Έχοντας ως αντικείμενο έρευνας τις διασυνδέσεις μεταξύ λογοτεχνίας, ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας και όντας μάχιμη εκπαιδευτικός και αξιολογήτρια εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η Θέκλα Γεωργίου αποπειράται την έκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής με τίτλο «Υποθαλάμια». Είχαν προηγηθεί δημοσιεύσεις ποιημάτων, διηγημάτων και δοκιμίων της σε συλλογικές εκδόσεις και ιστότοπους. Έφτασε όμως η ώρα για να λυτρωθεί εκδοτικά «αυτό, που δίνει γροθιές στο στομάχι,/ και πηδάει στης πόλης τα δώματα».
– Τι βρίσκεται υποθαλάμια; Υπάρχουν μερικοί αύλακες που οδηγούν σε μια καταβύθιση, αμφίδρομα ενδότερη κι εξώτερη, σ’ ένα ασυνείδητο ατομικό και συλλογικό με μέλημα καθετί ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ό,τι εν ολίγοις διασφαλίζει την ισορροπία και ρυθμίζει τις κοινωνικές μας διεργασίες. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπαρξιακή αναμέτρηση του κάθε όντος per se που στρέφεται σε ό,τι προηγείται του λυρικού ρομαντισμού, εστιάζοντας στον νατουραλιστικό και υπερρεαλιστικό σχολιασμό των πραγμάτων, με επιμελημένα ελεγχόμενο συναισθηματισμό.
– Προς τα πού στρέφεται αυτή η συλλογή; Εστιάζοντας σ’ ένα ανθρωπογενές περιβάλλον, περιστρέφεται προς τα ίδια τα πράγματα, την αντίληψη της πραγματικότητας του καθενός, αναβιωμένη κι ανακυκλωμένη κάθε φορά. Η ανασύστασή της επιχειρείται μέσω της ποιητικής λειτουργίας με τεχνικές ψυχικού αυτοματισμού. Αποκαλύπτεται έτσι η ανάγκη για μια βαθύτερη κατανόηση της γνώσης του κόσμου, καθώς και η προσπέλαση της σωματικότητας της γνώσης γενικότερα, με γνώμονα την άρση ορισμένων δυϊσμών: αυτών του σώματος και του λόγου, της λέξης και του πράγματος, του υποκειμένου και του αντικειμένου. Στην πρώτη ενότητα «Κάρνε», το σώμα, ως ατομικό και κοινωνικό φαινόμενο, αποτελεί την υλική σκευή αλλά και την persona μιας παρατήρησης γύρω από την οποία συστρέφονται τα τεχνικά και συγκινησιακά φορτία όπως και οι κραδασμοί μιας βιωματικής, της οποίας η κατάθεση κι η συνειδησιακή ενσάρκωση μετατίθεται στη δεύτερη ενότητα «Βόη/ντ».
– Ποια παρόρμηση σε ώθησε να εκδόσεις την πρώτη σου συλλογή; Μετά από πολλά χρόνια επεξεργασίας των ποιημάτων της συλλογής, υπήρχε μια έντονη ανάγκη να βρει το βιβλίο τη λύτρωσή του. Ένας κύκλος που έκλεισε και μια εσωτερική κι εξωτερική παρατήρηση των πραγμάτων που τελέστηκε και κραύγαζε να φύγει από μένα. Ωστόσο, και πάλι χρειαζόταν η εξωτερική ώθηση από αγαπημένους φίλους του χώρου που γνώριζαν τη δουλειά μου και με ενθάρρυναν επί σειρά ετών να απελευθερώσω το βιβλίο από το συρτάρι.
– Πώς συγκροτείται η ταυτότητα του ποιητή; Η ποιητική ταυτότητα συγκροτείται μέσα από τα βιώματα και τις εμπειρίες, την παρατήρηση και τις αναγνωστικές αποσκευές, τις εντρυφήσεις και τα ενδιαφέροντα του κάθε ποιητή. Εντούτοις, δεν είναι μονοδιάστατη, απλή ή διαχρονικά δεδομένη. Σαφώς ο ποιητής με τα χρόνια και την τριβή διαμορφώνει τη δική του φωνή, παρόλ’ αυτά, όπως η ίδια η ποίηση αποποιείται όρια και περιορισμούς, μορφή και ουσία και μεταβάλλεται αγκαλιάζοντας μια αέναη ρευστότητα, έτσι και η διαδρομή του ποιητή μεταπλάθεται ανάλογα με την πολυπλοκότητα του εαυτού του, τη συνθετότητα των βιωμάτων του, αλλά και τον βαθμό του προσωπικού του πειραματισμού με το αόριστο και το άφατο των καιρών του.
– Σε ποιο βαθμό ο ποιητής είναι αυτόνομος και σε ποιο ενταγμένος στη μνήμη της τέχνης του; Δεν υπάρχει παρθενογένεση. Βεβαίως, οι εμπειρίες, η ιστορία και η παρατήρηση του καθενός διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διάπλαση της ποιητικής χροιάς, ωστόσο, οτιδήποτε παράγουμε δε βασίζεται κατ’ αποκλειστικότητα στην παρατήρηση ή το βίωμα. Κάθε λογοτεχνική φωνή επιδιώκει να απαγκιστρωθεί από τις λογοτεχνικές ή μη επιρροές της, φέρει όμως ασυναίσθητα τα αποτυπώματά τους. Υπάρχει μια αδιαίρετη αίσθηση ενότητας του ποιητή με τη συλλογική μνήμη της τέχνης του, αλλά και τις άλλες τέχνες ή και μη τέχνες γενικότερα, σε βαθμό που καμιά φορά αυτή γίνεται ασυνείδητη και ανεπαίσθητη. Ο Πολ ντε Μαν έγραψε πως «οι ποιητές γνωρίζουν ότι η πράξη του ονομάζειν υπαινίσσεται μια επιστροφή στην πηγή, στην καθαρή ενέργεια της αρχόμενης εμπειρίας». Αναπόδραστα γράφουμε όλοι διακειμενικά, συνομιλώντας με κάτι άλλο, με τη λογοτεχνία, την ιστορία, τη φιλοσοφία κι όλες τις άλλες επιστήμες, με το σήμερα. Όλα όμως ξεκινούν από τον ίδιο τον γράφοντα, τον τρόπο που αυτός ορά και θέλει να ορά τα πράγματα κι έπειτα επεκτείνονται. «Η μνήμη», λοιπόν, «διόλου δεν του λείπει». Την ανακλά σε πολλά βήματά του, συνειδητά ή ασυνείδητα.
– Τι άλλο είναι η ποίηση πέρα από πηγή αισθητικής απόλαυσης; Ποίηση είναι σκάμμα βαθύρριζο. «Είναι εκείνος ο εαυτός που δεν κοιμάται ποτέ», δηλώνει ο Σαραντάρης. Ο ποιητής σκάβει μέσα κι έξω του, για να φτάσει στα έγκατα της γλώσσας, να μιλήσει για ό,τι υπάρχει πέρα και μετά από αυτή, να την εκτείνει, να προσπελάσει τα όριά της, να εκφράσει όλα όσα δεν εκφράζονται, αλλά πρέπει να εκφραστούν.
– Και ποιος είναι ο σκοπός του ποιητή; Να καταφέρει να απελευθερώσει εκείνα τα συγκινησιακά και νοητικά ηλεκτρόνια στο πνεύμα του αναγνώστη, σ’ ένα πλέγμα όσο γίνεται πιο αδιαχώριστο. Πρόκειται για μια τελετουργική επικοινωνιακή δύναμη, όταν η γλώσσα κατορθώσει να προσπελάσει τις εσωτερικές μας άμυνες και να ενεργοποιήσει τις λεπτότερες υφές της ανθρώπινης μας υπόστασης. Έτσι, μπορεί και λειτουργεί ταυτόχρονα ως σωματική και ψυχική εμπειρία, που στην καλύτερη μεταστοιχειώνει τον αναγνώστη και στη χειρότερη τον αγγίζει. Αυτό είναι πιστεύω και το ζητούμενο της κάθε τέχνης εν γένει.