Είναι άστοχη επανάληψη να λέμε εάν και εφόσον, σκοποί και στόχοι και τα όμοια;

Ένας φίλος, που δεν είναι «επαγγελματίας της γλώσσας» -παρότι καλό θα ήταν να αντιμετωπίζαμε τη γλώσσα με επαγγελματισμό, παρά ως ευκαιρία ανασκολοπισμού όλων των θεωριών, που δεν μας «ταιριάζουν»- έχει όμως αισθητήριο και παρατηρητικότητα, με ρωτούσε τις προάλλες αν είναι ορθό να λέμε «εάν και εφόσον», αφού πρόκειται ουσιαστικά για πλεονασμό. Βέβαια, ο εάν είναι αμιγώς υποθετικός σύνδεσμος, ενώ το εφόσον χρονικοϋποθετικός, προσδίδει δηλαδή και την έννοια της τοποθέτησης στον χρόνο σε σχέση με συγκεκριμένη πράξη.

Αυτά όμως είναι «ψιλά» γράμματα, μικροφιλολογικές παρατηρήσεις, που για να αποδειχθούν χρειάζεται κανείς να μελετήσει ογκώδεις βάσεις γλωσσικών δεδομένων, να εξαγάγει στατιστικά συμπεράσματα και τα όμοια. Ο μέσος αναγνώστης, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο χρήσης της γλώσσας, αφού είναι ο δημιουργός του γλωσσικού αισθήματος, της συλλογικής δηλαδή συνείδησης γύρω από τη χρήση του ενός ή του άλλου τύπου, ταυτίζει τους δυο αυτούς συνδέσμους (το εάν και το εφόσον) και δίκαια επομένως μπορεί να διερωτάται κανείς αν πρόκειται για λάθος, για μια άκαιρη επανάληψη.

Βέβαια, όπως είχαμε την ευκαιρία να τονίσουμε πολλές φορές μέσα απ’ αυτήν τη στήλη, σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, η έννοια του σωστού και του λάθους είναι πολύ σχετική, αφού εδώ ποικίλες υφολογικές, σημασιολογικές και άλλες παράμετροι μπορεί να ερμηνεύουν αυτό που εκ πρώτης όψεως φαντάζει ως «λάθος».

Στο προκείμενο: η φράση αυτή διασώζεται ως εκφραστικός τρόπος που προσδίδει επίταση (ένταση δηλαδή) σε μια δήλωση, που μεγαλώνει το μέγεθος της υπόθεσης («εάν και εφόσον καταβάλει τα δίδακτρα θα του επιτραπεί να συνεχίσει να φοιτά στο Πανεπιστήμιο»= μόνο στην περίπτωση που θα καταβάλει τα χρήματα, χωρίς να ανοίγεται κανένα «παραθυράκι» για διαφορετική αντιμετώπιση). Επιπλέον, η διπλή υπόθεση υποδηλώνει και ένα είδος αμφιβολίας ως προς το τελικό αποτέλεσμα (Στο προηγούμενο παράδειγμα, υπονοείται ότι αυτός που εκφέρει την πρόταση δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι τελικά θα καταβληθούν τα χρήματα, όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να σημαίνει ένα απλό «εάν»). Επομένως, διαφοροποιήσεις σε επίπεδο ύφους είναι που επιτρέπουν πολλές φορές επαναλήψεις ή άλλα θεωρούμενα ως συντακτικά «λάθη». Έτσι λειτουργεί, εξάλλου, και ο προφορικός λόγος, που είναι όμως μια άλλη υπόθεση.

Κατά ανάλογο τρόπο λέμε «σκοποί και στόχοι», όπου κι εδώ υπάρχει ένας προφανής πλεονασμός, ο οποίος όμως εδώ λειτουργεί σημασιολογικά με διαφορετικό τρόπο σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα (όπως λειτουργεί υφολογικά με διαφορετικό τρόπο το «εάν και εφόσον»). Έτσι, στη γλώσσα της ψυχολογίας «σκοποί» είναι οι ενδιάμεσοι σταθμοί για να φτάσει κανείς στον τελικό «στόχο».