Οι Γάλλοι έχουν την Καμίλ Κλοντέλ. Την ταλαντούχα γλύπτρια που ερωτεύτηκε τον Ροντέν, κλείστηκε στο ψυχιατρείο και πέθανε άσημη και δυστυχισμένη. Οι Ολλανδοι έχουν τον Βαν Γκογκ και οι Έλληνες τον Γιαννούλη Χαλεπά. Καλλιτέχνες που σήμερα δοξάζονται κι οι τραγικές τους ζωές διαβάζονται σαν παραμύθι αποτελώντας έμπνευση για συγγραφείς και σκηνοθέτες.
Καθώς αποβιβάζεσαι στο λιμάνι της Τήνου ένα από τα πρώτα πράγματα που αντικρίζεις είναι τεράστια πανό με την εικόνα του Γιαννούλη Χαλεπά. Στον Πύργο, αφήνοντας το αυτοκίνητο στο δημόσιο χώρο στάθμευσης και μπαίνοντας στο χωριό, το πρώτο που βλέπεις είναι το Μουσείο Χαλεπά, που στεγάζεται στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο γνωστός (σήμερα) γλύπτης. Η Τήνος, αλλά κι ολόκληρος ο Ελληνισμός, τον ανακαλύπτει εκ νέου και τον ανεβάζει στο βάθρο που του αξίζει.

Ογδόντα χρόνια μετά το θάνατό του. Ως αντίβαρο στην τραγική ζωή που βίωσε και η οποία σήμερα μας συγκλονίζει σαν μέρος ενός μύθου, που είναι όμως πραγματικότητα, όπως -ενδεχομένως- πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες που διαδραματίστηκαν σε προηγούμενες εποχές, με διαφορετικές αντιλήψεις.
Πολλές εξιστορήσεις του βίου του Τήνιου καλλιτέχνη αποδίδουν ευθύνη στη μάνα. Τη μάνα που απαγόρευσε στο γιο της να ασχολείται με την τέχνη και τον καταδίκασε να είναι ο τρελός του χωριού. Στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, η Αθηνά που μας ξεναγεί στην έκθεση με τα έργα του Χαλεπά έχει μια άλλη ανάγνωση για το θέμα και μας καλεί να αναλογιστούμε το κλίμα της εποχής. Ο πατέρας του, είχε μεγάλη επιχείρηση μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στο Βουκουρέστι, τη Σμύρνη και τον Πειραιά. Κι ήθελε όπως ο μεγάλος του γιος τον διαδεχτεί αναλαμβάνοντας την επιχείρηση. Ως επιχειρηματίας όμως, όχι ως γλύπτης, όπως επιθυμούσε ο ίδιος.
Παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, με εμφανές ήδη το ταλέντο του, μπήκε στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου. Μυστηριωδώς, έχοντας ήδη διακριθεί με το έργο του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης και ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», στο χρόνο η υποτροφία διακόπτεται. (Ποιος πίεσε άραγε για αυτό;).
Επιστρέφει και καταλήγει στην Αθήνα όπου του αναθέτουν να φτιάξει ένα γλυπτό για μια 18χρονη που πέθανε από φυματίωση. Τη Σοφία Αφεντάκη. Και προκύπτει η «Κοιμωμένη» το διασημότερο έργο του, αλλά και το πιο γνωστό γλυπτό του Α’ Κοιμητηρίου Αθηνών.

Με το έργο αυτό γίνεται γνωστός στην εύπορη αθηναϊκή κοινωνία και δέχεται παραγγελίες. Την περίοδο εκείνη γνωρίζει κι ερωτεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαριγώ Χριστοδούλου, οι γονείς της όμως δεν συναινούν στην οποιαδήποτε μεταξύ τους σχέση. Πληγωμένος από αυτό και βαθιά απογοητευμένος από το γεγονός ότι η πόρτα του εξωτερικού έχει κλείσει ενώ η ελληνική αγορά δεν ήταν έτοιμη -όπως πίστευε- να αναγνωρίσει το ταλέντο του, αρχίζει να φλερτάρει με το σκοτάδι. Καταστρέφει τα έργα του, αποπειράται να αυτοκτονήσει και κλείνεται στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας για 14 χρόνια.
Από το 1888 μέχρι το 1902, χρονιά που πεθαίνει ο πατέρας του και η μάνα του πάει στην Κέρκυρα, τον βγάζει από το ψυχιατρείο και τον μεταφέρει στο νησί. Πράξη που δείχνει αγάπη και διαψεύδει το σενάριο της κακιάς μάνας που φταίει για όλα τα δεινά του παιδιού της. Ωστόσο ναι, του απαγόρευσε να ασχοληθεί ξανά με την τέχνη και του κατέστρεφε ό,τι, παρά τις εντολές της, έφτιαχνε. Ακόμα κι αυτό όμως, αν το δει κάποιος μέσα στο πνεύμα της εποχής, μπορεί να το αιτιολογήσει: Θεωρούσε ότι η τέχνη ήταν υπαίτια για την ασθένεια του γιου της. Την ίδια πεποίθηση εξάλλου είχαν και οι γιατροί.
Στο ψυχιατρείο, είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε δημιουργούσε. Από όλα εκείνα που προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, πεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου βρέθηκε τυχαία το 1942. Έτσι λοιπόν μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο, η μάνα του, ως εργασιοθεραπεία του ανέθεσε να προσέχει ζώα και δεν ήταν παρά ο τρελός του χωριού που μάζευε γόπες από χάμω για να καπνίσει. Μόνο όταν πέθανε η μητέρα του, το 1916 μπόρεσε να αφοσιωθεί σε αυτό που πάντα ήθελε. Ήταν πια 65 χρόνων.
Η περίοδος που ξεκινά, η λεγόμενη “μεταλογική”, θα τον βρει να συμβαδίζει με τον μοντερνισμό και να εργάζεται μόνο με πηλό ή γύψο, χωρίς μοντέλα. Την περίοδο αυτή θα γεννηθούν «Η μεγάλη αναπαυόμενη», «Η μεγάλη ονειρευόμενη». Απεξαρτημένος από τον φόβο της αναγνώρισης και με την πείρα της βαθιάς ενδοσκόπησης στα χρόνια του ψυχιατρείου, ο Χαλεπάς είναι πιο αυθεντικός από ποτέ. Το ύφος του εκείνη την εποχή, όπως αναφέρει η Εθνική Πινακοθήκη, εμφανίζεται ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση.
Οι μορφές του γίνονται στιβαρές, επιβλητικές, μερικές φορές σχεδόν ιερατικές, εσωστρεφείς και αποτραβηγμένες σε ένα δικό τους κόσμο, και οι συνθέσεις αποτελούνται από όγκους συμπαγείς, χωρίς κενά, κατεργασμένους τόσο, ώστε να τονίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία της φόρμας.
Το 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον προτρέπει να εγκατασταθεί στο σπίτι της και ο ιδιοφυής γλύπτης θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα εργαστεί εντατικά. Αγαπημένα θέματα που επαναλαμβάνει είναι η «Μήδεια», ο «Σάτυρος και ο Έρως», το «Παραμύθι της Πεντάμορφης». Τα επόμενα 8 χρόνια έζησε τη δόξα και αναγνωρίστηκε ως ένας ιδιοφυής καλλιτέχνης. Μια ημιπληγία θα νεκρώσει το δεξί του χέρι και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Από το σύνολο των έργων του σώθηκαν γύρω στα 150 γλυπτά καθώς και αριθμός σχεδίων. Μεγάλο μέρος βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειας Β. Χαλεπά, στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο, καθώς και σε ιδιώτες.

Φέτος, με αφορμή τα 80 χρόνια από το θάνατό του, η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Τήνος έχει οργανώσει σειρά εκδηλώσεων τόσο στο ίδιο το νησί όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ανάμεσα σε άλλα συνεχίζεται, μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, στο Μουσείο Μαρμαροτεχνίας στον Πύργο η έκθεση «Γιαννούλης Χαλεπάς: επιστροφή στον Πύργο».

Η έκθεση περιλαμβάνει αυθεντικά σχέδια και έργα σε γύψο καθώς και φωτογραφίες και άλλα ντοκουμέντα. Επίσης, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών κατά τη διάρκεια των μηνών Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2018 θα ερμηνεύσει, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τη Συμφωνία «Χαλεπάς» του Γιώργου Πλουμπίδη, ενώ οι ταχυδρομικές υπηρεσίες της Ελλάδας έχουν εκδώσει συλλεκτικό γραμματόσημο με πορτρέτο του, φιλοτεχνημένο από τον ζωγράφο Πέτρο Ζουμπουλάκη.
Να σημειώσουμε δε πως η Ρέα Γαλανάκη στο τελευταίο της βιβλίο «Δυο Γυναίκες, Δυο Θεές» (Εκδ. Καστανιώτη), στη μία από τις δύο νουβέλες- «Αθηνά Βοσκοπούλα»- εμπνέεται από το ομώνυμο έργο του Χαλεπά, αλλά και την ίδια τη ζωή του τραγικού καλλιτέχνη.