Έχοντας μόλις παρουσιάσει τις ποιητικές του συνθέσεις «Η ακτημοσύνη των λέξεων» (Αιγαίον) και «Ερημίτης Όμβριος – Οξύτονα για τον Καρούζο» (Bibliotheque), αμφότερες του 2022, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος εξέδωσε πριν από μερικές μέρες και την 9η ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Φόβοι» (Αρμίδα). Σ’ αυτή αντικρίζει τον φόβο σαν ένα τείχος που μας εμποδίζει να προχωρήσουμε, αλλά και σαν κλήση ετοιμότητας και ξόρκι απέναντι στον κίνδυνο. Όπως ο ίδιος σημειώνει, ίσως το να ζεις είναι ένας παρατεταμένος εθισμός στους φόβους και το αναπάντεχο.
– Ποιους φόβους φοβάσαι περισσότερο; Το να ζεις είναι, ίσως, από μια άποψη, ένας παρατεταμένος εθισμός στους φόβους και το αναπάντεχο. Σ’ αυτή τη διάρκεια είναι φυσικό κάποιοι φόβοι να εξομαλύνονται και κάποιοι άλλοι να ανακύπτουν με περισσότερο ή λιγότερο απειλητικό πρόσωπο. Αυτό που περισσότερο με τρομάζει αυτήν τη στιγμή είναι η χωρίς όρια περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής και γενικότερα της ζωής στον πλανήτη, η σχεδόν πλήρης αποθηρίωση του ανθρώπινου όντος, σε όλα τα επίπεδα, ο εκμαυλισμός της παιδικότητας και της εφηβείας στα βρόχια μιας αφηνιασμένης βιαιότητας, αλλά και το χάσιμο αγαπημένων προσώπων χωρίς να έχει προηγηθεί η διεργασία συμφιλίωσης με το γεγονός της απώλειάς τους. Ακόμα, ο φόβος της εκκρεμότητας, η αίσθηση πως μπορεί να καταστώ, ξαφνικά, εκπρόθεσμος σε κάποια σημαντικά πράγματα που κάνω, όπως λ.χ. να φύγεις αφήνοντας πίσω σου ανολοκλήρωτο έναν συρφετό από γραμμένες και άγραφες σελίδες. Αλλά, θα μπορούσε να είναι η ζωή ενός ανθρώπου ή κάποιου που γράφει κάτι διαφορετικό από αυτό;
– Τι σου έχει στοιχίσει και πώς σ’ έχει ωφελήσει η ενασχόληση με την ποίηση; Μου έχει στοιχίσει αναρίθμητα εικοσιτετράωρα αβάσταχτης βασάνου με τις λέξεις, επώδυνης πάλης στο λευκό χαρτί, αγώνα για την ακρίβεια και τη «σωστή» έκφραση. Μου έχει στοιχίσει, με άλλα λόγια, μια θαρρετή «απόσπαση» από τον κόσμο, μέσα από την οποία επιχειρείς να αποσπάσεις κάτι απ’ αυτόν, προσπαθώντας να το ανταποδώσεις, με την προσίδια, βέβαια, επίγνωση της ασημαντότητας του διαβήματος. Την ίδια ώρα, μ’ έχει βοηθήσει να κατανοήσω, όσο αυτό είναι μπορετό, διεισδυτικότερα τον εαυτό μου, να βυθομετρήσω το χάσμα ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο απάνθρωπο, να κάνω ορατό το σημείο που με κτύπησε η αθλιότητα, όπως λέω σ’ έναν στίχο. Κοντολογίς, με συνδράμει να βρω τη θέση μου στον κόσμο κατοχυρώνοντας ένα «σημείο ευστάθειας» ανάμεσα στην περιρρέουσα παράνοια και τον καλπάζοντα παραλογισμό.
– Πιστεύεις ότι κρύβεται ένας ποιητής μέσα σε κάθε άνθρωπο; Ποίηση δεν είναι μόνον η γραπτή. Να θυμίσω τον περίφημο στίχο του Καρούζου: «η γραπτή ποίηση σωριάστηκε στο στήθος μου σαν ένα τίποτα». Το πιο θαυμαστό ίσως πράγμα, πέραν από τα έργα τέχνης, είναι η ίδια η ποιητικότητα του κόσμου αλλά και εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργίας- όχι της οποιασδήποτε, βέβαια, γιατί ανθρώπινη δημιουργία, όπως λέει ο Καστοριάδης, είναι και τα γκουλάγκ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.λπ. Επίσης, η ποίηση των ανθρώπινων συναντήσεων, η ποίηση που μπορεί να κρύβεται σε μιαν απλή χειρονομία, η ποίηση, ακόμα, της σιωπής. Υπό αυτή την έννοια, κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, έστω κι αν δεν είναι «ποιητής» με την τρέχουσα σημασία, να φερθεί ποιητικά. Η ποίηση, ωστόσο, αναδύεται εκεί που εμφανίζεται μια επιτακτικότητα να υπάρχει. Όπως έλεγε ο Νερούδα, η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτούς που τη γράφουν, αλλά σ’ εκείνους που την έχουν ανάγκη. Κι αυτή η ανάγκη προσλαμβάνει ποικίλες μορφές και μπορεί να επισκεφθεί τον καθένα.
– Έχει «υπερδυνάμεις» η καλλιτεχνική δημιουργία; Τι μπορεί ν’ αλλάξει γύρω μας; Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί, όμως, ν’ αλλάξει τη ζωή κάποιου, να τον εμβάλει στη διαδικασία ενός εσωτερικού μετασχηματισμού, είτε ως φορέα του καλλιτεχνικού λόγου, είτε ως δέκτη. Μπορεί, ακόμα, ν’ αλλάξει τον τρόπο που αντικρίζουμε τα πράγματα, να προσφέρει ένα άλλο βλέμμα, μιαν άλλη θέαση. Περισσότερο, ωστόσο, από το ν’ αλλάζει τον κόσμο, η τέχνη μάλλον αλλάζει από αυτόν, μέσα σε μια ιστορική διαδικασία αργόσυρτη, γι’ αυτό ελάχιστα διακριτή με το πρώτο βλέμμα. Καθώς, όμως, ο κόσμος, η ιστορική πραγματικότητα, αλλάζει την τέχνη, μπορεί και η τέχνη να συμβάλει, κατά το μάλλον ή ήττον, στη δική του αλλαγή, να συνδιαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ένα γόνιμο και ίσως απελευθερωτικό πέρασμα.
– Απολαμβάνεις περισσότερο να γράφεις ή να διαβάζεις; Η γραφή και η ανάγνωση είναι για μένα μια αμφίδρομη δραστηριότητα, βαθύτατα σωματική, που διεισδύει διαρκώς η μια μέσα στην άλλη. Κάθε συγγραφική στιγμή παραπέμπει σε μιαν αναγνωστική παλίνδηση- και το αντίστροφο. Άλλωστε, ήταν η ίδια η πρακτική της ανάγνωσης που μόχλευσε μέσα μου την επιθυμία της γραφής, διαβάζοντας πρώτη φορά, όντας φοιτητής, το «Φαρέτριον» του Νίκου Καρούζου. Ωστόσο, θα δεχόμουν πως η ανάγνωση ενός αριστουργηματικού βιβλίου προσφέρει μιαν απόλαυση ασύγκριτη σε σχέση με το να γράφεις.
– Ποια θα είναι η τελευταία σου λέξη; Δύσκολο να το πω. Αν εννοείς την επιθανάτια, ίσως να μην προλάβω καν να την πω. Και αν ίσως το καταφέρω, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορισμένη συνθήκη της εκδημίας. Ίσως μια φράση του τύπου «είμαι τυχερός που σας γνώρισα», αν έχω την ευλογία να εκδημήσω περιτριγυρισμένος από αγαπημένα πρόσωπα. Αν εννοείς, πάλι, την τελευταία λέξη του συγγραφικού μου έργου, αυτό ίσως είναι ακόμη πιο αδύνατο να ειπωθεί. Δεν μπορείς να ξέρεις πότε αυτό θα τελειώσει και πώς. Αν και πιθανόν να είναι προγραμμένο μέσα στην πρώτη λέξη που εξέφερες. Πάντως, για κάποιους συγγραφείς, που η ζωή τους είναι πλήρως ταυτισμένη με τη γραφή, η τελευταία φράση του τελευταίου τους βιβλίου είναι ίσως και η τελευταία πράξη της ζωής τους. Δεν νομίζω, πάντως, πως εγώ συγκαταλέγομαι σ’ αυτούς.