Το να μιλούμε σήμερα, κάτα την επέτειο της ΕΟΚΑ, κατά πόσο ο αγώνας τούτος ήταν λάθος μπορεί να θεωρηθεί άκομψη, αν όχι ασεβής ενέργεια.Το ερώτημα, όμως, πλανάται στη σκέψη κάποιων συμπατριωτών μας, ακόμα και ανάμεσα σε ιστορικούς αναλυτές, πολιτικούς, πολιτευόμενους, δημοσιογράφους κ.ά. Τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε το Κυπριακό μετά την εισβολή του 1974, με ορατό τον κίνδυνο εκτουρκισμού της Κύπρου και αφανισμού του ελληνισμού από το νησί, αναπόφευκτα οδηγούν κάποιους στο αγωνιώδες ερώτημα κατά πόσο ήταν σωστή η απόφαση για ανάληψη του απελευθερωτικού αγώνα τη ΕΟΚΑ. Ή μήπως κάναμε λάθος. Γιατί, δοσμένων των παρόντων αδιεξόδων και του σκοτεινού μέλλοντος που διαγράφεται καταλήγουν, μέσα από την αγωνία τους, ότι και αυτή ακόμα η αποικιοκρατία θα ήταν καλύτερη από τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων.

Εν πρώτοις για να κρίνει ένας κατά πόσο ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν λάθος πρέπει να αποφανθεί κατά πόσο ο σκοπός για τον οποίο αναλήφθηκε ήταν λάθος. Κατά πόσο, δηλαδή, η ΕΝΩΣΗ αυτή καθαυτή ήταν λάθος. Η ΕΝΩΣΗ, λοιπόν, ήταν ένας προαιώνιος πόθος των Ελλήνων της Κύπρου που από χιλιετίες κατοικούν σ’ αυτό τον τόπο και ήθελαν να ζουν και να πορεύονται μαζί με τους Έλληνες αδελφούς τους της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Άλλο, βέβαια, αν οι ιστορικές εξελίξεις μέσα στους αιώνες δεν το επέτρεψαν. Αμέσως με την ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1830 οι Κύπριοι εξέφρασαν τον πόθο τους να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος, τόσο με τη συμμετοχή τους στις Εθνικές Συνελεύσεις που συγκροτούνταν στην επαναστατημένη Ελλάδα, όσο και με την έμπρακτη συμμετοχή τους στον ίδιο τον απελευθερωτικό αγώνα που προηγήθηκε. Οι περιστάσεις, όμως, και οι κατακτητές τους που τους καταδυνάστευσαν για αιώνες δεν το επέτρεψαν.

➤ Η βρετανική προσφορά και το όχι της Αθήνα

Ο ερχομός των Άγγλων στο νησί το 1878 έδωσε κάποιες ελπίδες στους Έλληνες της Κύπρου. Γιατί πίστευαν ότι οι Άγγλοι, ως Ευρωπαίοι και Χριστιανοί, θα έκαναν το μεγάλο βήμα να δώσουν την ελευθερία στους Κυπρίους. Άλλωστε, κατά καιρούς Άγγλοι πολιτικοί και πολιτειακοί άρχοντες κατ’ επανάληψη διακήρυξαν ότι η ΕΝΩΣΗ της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν μια φυσική, ιστορική κατάληξη. Ο William Gladstone, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο οποίος το 1864 συνέδεσε το όνομά του με την παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα, καταδίκασε την κατοχή της Κύπρου από τους Άγγλους χαρακτηρίζοντας τον τρόπο με τον οποίο η Βρετανία κατέλαβε την Κύπρο ως ”επαίσχυντο”. Εξέφρασε δε γραπτώς την επιθυμία του, πριν πεθάνει να δει το λαό της Κύπρου ”…να ενσωματώνεται και να ενώνεται με το Βασίλειο της Ελλάδας”. (Φανούλα Αργυρού, Από την Ένωση στην Κατοχή, σ. 17). Αλλά και ο Winston Churchill, σε μια επίσκεψή του στην Κύπρο το 1907, ως υφυπουργός Αποικιών, προσφωνώντας το Νομοθετικό Συμβούλιο στις 12 Οκτωβρίου 1907, είπε ανάμεσα σε άλλα ότι ”… είναι πολύ φυσικόν όπως ο κυπριακός λαός, ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής, θεωρεί την ενσωμάτωσίν του εις την χώραν η οποία δύναται να ονομασθή μητρική του χώρα…”. (Μιλτιάδης Χριστοδούλου, Κύπρος-Ελλάς, Τόμος Α΄, σ. 81). Πέραν τούτων τον Οκτώβριο του 1915 η Βρετανία πρόσφερε την Κύπρο στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας έτσι με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την ορθότητα του πόθου και του αγώνα των Κυπρίων για Ένωση. Βέβαια η τότε Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη και ο γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ απέρριψαν την αγγλική προσφορά. Αλλά και μεταγενέστερα η Barbara Castle βουλευτής και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας δήλωσε τον Οκτώβριο του 1957, στη βράση του αγώνα της ΕΟΚΑ, ότι οι Εργατικοί συμφωνούσαν να επιτραπεί στους Κυπρίους να ασκήσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μετά από μια προκαθορισμένη περίοδο αυτοκυβέρνησης. (Άγγελος Βλάχος, Δέκα Χρόνια Κυπριακού, σ. 202). Οι ιστορικές εξελίξεις, βέβαια, και οι γεωπολιτικές συγκυρίες της εποχής δεν επέτρεψαν να μετατραπούν οι διακηρύξεις αυτές σε πράξη. Δεν παύουν, όμως, να επιβεβαιώνουν ότι ο πόθος των Κυπρίων για ένωση με την Ελλάδα ήταν καθόλα νόμιμος και φυσικός.

➤ Η Χάρτα του Ατλαντικού

Τώρα, πώς από την Ένωση και το διαχρονικό αγώνα των Κυπρίων με ειρηνικά μέσα – αποστολή πρεσβειών, υπομνημάτων κ.λπ. – καταλήξαμε στον αγώνα της ΕΟΚΑ; Να υπενθυμίσουμε ότι τον Αύγουστο του 1941, στη δίνη, δηλαδή, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Franklin Roosevelt και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Winston Churchill συναντήθηκαν μυστικά στον Κόλπο της Πλακεντίας στη Γροιλανδία σε μια συνάντηση που έμεινε γνωστή ως η Διάσκεψη του Ατλαντικού. Κατά τη συνάντηση αυτή συμφώνησαν ότι μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όλοι οι λαοί που δεν αυτοκυβερνούνταν, θα είχαν τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης για να αποφασίσουν, δηλαδή οι ίδιοι πώς θα ήθελαν να κυβερνηθούν. Η συμφωνία αυτή που έμεινε γνωστή ως η Χάρτα του Ατλαντικού έδωσε ελπίδες στους υπόδουλους λαούς της γης, περιλαμβανομένων των Κυπρίων, για απόκτηση της ελευθερίας τους και ένωσή τους με την Ελλάδα.

Με το τέλος του πολέμου και την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τον Οκτώβριο του 1945, οι πρόνοιες της Χάρτας του Ατλαντικού περί αυτοδιάθεσης των λαών περιλήφθηκαν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και θεσμοθετήθηκαν έτσι στο διεθνές επίπεδο με τον πιο έγκυρο τρόπο. Έχοντας αυτά υπόψη στις 15 Ιανουαρίου 1950 οι Έλληνες της Κύπρου διενέργησαν δημοψήφισμα το οποίο κατέδειξε ότι το 96% ήθελαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Οι ιστορικές συγκυρίες της εποχής, βέβαια, και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου δεν επέτρεψαν την εφαρμογή στην πράξη της καταστατικής αυτής πρόνοιας του ΟΗΕ για σεβασμό, δηλαδή, του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων, όπως προνοούσαν οι διακηρύξεις της Βρετανίας και των ΗΠΑ στη Χάρτα του Ατλαντικού και οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ.

Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν οι Έλληνες Κύπριοι; Είτε να εγκαταλείψουν τους προαιώνιους πόθους τους για απελευθέρωση και ένωσή τους με την Ελλάδα, που αναγνωρίζονταν ως νόμιμοι από τη διεθνή κοινότητα, ή να αναλάβουν άλλες πρωτοβουλίες ώστε να πείσουν ή να πιέσουν το διεθνή παράγοντα να σεβαστεί τις διακηρύξεις του περί αυτοδιάθεσης. Πώς, όμως, μπορούσε ο κυπριακός ελληνισμός του μισού εκατομμυρίου να επιβάλει ή να προβάλει στη διεθνή κοινότητα το αίτημά του; Η κυπριακή ηγεσία προσπάθησε να φέρει το ζήτημα στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, έτσι που να ευαισθητοποιηθεί ο διεθνής παράγοντας και να αποδεχτεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής του, όπως ήταν οι διακηρύξεις της. Μάλιστα στις 16 Δεκεμβρίου 1952 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ενέκρινε ψήφισμα μέσα από το οποίο προέτρεπε τα μέλη του να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση στην παραχώρηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στους λαούς που δεν ζούσαν ελεύθεροι.

➤ Απροθυμία για προσφυγή στον ΟΗΕ

Οι δυνατότητες των Ελλήνων της Κύπρου να ευαισθητοποιήσουν το διεθνή παράγοντα ήταν περιορισμένες. Και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο μέσω των Ηνωμένων Εθνών των οποίων η Κύπρος δεν ήταν μέλος. Οι προσπάθειές τους τελικά μπορούσαν να γίνουν μόνο μέσω της Ελλάδας που ήταν μέλος του ΟΗΕ, αλλά και ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό. Ωστόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις του Νικόλα Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλου, που κυβέρνησαν τη χώρα μετά το δημοψήφισμα του 1950, δεν ήταν πρόθυμες να προχωρήσουν σ’ αυτή την ενέργεια. Να ενεργοποιήσουν, δηλαδή, τα κράτη-μέλη μέσω μιας προσφυγής στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Έμελλε να έρθει στην εξουσία το 1952 ο Αλέξανδρος Παπάγος για να καταστεί δυνατή το 1954 μια προσφυγή της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη. Η προσφυγή αυτή όμως δεν απέφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα, αφού κατά τις διεργασίες που ακολούθησαν και η ίδια η Ελλάδα ενέκρινε το σχετικό ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης το οποίο απέκλειε ”επί του παρόντος” τη συζήτηση του Κυπριακού στα Ηνωμένα Έθνη. Έκλεινε συνεπώς η μόνη ειρηνική δίοδος που προσφερόταν για την Κύπρο, η οποία δεν είχε κανένα άλλο τρόπο για διεθνοποίηση του προβλήματός της και ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας να θυμηθεί τις διακηρύξεις της περί αυτοδιάθεσης των λαών. Ειδικά δε όταν η Βρετανία ούτε που ήθελε να συνομιλήσει με τους Κυπρίους για το θέμα.

Το ποτέ και το ουδέποτε του Henry Hopkinson για αυτοδιάθεση της Κύπρου

Ο δρόμος για ειρηνική διεκδίκηση από τους Κυπρίους του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης μέσω των Ηνωμένων Εθνών, που ήταν η μόνη διέξοδος που τους προσφερόταν, ήταν συνεπώς κλειστός. Πέραν τούτου στις 28 Ιουλίου 1954 ο υφυπουργός Αποικιών της Βρετανίας Henry Hopkinson δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Κύπρος λόγω ειδικών περιστάσεων ήταν μεταξύ των βρετανικών κτήσεων που ποτέ δεν θα μπορούσαν να αποκτήσουν την ελευθερία τους. Που έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως το περιβόητο ουδέποτε του Hopkinson . Τι άλλο, λοιπόν, απέμενε στους Κυπρίους να κάμουν για απόκτηση της ελευθερίας τους; Είτε έπρεπε να καταπνίξουν τον πόθο τους για ένωσή τους με την Ελλάδα είτε να κάμουν κάτι άλλο για να ευαισθητοποιήσουν τη διεθνή κοινότητα να τηρήσει τις διακηρύξεις της.

Και η μόνη επιλογή που τους απέμενε ήταν ο ένοπλος αγώνας. Όχι για να νικήσουν τους Βρετανούς στο πεδίο της μάχης και να τους ρίξουν στη θάλασσα, αλλά για να ευαισθητοποιήσουν τους μεγάλους της γης και τη διεθνή κοινότητα να θυμηθούν τις διακηρύξεις τους περί αυτοδιάθεσης και απελευθέρωσης των υπόδουλων λαών. Γι’ αυτό και κατέφυγαν στον ένοπλο αγώνα 1955-59. Και γι’ αυτό εκατοντάδες νέοι της Κύπρου θυσιάστηκαν στα πεδία των μαχών και στην αγχόνη προσφέροντας ό,τι πιο πολύτιμο είχαν: Τη ζωή τους.

Ο αγώνας της ΕΟΚΑ δεν ήταν, συνεπώς, επιλογή των Κυπρίων, αλλά επιβολή επί των Κυπρίων. Που συνεκτιμώντας τις ιστορικές συγκυρίες και συναισθανόμενοι το χρέος τους προς την πατρίδα ανέλαβαν τις ευθύνες τους και αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση του τόπου τους.