Ένας από τους ελάχιστους διεθνείς έλληνες συγγραφείς και πιο πολυδιαβασμένους – από το 1949 που κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο μέχρι σήμερα – παραμένει πιστός σε ό,τι ονομαζόταν ανέκαθεν «τέχνη».

Από την αρχή της κουβέντας μας συγκινείται – στο άκουσμα της λέξης «Κύπρος» και στους «αδελφικούς χαιρετισμούς» που θέλει εξαρχής να στείλει, στη μνήμη του που επαναφέρει αυτοστιγμεί το «Κατηγορώ» του, που είχε γράψει το 1979, όταν επισκέφθηκε τις παράγκες των προσφύγων και «αναγνώρισε», καταγράφοντας με την ευθύβολη ματιά του, το κακό. «Ανυπομονώ να βγει στη φόρα “ο φάκελος Κύπρου” που τόσα χρόνια μας τον έκρυβαν!», μου λέει. «Ίσως αυτό αποτελέσει μία πηγή έμπνευσης για μένα, ως η συνέχεια του “Κατηγορώ”». Κάπως ανορθόδοξα, συνομιλώντας όχι για την Τέχνη του εξαρχής, μου δίνει πάσα: «Τι φταίει, κατά τη γνώμη σας, και ζούμε όλα αυτά σήμερα στην Ελλάδα, κύριε Βασιλικέ;», τον ρωτώ. «Το τι φταίει το αναρωτήθηκε πρώτος ο Χαρίλαος Τρικούπης με το “τις πταίει;” -το περίφημο άρθρο του- το έκανε ποίημα ο Κώστας Βάρναλης “φταίει το ζαβό το ριζικό μας; Φταίει ο Θεός που μας μισεί; Φταίει το κεφάλι το κακό μας; Φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί;” και το μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης με το “μες την υπόγεια την ταβέρνα…”. Από τότε, αγαπητέ μου, δεν αλλάξαν τα πράγματα. Το “τις πταίει” το σημερινό, έχει πολλές απαντήσεις. Νομίζω πως ο Θεόδωρος Πάγκαλος το πλησίασε στο παρελθόν, με το “μαζί τα φάγαμε” και βρήκε τον μπελά του… Αλλά υπάρχει φως στο τούνελ! Δεν μπορείς να έχεις αντέξει 400 χρόνια σκλαβιάς και να μην αντέξεις μια δεκαετία κρίσης. Θα αντέξουμε! Γιατί “η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει / και ξανά προς τη λ ό ξ α τραβά”».

 
 
Χαμογέλασε τονίζοντάς μου τη λέξη «λόξα» κι ύστερα κάπως κόμπιασε στην επισήμανσή μου πως είναι ο λογοτέχνης που συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο πολυδιαβασμένους και κύριους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας – καθόλου κολακεία, αυταπόδεικτο, αν ανατρέξει κάποιος στη μεγάλη του βιβλιογραφία. Κι αισθάνθηκε άβολα. Ξαφνιάστηκα όταν μου απάντησε πως «δεν το ακούω πολύ συχνά αυτό. Και, οπωσδήποτε, ποτέ από το συγγραφικό σινάφι. Άλλο οι αναγνώστες που έχουν την παρθενικότητα αυτών που είναι έξω από τον χώρο το δικό μας κι άλλο όσοι είναι “αξιολογητές”, δηλαδή κριτικοί της λογοτεχνίας. Εσείς το λέτε για να με τιμήσετε. Και σας ευχαριστώ γι’ αυτό!». «Είναι “βάρος”; Είναι “περηφάνια”;», επέμεινα. Κόμπιασε ξανά. «Ούτε “ευθύνη”, ούτε “περηφάνια”, ούτε “βάρος” είναι για μένα». «Μήπως τότε “ολοκλήρωση”, για αυτό που φέρατε ως συγγραφέας, από το πρώτο σας κιόλας βιβλίο, τέλη της δεκαετίας του ’40;». Συμφωνεί σ’ αυτό: «Ναι. Είναι αυτό που λέτε: Ολοκλήρωση. Νιώθω πως ό,τι ξεκίνησα, από πολύ νέος, κατά κάποιο τρόπο ολοκληρώθηκε. Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό!». 
 
 
Αναρωτιέμαι πότε σταμάτησε να αισθάνεται ο ίδιος αμήχανα όποτε τον ονόμαζαν «συγγραφέα», πότε αποδέχθηκε αυτό το ταλέντο με το οποίο γεννήθηκε ως κύριά του εργασία, αλλά και ως μέσο βιοπορισμού. Χαμογελά ξανά – επιλέγει να μου πει μια ιστορία αυτή τη φορά. «Αμήχανα ένιωσα όταν το 1961 απέκτησα τηλέφωνο και για να εγγραφώ στη λίστα των συνδρομητών τού τότε ΟΤΕ, έπρεπε να δηλώσω, εκτός από όνομα, διεύθυνση κ.λπ και “επάγγελμα”. Εκεί είπα “συγγραφέας”. “Αυτό δεν είναι επάγγελμα!”, μου εξήγησε ο αρμόδιος υπάλληλος των καταχωρίσεων. “Τι είναι;”, τον ρώτησα. “Επάγγελμα λέγεται μια εργασία που, όταν απεργεί ο κλάδος της, συμβαίνει μια κοινωνική διαταραχή. Τρόλεϊ, λεωφορεία, τρένα, αεροπλάνα, όταν απεργούν, ο κόσμος δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του. Μια απεργία συγγραφέων ποιον θα βλάψει; Άλλο το θέατρο. Οι ηθοποιοί είναι επαγγελματίες, γιατί μια απεργία τους βλάπτει το κοινωνικό σύνολο, που θέλει ή να διασκεδάσει ή να δει μια αξιόλογη σοβαρή παράσταση”. “Κατάλαβα”, του είπα κι έφυγα από το κτήριο του ΟΤΕ στεναχωρημένος. Με τα χρόνια, όμως, η συγγραφή καθιερώθηκε ως αποκλειστική ενασχόληση. Μόνο που δεν είναι “μισθωτή εργασία”. Οι συγγραφείς, τουλάχιστον στον τόπο μας όπου δεν υπάρχει μεγάλη αγορά του βιβλίου, βιοπορίζονται από αλλού – είτε στη διαφήμιση, είτε στη δημοσιογραφία, όπως εγώ για 30 χρόνια, είτε στις μεταφράσεις, είτε στην επιμέλεια βιβλίων, είτε ως σεναριογράφοι, είτε και ως “μονόχορδα μπουζούκια σε ρυθμούς τσάρλεστον”.
 
Τελευταία, στην Ιταλία και Γαλλία, πολλοί συγγραφείς βιοπορίζονται και ως “σεφ” μαγειρικής. Μάλιστα, στην Ιταλία, ένας ποιητής, ως “σεφ”, καθιέρωσε μια μακαρονάδα δικής του επιλογής “σπαγέτι α λα πουτανέσκα”!». Γελά ξανά. Είναι, πράγματι, όπως είχα, άλλωστε, διαβάσει προηγουμένως, ένας αισιόδοξος άνθρωπος, εξωστρεφής, κοινωνικός – ή τουλάχιστον αυτό δείχνει. Θα νιώσει αμήχανα, για άλλη μια φορά, όταν του αναφέρω τις 33 γλώσσες στις οποίες είναι μεταφρασμένο το «Ζ» –  αριθμός ρεκόρ για Έλληνα συγγραφέα και βάσει μιας στατιστικής του ΕΚΕΒΙ (σ.σ Εθνικό Κέντρο Βιβλίου), στην πεζογραφία, που δημοσιεύτηκε πριν από μερικά χρόνια, ο δεύτερος πιο μεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας, μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. «Σε όλη μου τα ζωή θυμάμαι να γράφω!», μου εξηγεί. «Εκτός από τα τρία χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας -οι τελευταίοι έξι μήνες ήταν, αθροιστικά, οι μέρες φυλακής “διότι ευρέθην κατά εν κομβίον αποκεκομβιωμένος”- και το 1981-1984 που ήμουν στην ΕΡΤ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής, υπεύθυνος για το πρόγραμμα, ως εργασιοθεραπεία. Ξέρετε κάτι; Η γραφή με ανακουφίζει από το βάρος της ύπαρξης. Είναι κι αυτή “εργασιοθεραπευτική”». Συμφωνεί να πάρουμε τη ζωή του απ’ την αρχή… Κάποια ψήγματα, έστω…
 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Η μητέρα σας ήταν απόφοιτη της Σχολής Καλογραιών της Τήνου και ο πατέρας σας δικηγόρος, πολιτευτής της Καβάλας, βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου για ένα εξάμηνο – μορφωμένοι άνθρωποι. Αν δεν μεγαλώνατε μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που να ευνοεί τα γράμματα, πιστεύετε πως η εξέλιξή σας θα ήταν διαφορετική;

Φυσικά και θα ήταν διαφορετική, αν δεν είχα τη στήριξη της οικογένειάς μου. Όμως δεν αρκούσε αυτό. Με έστειλαν και σε πολύ καλά σχολεία: «Καρυωτάκη» στην Καβάλα, «Βαλαγιάννη» στη Θεσσαλονίκη, «Αμερικανικό κολέγιο “Ανατόλια”», όπου οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι του ΕΑΜ, που δεν είχαν πρόσβαση σε σχολεία του Δημοσίου. Γι’ αυτό και η παιδεία είναι το άλφα και το ωμέγα! Απ’ την άλλη, ο πατέρας μου, πράγματι, είχε πάρει μέρος στο «Κίνημα της Δημοκρατικής Άμυνας» του Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1935, στην Καβάλα, οι κινηματίες στρατιωτικοί εκτελέστηκαν κι οι πολιτικοί που μετείχαν στο Κίνημα καταδικάστηκαν σε ισόβια. Μα, ακολούθησαν οι βουλευτικές εκλογές του 1936 και εξελέγη πρώτος βουλευτής του νομού. Η θητεία του, όμως, στη Βουλή  κράτησε μόνο ένα εξάμηνο. Γιατί στις 4 Αυγούστου, έγινε η δικτατορία του Μεταξά. Οπότε, καταλαβαίνετε, το μήλο έπεσε…

 
Όταν δείξατε στους γονείς σας το πρώτο σας γραπτό, ίσως στο σχολείο ακόμη, τι σας είπαν; Σας απέτρεψαν από το να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Υπήρχε, δηλαδή -και εκείνη την εποχή- η εντύπωση πως η Τέχνη οδηγεί τον επαγγελματία στην «ψάθα»;
Τα πρώτα μου γραπτά ήταν ποιήματα. Στις βεγγέρες των γονιών μου, ο πατέρας μου με καλούσε για να διαβάσω ποιήματά μου στην ομήγυρη. «Τον τόμο!», μου έλεγε, «φέρε τον τόμο!». Ο τόμος ήταν το μπλοκ με σκληρό εξώφυλλο, όπου τα έγραφα. Τώρα βρίσκεται -κι αυτό- όπως και το μεγαλύτερο μέρος των αρχείων μου, στο «Howard Gottlieb Archives Collection», στο  «Boston University», στις Η.Π.Α. Όμως, έχετε δίκιο για την «ψάθα». Όταν, 18 χρονών, είπα στον πατέρα μου ότι ήθελα να ζήσω αποκλειστικά σαν συγγραφέας, μου είπε «βρες μου άλλους στην Ελλάδα που να ζήσανε μόνο απ’ τα γραφτά τους». Έψαξα σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά και βρήκα μόνο δύο: Τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Δημοσθένη Βουτυρά. Και μου απάντησε: «Ο Καζαντζάκης, όμως, πήρε πρώτα πτυχίο της Νομικής Σχολής, που εσύ δεν θέλεις. Κι ο Βουτυράς πέθανε στην ψάθα». Έτσι, για να μην του χαλάσω το χατίρι, σπούδασα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι αποφοιτώντας του χάρισα το δίπλωμα.
 

 
Πώς είναι το συναίσθημα τού να παίρνετε ξανά στα χέρια σας ένα βιβλίο που είχατε γράψει περίπου τότε, 70 χρόνια πριν, το 1949, στην εφηβεία σας ακόμη, όπως συνέβη πρόσφατα, όταν επανακυκλοφόρησε, από τις «Εκδόσεις Gutenberg», εκείνο το πρώτο σας γραπτό, «Τα σιλό»;
Α, τώρα πραγματικά με χαροποιήσατε πολύ με αυτή την ερώτησή σας. Το είχα γράψει, πράγματι, σε ηλικία 14 χρονών. Και στη Μεταπολίτευση, που όλοι οι εκδότες μου ζητούσαν χειρόγραφα, το έδωσα σε έναν της συμφοράς και τόσο δεν μου άρεσε σαν έκδοση, που όταν το άνοιγα μου κοβόταν η όρεξη να το διαβάσω… Μόνο στις «Εκδόσεις Gutenberg» το απόλαυσα, χάρις στον «μάγο» της τυπογραφίας, τον Γιάννη Μαμάη. Το διάβασα απνευστί, με μεγάλη συγκίνηση, αλλά και θαυμασμό μαζί. «Καλά, πού τα ήξερα όλα αυτά;», αναρωτήθηκα. Έγραφα μόνο ποιήματα. Δεν είχα διαβάσει κανένα μυθιστόρημα, εκτός από αυτά που μαθαίναμε μέσες άκρες στο σχολείο: Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, κ.λπ. Αλλά, διηγήματα, μυθιστόρημα, ποτέ. Και το βάφτισα, 70 χρόνια μετά, σαν να ήμουν νονός, ως «το καλύτερό μου» μέσα στα 100 και βάλε, αυθαιρέτως. 
Από εκείνη την εποχή, των παιδικών σας χρόνων, τι κρατάτε; Τι παιδί ήσασταν; 
Μέχρι τα 13-14 χρόνια μου, μετά δηλαδή τη Γερμανό-Βουλγάρικη κατοχή, ήμουν παιδί της αλάνας. Πηδούσαμε φράχτες για να κλέψουμε δαμάσκηνα και βερίκοκα απ’ τις γειτονικές αυλές κι ενώ στο «Ανατόλια» μας εκπαιδεύανε στο εθνικό σπορ των ΗΠΑ, το μπάσκετ, η παρέα μου κι εγώ ήμασταν μανιακοί του ποδοσφαίρου. Ένας «ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί», άλλος «Άρης» κι εγώ «Μακεδονικός», που όταν ο στρατάρχης Τίτο, το 1948, ίδρυσε την έως τότε ανύπαρκτη  «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» με πρωτεύουσα τα Σκόπια, ο «Μακεδονικός» του ποδοσφαίρου κατέβασε τα ρολά, «εις ένδειξιν διαμαρτυρίας». 
 
Δεν ήσασταν, όπως συμβαίνει με άλλους ανθρώπους του πνεύματος, ένα παιδί «απομονωμένο από τους γύρω του» και «παράξενο»;
Ούτε «απομονωμένος» ήμουν, ούτε «παράξενο παιδί». Ώσπου συνέβη το κακό: Τα μαλλιά μου, άρχισαν να πέφτουν. Στην Καβάλα δεν υπήρχε ακτινολογικό. Έτσι, πήγαμε στη γειτονική Δράμα που είχε. Με ακτινοβόλησαν, σταμάτησα να χάνω  μαλλιά, αλλά ταυτόχρονα άλλαξα: Κλείστηκα στον εαυτό μου, απομονώθηκα, διάβαζα, δεν έβγαινα έξω, παραξένεψα. Και, χρόνια αργότερα, ένας πολύ γνωστός νευροχειρούργος, όταν του διηγήθηκα τι είχα πάθει μικρός, μου είπε ότι εκείνες οι πρωτόγονες ακτινοβολίες κατέστρεψαν τα υγιή κύτταρα του εγκεφάλου μου… Μη γελάτε! Κι εγώ δεν τον πίστεψα τότε. Το διασταύρωσα και στην Αμερική. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, άρχισα να γράφω. 
 

ΤΟ ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟ «Ζ»
Σε αυτά τα παιδικά και νεανικά σας βιώματα που μου περιγράψατε οφείλεται, πιστεύετε, η πρώτη ύλη του «διεθνούς» πια, διάσημου σε όλο τον κόσμο, «Ζ»;

Ναι. Το σπίτι μας, εξάλλου, στη Θεσσαλονίκη, ήταν διακόσια μέτρα απόσταση από εκεί που έγινε το έγκλημα. Εγώ, βέβαια, τότε ζούσα στην Αθήνα, αλλά έτρεξα πάνω κι έζησα από κοντά τις τρεις μέρες που ο Γρηγόρης Λαμπράκης ψυχορραγούσε στο νοσοκομείο «ΑΧΕΠΑ». Κι αυτό γιατί, ενώ ο εγκέφαλος ήταν νεκρός από το χτύπημα με το λοστό, το αθλητικό σώμα του βαλκανιονίκη εξακολουθούσε πεισματικά να αντιστέκεται…

 
Αναρωτιέμαι: Όταν γράφατε το «Ζ», διαισθανόσασταν πως αυτό το βιβλίο θα γινόταν τρόπον τινά η «ταυτότητά» σας;
Διόλου. Μάλιστα, στην Ελλάδα, δυο κριτικές που γράφτηκαν  πριν από το πραξικόπημα της 21ης  Απριλίου του 1967, ήταν άκρως αρνητικές. Η πρώτη μάλιστα έλεγε ότι το βιβλίο είναι αναξιόπιστο στο σύνολό του, από το γεγονός ότι «σύκα δεν υπάρχουν τον Μάη». Ένας τραμπούκος είχε πάγκο έξω από την Αγορά Μοδιάνο και πουλούσε σύκα από μια περιοχή της Χαλκιδικής που το μικροκλίμα της τα ωρίμαζε προώρως. Εξ αυτού, συμπέραινε ο κριτικός στη «Νέα Εστία» της 15ης Απριλίου εκείνης της χρονιάς, ότι το «ατύχημα» δεν ήταν ηθελημένο, η Αστυνομία δεν έκανε τα στραβά μάτια στους «αγανακτισμένους πολίτες» και τον Λαμπράκη δεν τον σκότωσε το τρίκυκλο, αλλά γλίστρησε κι έπεσε χτυπώντας στη «σοφία» του κρανίου του επάνω στο ρείθρο του πεζοδρομίου… Το βιβλίο, ωστόσο, μετά το πραξικόπημα, κυκλοφόρησε -τον ίδιο χρόνο- στη Γαλλία και στις ΗΠΑ και όταν δυο χρόνια μετά, τον Φλεβάρη του 1969, βγήκε στις αίθουσες η θαυμάσια ταινία του Κώστα Γαβρά, κυριολεκτικά απογειώθηκε κι έγινε σύνθημα του αντιδικτατορικού αγώνα, διεθνώς. Αυτό δημιούργησε εκείνο που αποκαλείτε κι εσείς και με το δίκιο σας, «ταυτότητα». Εγώ το λέω αλλιώς: Είναι σαν τη στάμπα που βάζει ο νομίατρος στα ζώα κι αυτή παραμένει ανεξίτηλη στο δέρμα τους, ακόμα κι όταν βγουν από τον φούρνο. Θέλω να πω, με άλλα λόγια, ότι το «Ζ» είναι μια σφραγίδα, δεν είναι η ταυτότητά μου.
 

 
Πολλοί, πάντως, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο, το 1966, το χαρακτήρισαν «πολιτικό μυθιστόρημα». Εσείς σήμερα πώς θα το ονομάζατε, 52 χρόνια μετά;
Αν δεν υπήρχε σαν τίτλος ήδη στο βιβλίο του Γκαρσία Μάρκες, θα το ονόμαζα «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Και φυσικά είναι, όπως λέτε, σαφώς πολιτικό μυθιστόρημα. Αλλά, όταν κυκλοφόρησε στην Ελλάδα προδικτατορικά, παρόλα τα δεινοσαυρικά ονόματα των μπάτσων -οι πρόγονοι της ταινίας  «Τζιουράσικ Παρκ» του Σπίλμπεργκ- παρόλο που η Θεσσαλονίκη έγινε «ουδετερούπολη» και η Γενική Ασφάλεια «γενικός διακόπτης», ακόμα φοβόμουν την ποινική δίωξη, καθώς η δίκη των ενόχων δεν είχε ολοκληρωθεί. Οπότε και κοτσάρισα, σαν υπότιτλο, το οξύμωρο «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος». Που, φυσικά, δεν υπάρχει σε καμιά ξένη μετάφραση του βιβλίου, γιατί «φανταστικό» και «ντοκουμέντο» είναι αντίθετα. Ή το ένα ή το άλλο! Έτσι, μπέρδεψα τη λογοκρισία.
 
Δεν «εγκλωβιστήκατε» ποτέ μετά, στις παραινέσεις τρίτων, να γράψετε «κάτι σαν το Ζ»; 
Πράγματι, όταν σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης στο αυτοκινητικό ατύχημα, την Πρωτομαγιά το 1976, όλοι οι εκδότες μου που είχαν γλυκαθεί με την εμπορική επιτυχία του «Ζ» -λόγω, επαναλαμβάνω, της εξαιρετικής ταινίας του Γαβρά- μου στέλναν συμβόλαια για να γράψω γι’ αυτή την καινούργια δολοφονία, αφήνοντας κενό την προκαταβολή που ήθελα και το ποσοστό του συγγραφέα. Εγώ, όμως, πρώτα έπρεπε να πεισθώ ότι ήταν δολοφονία κι ύστερα να τους απαντήσω. Έτσι, ρίχτηκα  στην έρευνα, σαν δημοσιογράφος που ήμουν. Αλλά, μετά από δυο μήνες, δεν μπορούσα να στοιχειοθετήσω το «έγκλημα». Οπότε, κάθισα κι έγραψα ένα μικρό βιβλιαράκι: «Ανεπίδοτη επιστολή  στον Αλέξανδρο Παναγούλη». Κάτι σαν ελεγεία ή μοιρολόι στον φίλο μου, που είχαμε πάει σε μια ταβέρνα, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, τρεις μέρες πριν – και εκεί σταμάτησα. Δεν απάντησα ποτέ στα «λευκά συμβόλαια» των ξένων εκδοτικών οίκων.  
 

Η ΕΜΠΝΕΥΣΗ, Η ΤΕΧΝΗ
Η ηλικία παίζει, πιστεύετε, κάποιο ρόλο στη συγγραφή – ρωτάω έναν άνθρωπο που ξεκίνησε να γράφει από τα 14 του, ξεπέρασε πια τα 80 του χρόνια, βλέπω στη βιβλιογραφία σας περισσότερα από 60 βιβλία και συνεχίζει να γράφει…

(χαμογελά) Η ηλικία δεν παίζει κανένα ρόλο στη συγγραφή και στις άλλες Τέχνες γενικότερα. Έχουν γραφτεί αριστουργήματα από νεαρούς, όπως ο Γάλλος συγγραφέας Raymond Radiguet, που πέθανε στα 22 του χρόνια κι άφησε δυο βιβλία που ακόμα διαβάζονται -μάλιστα το πρώτο του, το «Le diable au corps», ξαναήρθε στην επικαιρότητα με την περίπτωση Μακρόν που παντρεύτηκε την κατά πολύ μεγαλύτερη δασκάλα του- και άλλοι, όπως ο Αντρέα Καμιλιέρι, ο Σικελός μυθιστοριογράφος, πολύ αγαπητός στη χώρα μας, που άρχισε να γράφει στα 65 του χρόνια. Τώρα είναι 90. Και συνεχίζει ακάθεκτος! 

 
Πάντως, ζούμε σε μία χώρα όπου οι μισοί Έλληνες δηλώνουν «συγγραφείς» και «ποιητές»… Τι διαχωρίζει τον «καλό» λογοτέχνη από τον «κακό»; 
Ο Τσαρούχης το είπε τελεσίδικα: Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Τώρα τι διαχωρίζει τον καλό από τον κακό λογοτέχνη, είναι θέμα υποκειμενικό. Σ’ άλλον αρέσει η Χρυσηίς Δημουλίδου κι άλλος προτιμά τη Μαργκερίτ Ντυράς… 
 
Τότε, τι είναι Τέχνη και τι μη Τέχνη;
Τέχνη είναι να χτενίζεις καλά τα μαλλιά σου, όπως κάνουν οι κομμώτριες. Σε περίπτωση «φαλάκρας», τέχνη είναι και «η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ιονέσκο (γελά). Τα λέω έτσι χιουμοριστικά, γιατί τα όρια είναι δυσδιάκριτα.
 
Πώς είναι οι μέρες εκείνες που προσπαθείτε να γράψετε κάτι, αλλά δεν υπάρχει πουθενά έμπνευση, κύριε Βασιλικέ; Για πολλούς συγγραφείς αυτός είναι ο μεγαλύτερός τους φόβος!
Έμπνευση δεν υπάρχει. Η, καλύτερα, όπως το λεν οι Αγγλοσάξωνες για τη γραφή: «It is 10% inspiration and 90% perspiration» (σ.σ είναι 10% έμπνευση και 90% ιδρώτας). Στη δική μου περίπτωση, που δεν γράφω με συγκεκριμένο πλάνο, όπως κάνουν οι μπεστ-σελερίστες διεθνώς, η έμπνευση πηγάζει από την ίδια την πράξη της γραφής. Διά της τριβής παράγεται θερμότης. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα. Η ποιότητα του χαρτιού, διότι γράφω πάντα με το χέρι, παίζει μεγάλο ρόλο στην προθέρμανση. Ακόμα και οι στυλογράφοι είναι σημαντικοί. Όταν, λοιπόν, βρίσκω το θέμα, προς το τέλος της πρώτης γραφής -διότι θέμα εξαρχής δεν έχω- τότε στρώνομαι στη δουλειά της επεξεργασίας του θέματος. Και έχω καταλήξει, ότι το πιο σημαντικό σε ένα βιβλίο δεν είναι το γράψιμο, αλλά το μοντάζ – ένας σκηνοθέτης το κάνει στην ταινία του, με τη βοήθεια του μοντέρ, ενώ ο συγγραφέας πρέπει να το κάνει μόνος του.