το χάρηκα, το ευχαριστήθηκα, ώρα είναι τώρα να στραφώ προς τα μέσα μου. Για παράδειγμα, θα ήθελα πολύ να συνεχίσω να γράφω για το θέατρο».