Δηλώνει ότι είναι από τους ανθρώπους που δύσκολα εξωτερικεύουν το παράπονο ή την πίκρα τους. Ωστόσο έχει ως αντίβαρο την τέχνη του, που έρχεται και τον σώζει πάντα. Για τον «συλλέκτη εμπειριών» Φώτη Νικολάου ο χορός είναι ο καλύτερος σύντροφος σε όσα δεν λέγονται, αφού μέσω του συναισθήματος διοχευτεύει κίνηση στο σώμα και ενεργοποιεί τη σκέψη. Το νέο του έργο «O dark, dark, dark», στο πλαίσιο του Προγράμματος Τερψιχόρη, σωματοποιεί όσα δεν τολμούμε να εξωτερικεύσουμε κι ο χορογράφος, συνεργαζόμενος κυρίως με ερμηνευτές της νέας γενιάς, ερευνά μαζί τους και νέες κινησιολογικές τάσεις.
– Με ποιες σκέψεις επιστρέφεις κάθε φορά στην Κύπρο; Η σχέση μου με τη Κύπρο υπήρξε πάντα και παραμένει μία σχέση αγάπης- μίσους! Είναι η πατρίδα μου, εδώ βρίσκεται η οικογένεια μου, οι πιο παλιοί και αγαπημένοι μου φίλοι, εδώ είναι η ρίζα μου αυτή που καθορίζει και μου δίνει το παλμό που με χαρακτηρίζει ως άνθρωπο κι ως καλλιτέχνη. Όμως, συγχρόνως, είναι ένας τόπος που με πληγώνει, με φέρνει αντιμέτωπο κάθε φορά μ’ όλα αυτά από τα οποία ήθελα να ξεφύγω. Παρόλα αυτά, αισθάνομαι ευτυχής και τυχερός που μπορώ και εναλλάσσω την επαγγελματική μου πορεία και τη ζωή μου γενικότερα ανάμεσα στις χώρες όπου εργάζομαι. Έτσι, καταφέρνω να παίρνω τις σωστές δόσεις από την ενέργεια του κάθε τόπου, τόσο ώστε να μη βαριέμαι αλλά και για να βρίσκω τις ισορροπίες μου. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια βρίσκομαι κυρίως στη Κύπρο και ομολογώ ότι η εμπειρία ήταν πολύ όμορφη γιατί είχα εξαιρετικές συνεργασίες με καλλιτέχνες που εκτιμώ βαθιά κι αισθάνομαι τυχερός που βλέπω να δημιουργούνται καινούργιες καλλιτεχνικές οικογένειες μέσα στις οποίες μπορώ να αισθάνομαι ελεύθερος, δημιουργικός και αληθινός.
– Εσύ πώς διαχειρίζεσαι «όσα δεν λέγονται»; Δυστυχώς, τα διαχειρίζομαι πολύ καλά!
– Γιατί «δυστυχώς»; Είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που δύσκολα εξωτερικεύουν το παράπονο ή την πίκρα τους. Δεν μπορώ εύκολα να θυμώσω, ενώ θα ήθελα να ουρλιάξω. Παραμένω σιωπηλός και διαπραγματεύομαι μόνος μου τα ερωτήματα και τις αμφιβολίες που με καταβάλουν. Ξέρω ότι αυτή είναι μία επικίνδυνη πρακτική, αφού μπορεί κάποια στιγμή να οδηγήσει σε μία βίαια έκρηξη. Ευτυχώς, όμως έχω τη τέχνη μου που έρχεται και με σώζει πάντα.
– Με ποιον τρόπο σε σώζει; Δεν αναφέρομαι στην τέχνη ως μέσο ψυχοθεραπείας και διοχέτευσης αυτών που δεν λέγονται. Αναφέρομαι στη τέχνη μου, στον χορό μου, ως έναν τόπο όπου μπορώ να θέσω και να επεξεργαστώ τα ερωτήματα που με απασχολούν, να μοιραστώ με άλλους κοινές ή αντίθετες απόψεις που μας ταλαιπωρούν και μαζί να δούμε πώς αυτά γίνονται εικόνες, κίνηση, ήχος, σώμα. Η τέχνη του χορού είναι πιστεύω ο καλύτερος σύντροφος σε όσα δεν λέγονται, γιατί χωρίς να πρέπει να ειπωθούν, βρίσκουν διέξοδο και τρόπο έκφρασης και απελευθερώνονται χωρίς να πρέπει να πάρουν θέση, να εξηγήσουν ή να απολογηθούν.
– Δηλαδή, αντιμετωπίζεις την τέχνη σαν μια «αποθήκη» για όσα κρύβουμε μέσα μας; Ως καλλιτέχνης αισθάνομαι πραγματικά σαν συλλέκτης εμπειριών, σαν ένα σώμα που μπορεί να αγκαλιάσει όλα αυτά στα οποία δεν μπορεί να δώσει όνομα ή να εξηγήσει. Αυτά που αγαπά, αυτά που τον φοβίζουν, αυτά που επιθυμεί, αυτά που τον τρομάζουν και τα κρατά εκεί σαν ένα μεγάλο αρχείο, ένα μουσείο συναισθημάτων. Αυτή είναι η «αποθήκη» μας, μία συλλογή θραυσμάτων ζωής, αισθήσεων και συναισθημάτων. Είναι αυτό το μέσα μας που κρύβει τα πάντα, το φως, το σκοτάδι, την αμφιβολία, την πίστη κι ό,τι άλλο μας καθορίζει. Αυτό είναι πιστεύω το μεγαλείο της τέχνης, αφού εμπεριέχει και αγκαλιάζει τα πάντα: κι αυτά που βλέπουμε αλλά κι αυτά που κρύβουμε μέσα μας.

Θα φανταζόσουν έναν κόσμο χωρίς σκοτάδι; Μήπως έχει κι αυτό τη χρησιμότητά του; Μόνο μέσα από το σκοτάδι υπάρχει το φως γι’ αυτό κι η ύπαρξη του είναι ζωτική. Μόνο στην απουσία μπορούμε να βρούμε τις επιθυμίες μας. Κοιτάζοντας στο σκοτάδι είναι σαν να κοιτάς κατάματα την άβυσσο που κρύβεις μέσα σου, την έλλειψη, τον πόθο, το θάνατο κι έτσι θα μπορέσεις ν’ αναζητήσεις το άλλο, αυτό που θα σε οδηγήσει στη ζωή, στο φως. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άνθρωποι οι οποίοι δεν συνάντησαν σκοτάδια στη ζωή τους συλλαμβάνονται πάντα αδύναμοι και ανυπεράσπιστοι απέναντι στις απώλειες και τις αντιξοότητες όταν προκύψουν.
– Πού είναι πιο περίπλοκο να βρει κανείς το νήμα: στα όνειρα ή στην πραγματική ζωή; Πουθενά δεν είναι εύκολο να βρούμε το νήμα, αφού ούτε στην πραγματική ζωή ούτε και στα όνειρα μπορούμε να ορίσουμε ή να καθοδηγήσουμε την εξέλιξη κάποιων πραγμάτων. Σίγουρα κουβαλάμε και ξεδιπλώνουμε το δικό μας νήμα χαράσσοντας τη δική μας πορεία, αλλά δεν μπορούμε ν’ αποφασίσουμε για τους άλλους που βρίσκονται γύρω μας. Όσο ανατρεπτική και γεμάτη εκπλήξεις μπορεί να είναι η ζωή, άλλο τόσο και περισσότερο ακόμη μπορεί να μας ξαφνιάσουν τα όνειρα. Στη ζωή μπορεί και να παίξουμε λίγο θέατρο, να πούμε ένα ψέμα, να υποδυθούμε ότι όλα είναι μια χαρά, να συγκρατήσουμε τη χαρά ή τη θλίψη μας και γενικότερα να αυτοσκηνοθετηθούμε. Στο όνειρο, στο σκοτάδι δηλαδή, όλα βγαίνουν στο φως. Το υποσυνείδητο δεν ξεγελιέται όσα ψέματα κι αν του πεις- ξέρει πάντα την αλήθεια. Ίσως γι’ αυτό πιστεύω ότι το σημαντικό είναι η ίδια η επιθυμία να βρούμε ένα νήμα κι ας μην το βρούμε ποτέ. Να περιπλανηθούμε με την επιθυμία ν’ ανακαλύψουμε το νήμα, αυτό που θα μας χαρίσει ένα μοναδικό ταξίδι αναζήτησης. Το να βρούμε το νήμα σημαίνει ότι σύντομα θα οδηγηθούμε και στην έξοδο. Και μετά τι; Game Over;
– Τι φαντάζεσαι ότι λέει η φωνή στο μυαλό του κάθε θεατή όταν παρακολουθεί μια παράστασή σου; Ότι βρήκε έναν συνοδοιπόρο! Από τη στιγμή που ξεκίνησα τη πρώτη μου χορογραφία το 2003 ο σημαντικότερος στόχος στα έργα μου ήταν να καταφέρω να δημιουργήσω στιγμές και εικόνες με τις οποίες οι θεατές θα μπορούν να συνδεθούν, να ταυτιστούν. Να δουν μπροστά τους άλλους ανθρώπους να ξεδιπλώνουν σκέψεις, αισθήσεις αλλά και καταστάσεις που συνομιλούν με προσωπικά τους βιώματα. Όλοι μας, σε στιγμές απόγνωσης, όταν βρεθούμε σε αδιέξοδο ή χανόμαστε, αισθανόμαστε μόνοι χωρίς βοήθεια κι ότι αυτό που αισθανόμαστε είναι μοναδικό. Στη σκηνή όμως μπορούμε να ξεδιπλώσουμε αυτές τις ιστορίες, να μιλήσουμε ή να χορέψουμε για το τραύμα που μας πονά, για το απόκρυφο πάθος μας, για τις ενδόμυχες σκέψεις μας. Εκεί, σ’ αυτό το σημείο φαντάζομαι να συμβαίνει αυτή η μαγική συνάντηση του θεατή με το έργο μας. Όταν η στιγμή μας συναντά τη δική τους στιγμή, μία άλλη παράλληλη στιγμή που τους χάραξε κι ήρθε να βρει παρηγοριά μέσα από το δικό μας έργο.
– Θα έλεγες ότι έχεις πλέον κατασταλάξει σε μια προσωπική γλώσσα; Παλαιότερα έλεγα πως, ναι, έχω βρει τη προσωπική μου γλώσσα, αλλά όσο περνούν τα χρόνια φαίνεται πως γίνομαι λάτρης των… ξένων γλωσσών. Η αισθητική, η δραματουργία και η σκηνοθεσία των έργων μου πιστεύω ότι είναι χαρακτηριστική, καθώς και η θεματική τους- λόγω του ανθρωποκεντρικού της χαρακτήρα. Άρα, μπορώ να πω πως εύκολα μπορεί ένας θεατής που έχει παρακολουθήσει τα έργα μας να τα αναγνωρίσει. Όσον αφορά όμως το κινησιολογικό υλικό, αυτό τα τελευταία χρόνια μετακινείται και μεταβάλλεται ανάλογα. Με κουράζει πολύ η επανάληψη, έχω συνέχεια μια ανάγκη για κάτι καινούργιο, κάτι που θα με πάρει κι εμένα πιο πέρα, θα με ξεβολέψει από τις συνήθειες και τις μανιέρες μου.
– Πώς πετυχαίνεις αυτή την ανανέωση; Δουλεύοντας τα τελευταία χρόνια κυρίως με νέους χορευτές, παιδιά τα οποία φέρουν και γνωρίζουν καλύτερα τις νέες κινησιολογικές τάσεις, αφού βρίσκονται στο κέντρο της τρέχουσας σύγχρονης χορευτικής σκηνής, αφήνομαι στο να με επηρεάσουν και να μου προτείνουν υλικό το οποίο παντρεύεται με δικά μου υλικά, ώστε έτσι να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο που εύχομαι να μας πάει όλους πιο πέρα. θέλω να πορεύομαι και να δημιουργώ μέσα από μία μεταβαλλόμενη κινησιολογική γλώσσα που ορίζεται από εμένα και τους εκάστοτε συνεργάτες μου, που καλούνται να την υπηρετήσουν μέσα από το δικό μου προτεινόμενο όραμα και αισθητική.

– Έχεις καταλήξει τι είναι ο ρυθμός; Ο ρυθμός μιας παράστασης είναι η θερμοκρασία στην οποία τοποθετούμε τους ήρωές μας, είναι ο τόνος της στιγμής στην οποία τους συναντάμε και που καθορίζει το τοπίο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε. Η στιγμή αυτή είναι πολύ σημαντική αφού σηματοδοτεί και ορίζει τη κίνηση, την ταχύτητα, τη ποιότητα, τον ήχο, λειτουργεί αντίστοιχα με τον παλμό της καρδιάς, που αυτή καθορίζει την ανάσα μας, την ενέργειά μας, είναι αυτός ο παλμός που μας κρατά ζωντανούς. Όπως η καρδιά έτσι κι ο ρυθμός κρατά ζωντανό ένα χορευτικό σώμα και προχωρά μία παράσταση.
– Από πού εκκινεί μια ιδέα, μια κίνηση κι από πού η ανάγκη που την πυροδοτεί; Προσωπικά, μόνο μέσα από το αίσθημα μπορώ να διοχετεύσω κίνηση στο σώμα αλλά και να ενεργοποιήσω τη σκέψη μου. Και δυστυχώς σε μια εποχή όπου το συναίσθημα θεωρείται μπανάλ και ξεπερασμένο, αυτό κάνει την επικοινωνία τέτοιων έργων πολύ δύσκολη. Διανύουμε την εποχή της εγκεφαλικής σκέψης και προσέγγισης στη τέχνη και δύσκολα βρίσκουν καταφύγιο τα ποιητικά και συναισθηματικά σώματα. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι αγνοούμε την πιο τρυφερή και αληθινή πτυχή της ύπαρξής μας.
– Σκέφτεσαι πολιτικά; Για πολλά χρόνια είχα πιστέψει ότι τα έργα μου δεν είχαν πολιτική σκέψη. Στο επίκεντρό μου υπήρξε πάντα ο άνθρωπος και η σχέση του με την ίδια τη ζωή, την ύπαρξη, τον έρωτα, την απώλεια, την ευτυχία και γενικότερα όλα αυτά που ποτέ δεν θα μπορέσουμε να απαντήσουμε. Τα έργα μου δεν κραύγαζαν πολιτικές τάσεις, ούτε πρότειναν επαναστατικές θέσεις σε σχέση με τη κοινωνία και το κράτος. Έριχναν όμως φως στο μέσα μας, πρόβαλαν τον άνθρωπο σήμερα, απέναντι στην αδυσώπητη πραγματικότητα της ζωής, να συνδιαλέγεται με το χρόνο που περνά και να παλεύει ενάντια στον φόβο και τη μοναξιά. Είναι ή δεν είναι τελικά πολιτική στάση από μόνος του ο άνθρωπος που αναμετριέται με την ύπαρξη του; Ως τι ορίζεται η πράξη του χορευτή και του κάθε καλλιτέχνη που εκτίθεται μπροστά σε μία κοινωνία που περιμένει να πάρει δύναμη και κουράγιο ακόμα και απαντήσεις; Τώρα είμαι αναμφισβήτητα σίγουρος πως είναι μια θαρραλέα και γενναιόδωρη πολιτική πράξη.

– Μπορούμε να βασιζόμαστε στους καλλιτέχνες; Είναι η τέχνη αυτή που θα μας σώσει; Δυστυχώς, τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα δεν αφήνουν πια περιθώρια να ανακαλύψεις τα δικά σου έργα, αυτά που μπορεί να ταιριάζουν στη δική σου αισθητική και ψυχοσύνθεση, τις παραστάσεις δηλαδή που μπορεί να συγκινήσουν εσένα κι όχι εκείνες που αυτοί θεωρούν επιτυχημένες. Η οδηγημένη κριτική και τα μέσα ενημέρωσης καθοδηγούν συστηματικά και συστημικά όλη την καλλιτεχνική σκηνή, με αποτέλεσμα να μη δίνουν την ευκαιρία στο κοινό να ψάξει να βρει τις παραστάσεις. Προκαθορίζουν τη γνώμη του κοινού και υποδεικνύουν τις καλές έως και αριστουργηματικές παραστάσεις, με αποτέλεσμα το κοινό να συρρέει να δει τα συγκεκριμένα θεάματα. Θυμάμαι παλαιότερα ν’ ανακαλύπτουμε παραστάσεις, εκθέσεις και περφόρμανς- διαμάντια σε θέατρα, στούντιο ακόμα και σε υπόγεια ή και σε διαμερίσματα, οι οποίες μας έχουν χαράξει και που ακόμα μιλάμε γι’ αυτές. Η τέχνη ως πράξη ελευθερίας και σωτηρίας. Με καλλιτέχνες γεμάτους πάθος, γενναιοδωρία, όραμα, πίστη στη τέχνη τους, τολμηροί και χωρίς αλαζονεία. Σ’ αυτούς τους καλλιτέχνες θα έπρεπε να βασιζόμαστε και, ναι, αυτή η τέχνη μπορεί να μας σώσει και υπάρχει. Το ξέρω ότι υπάρχει, απλά στις μέρες μας χρειάζεται λίγο περισσότερο ψάξιμο πίσω από τα «αριστουργήματα» που μας προτείνουν να ανακαλύψουμε.
- INFO «O dark, dark, dark», 28/11 Λευκωσία, Δημοτικό Θέατρο, 8.30μ.μ. Sold Out Tickets, 30/11 Λεμεσός, Θέατρο Ριάλτο, 8.30μ.μ. 77777745