«Το 1983 κι ενώ είχα τρέξει μέχρι τότε σε περισσότερους από 25 μαραθώνιους, αποφάσισα να λάβω μέρος στον υπερμαραθώνιο Αθήνα – Σπάρτη, μια απόσταση 250 χιλιομέτρων. Ήταν η πρώτη φορά που λάμβανα μέρος σε μια τόσο μεγάλη απόσταση και τα ονόματα που είχα να συναγωνιστώ ήταν πολύ σπουδαία, από διάφορες χώρες του κόσμου. Οι διοργανωτές, έχοντας την πείρα προηγούμενων χρόνων και μελετώντας πολύ καλά τη διαδρομή, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κανένας μαραθωνοδρόμος δεν μπορούσε να φτάσει στη Σπάρτη πριν από τις δέκα το πρωί.
 
Κι όμως. Ξύπνησα τους Σπαρτιάτες στις τέσσερις τα ξημερώματα και έτρεχαν άφωνοι με τις πιτζάμες να χτυπήσουν χαρμόσυνα τις καμπάνες. Αυτό με όπλισε με πολύ μεγάλη θέληση, που τον επόμενο χρόνο, το 1984, αποφάσισα να λάβω μέρος στον 6ήμερο υπερμαραθώνιο της Νέας Υόρκης. Η αλήθεια είναι ότι πήγα με σκοπό να τρέξω μόνο την πρώτη μέρα, να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ του 24ώρου και να εγκαταλείψω. Ίσως γι’ αυτό να ήμουν νευρικός και ανήσυχος πριν δοθεί η εκκίνηση, ενώ οι υπόλοιποι δρομείς  ήσαν ήρεμοι, λες και πήγαιναν εκδρομή. Εγώ ήμουν νευρικός λες και θα έκανα εκκίνηση εκατόν μέτρων.
 
Έδενα και ξέδενα τα κορδόνια μου, σαν να μην έβρισκα άλλη ευκαιρία στη ζωή μου να τα διορθώσω. Άρχισα να τρέχω μ’ ένα ρυθμό που τελικά αποδείχτηκε καταστροφικός. Έκανα τα πρώτα 43 χιλιόμετρα με χρόνο 2.52 και τα 80 σε 5.47. Πριν συμπληρώσω έντεκα ώρες, όμως, με έπιασε ένας δυνατός και βαθύς πόνος στο στήθος. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν πνευμονική ανεπάρκεια, αλλά πονούσα και στην πλάτη και στους μυς και στα πλευρά. Τα 160 χιλιόμετρα τα έκανα σε χρόνο 12 ώρες και 52 λεπτά, μια επίδοση που ήταν η πιο γρήγορη που είχε γίνει στην Αμερική, αλλά τα πράγματα δεν φαίνονταν να πηγαίνουν καλά. Εκτός από τον πόνο στο στήθος και στα πλευρά, άρχισα να νιώθω ένα κάψιμο κάτω από τα πόδια, είχαν βγάλει φουσκάλες, ενώ με είχαν πιάσει ζαλάδες. Αναγκάστηκα να σταματήσω για λίγο. Το στομάχι μου είχε πάει μέσα και όταν ζυγίστηκα, είχα χάσει σε λιγότερο από 15 ώρες επτά ολόκληρα κιλά. Με έπιασε πανικός κι αυτό ήταν το χειρότερο. Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί με εγκατέλειπαν οι δυνάμεις μου, γιατί το σώμα μου με πρόδιδε. Δεν με υπάκουε πια. Ήταν φανερό ότι ο στόχος μου, η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ του 24ώρου για το οποίο είχα πάει, δεν θα εκπληρωνόταν. Θα έπρεπε να τα μαζέψω και να αποχωρήσω ντροπιασμένος και καταπονημένος.
 
Στο τέλος της ημέρας, όμως, αποφάσισα να ξεκουραστώ για τέσσερις ώρες και να επιστρέψω στο στίβο, μπας και περισώσω τη χαμένη μου αξιοπρέπεια. Ο χρόνος μου μπορεί να ήταν η καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στην Αμερική -είχα 80 χιλιόμετρα διαφορά από τον δεύτερο- αλλά ήταν μόλις η πέμπτη καλύτερη σε παγκόσμια κλίμακα. Και τα πράγματα χειροτέρευαν. Στην τουαλέτα διαπίστωσα ότι τα ούρα μου ήταν κόκκινα ενώ ο πυρετός μου έφτασε τους 39 βαθμούς. Παρόλα αυτά, αποφάσισα να μην εγκαταλείψω, θα ένιωθα ντροπιασμένος.
 
Όταν ξύπνησα έβρεχε. Έβγαλα τα παπούτσια, έβαλα λίγη βαζελίνη στα δάχτυλά μου και μπήκα στο στίβο ξυπόλητος. Αλλά συνέχισα να τρέχω. Καταπόνησα το σώμα μου. Έφτασα τις αντοχές μου στα όρια, ροκάνισα τη σάρκα μου, οι φουσκάλες στα πόδια έγιναν συμφορά, οι φλέβες μου ήθελαν να πεταχτούν και να εγκαταλείψουν το σώμα μου, αλλά εγώ έτρεχα. Και έτρεχα μέχρι που έσπασα τη δεύτερη μέρα το παγκόσμιο ρεκόρ κατά δέκα χιλιόμετρα. Οι εφημερίδες έγραψαν ότι θύμιζα τον αναστημένο Λάζαρο. Κι ας έμοιαζα με λείψανο. Τότε αποφάσισα πως μόνο αν πέσω κάτω και δεν μπορώ να σηκωθώ, θα σταματούσα να τρέχω. Κι ας ήξερα ότι μπορούσε να ήταν αυτοκτονία. Κι ας ήξερα ότι το σώμα μου δεν ήταν σε θέση να με ακολουθήσει. Τις τέσσερις μέρες που ακολούθησαν, είναι δύσκολο να τις περιγράψω.
 
Κόπηκαν και τα δέκα δάχτυλα των ποδιών μου και έτρεχαν αίμα. Εγώ, όμως, συνέχισα να τρέχω. Κουλούριαζα τα δάχτυλα για να μην αγγίζουν κάτω οι πληγές. Κινδύνεψα να πάθω πλατυποδία. Τα πόδια μου έμοιαζαν με πρησμένα κούτσουρα. Η σωματική κίνηση γινόταν με μεγάλη δυσκολία. Τα χείλη μου είχαν ξεραθεί. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από πάνω μου. Όλες μου οι αρθρώσεις πονούσαν. Ένιωθα μια γεροντική εξάντληση. Το σώμα μου πονούσε σε κάθε κίνηση. Αλλά μπήκα στο χορό και έπρεπε να χορέψω. Δεν είχα καμιά πρόθεση να σταματήσω. Και το ένα ρεκόρ, διαδεχόταν το άλλο. Μέχρι το τέλος του εξαήμερου αγώνα, το μεσημέρι της Κυριακής, όλα τα ρεκόρ του προηγούμενου αιώνα, είχαν καταρριφθεί. Δεκαπέντε παγκόσμια ρεκόρ που είχαν να καταρριφθούν από το 1888, αποτελούσαν παρελθόν».
 
* Ο Γιάννης Κούρος είναι Έλληνας υπερμαραθωνοδρόμος με περισσότερα από 160 ρεκόρ. Συγκεκριμένα κατέχει όλα τα παγκόσμια ρεκόρ από τα 100 έως τα 1000 μίλια, από τα 200 έως τα 1600 χλμ και από τις 12 ώρες έως και τα 11 μερόνυκτα τρέξιμο.