Το μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής έρευνας για την Τουρκία συμφωνεί με τη διαπίστωση ότι στο επίπεδο της δημοκρατικής εξέλιξης η εποχή από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και σήμερα, χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές αρχές:

>Η πρώτη ήταν η δημιουργία και η σταθεροποίηση ενός σχετικά ισχυρού κοσμικού και «απρόσωπου» κράτους.

>Η δεύτερη ήταν ο προσανατολισμός προς τη Δύση, ο οποίος είχε έντονα πολιτικά αλλά και πολιτιστικά στοιχεία.

Οι δύο αυτές αρχές, χαρακτηριστικές του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, διακρίθηκαν όντως από δυσλειτουργίες και βαθιές αντιφάσεις. Όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποτέλεσαν συνειδητές επιλογές των πολιτικών ελίτ, έστω και αν υπήρξαν συγκυρίες στις οποίες η δέσμευση σε αυτές ήταν αδύνατη. Στα 100 χρόνια της ιστορίας του σύγχρονου τουρκικού κράτους, η χαρακτηριστικότερη στιγμή επιλογής της πορείας ενός σχετικού εκδημοκρατισμού ήταν το πέρασμα στον πολυκομματισμό και η θεσμοθέτηση «ελεύθερων και δίκαιων εκλογών» μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1950, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα παρέδωσε ειρηνικά την διακυβέρνηση της χώρας στο Δημοκρατικό Κόμμα του Μεντερές μετά από 27 χρόνια μονοκομματισμού. Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ανέδειξε τελικά μια αλλαγή στη χώρα, η οποία υπερέβαινε τα στενά κομματικά συμφέροντα του κεμαλικού κόμματος. Αντανακλούσε μια αποδοχή της γενικής δημοκρατικής αρχής.

Από τότε και μέχρι σήμερα όμως, η ιδέα για ένα ολοκληρωμένο εκδημοκρατισμό στην Τουρκία δεν κατάφερε ποτέ να καταστεί αδιαμφισβήτητη. Για πάρα πολλές δεκαετίες η κατοχύρωση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά και η υπεροχή της πολιτικής εξουσίας έναντι της στρατιωτικής ελίτ, δεν ήταν αυτονόητα. Το κρίσιμο στοιχείο της προαναφερθείσας παρατήρησης δεν είναι τόσο η διαπίστωση του ελλείμματος δημοκρατίας στην Τουρκία, όσο το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων ιστορικά δεν απέρριψαν ποτέ την ιδέα ενός ολοκληρωμένου εκδημοκρατισμού. Ο τελικός στόχος, δηλαδή η πλήρης υιοθέτηση των δημοκρατικών νορμών, παρέμεινε ενεργός και μάλιστα στοίχησε ακόμα και τη ζωή πολλών ανθρώπων που δραστηριοποιήθηκαν οργανωμένα για την υλοποίηση του. Όλα τα πιο πάνω είχαν ως αποτέλεσμα η Τουρκία να εξελιχθεί σε ένα πολιτικό καθεστώς που αν και δεν πληρούσε όλα τα ποιοτικά κριτήρια εξακολουθούσε να λογίζεται ως «δημοκρατία». Οι βασικοί λόγοι ήταν οι εξής: διεξάγονταν σχετικά ελεύθερες και δημοκρατικές εκλογές, ενώ διαμορφώθηκε ένας κοινωνικός χώρος ο οποίος αναπαρήγαγε την κριτική ενάντια σε διάφορες πρακτικές της εξουσίας. Η ατελής αυτή μορφή της δημοκρατίας περιγράφηκε με τις έννοιες της «εκλογικής δημοκρατίας» ή/και της «δημοκρατίας υπό κηδεμονία».

>Η εκλογική ψευδαίσθηση της δημοκρατίας

Στην πορεία του χρόνου, ένα από τα αποτελέσματα των σκληρών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων γύρω από το ζήτημα της δημοκρατίας στη χώρα, μετέτρεψαν τη διαδικασία των εκλογών ως τη βασικότερη πηγή πολιτικής νομιμοποίησης. Οι εκλογές ήταν ένας είδος πυρήνα για την κοινωνία, ο οποίος επιβεβαίωνε δύο βασικές πτυχές: Από τη μια πλευρά ήταν η νομιμοποίηση της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, οι εκλογές επιβεβαίωναν και τη νομιμοποίηση της αντιπολίτευση που ήταν τα απαραίτητο συστατικό για την νομιμότητα του συστήματος. Επομένως έστω και αν η Τουρκία ήταν ένα παράδειγμα χώρας που η δημοκρατία λειτουργούσε σε καθεστώς κηδεμονίας και επιτήρησης από μη εκλεγμένες δομές (στρατός, δικαστήρια, γραφειοκρατία), η ύπαρξη περιοδικών εκλογών μετασχηματίστηκε σε ένα σημαντικό μηχανισμός εκτόνωσης της κοινωνικής και πολιτικής πίεσης της αντιπολίτευσης.

Από την άλλη, η έμφαση στην εκλογική διαδικασία έχει οδηγήσει και σε ένα περίεργο και ιδιαίτεροπεριορισμό της δημοκρατίας. Πολλές φορές, η ίδια η ύπαρξη εκλογών χρησιμοποιείται για να καλύψει βαθύτερα προβλήματα αυταρχισμού ή συρρίκνωσης των ελευθεριών. Ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες η αντιπολίτευση, ακόμα και όταν είναι πολιτικά αδύναμη ή θεσμικά περιθωριοποιημένη, διατηρεί τη σημασία της. Η σημασία της μπορεί να προκύπτει είτε από τη δυναμική που μπορεί να αναπτύξει ως εναλλακτική στην αυταρχική εξουσία, αλλά μπορεί να προκύπτει και από τη λειτουργία της ως ένας θεσμικός φορές νομιμοποίησης του αυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης. Όπως και στην περίπτωση της Τουρκίας του Ερντογάν, η αντιπολίτευση και ιδιαίτερα η αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος ήταν για πολλά χρόνια σημαντική γιατί υποδήλωνε με την παρουσία της ότι «οι κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού» δεν είχαν καταρρεύσει εντελώς.

>Ο Ερντογάν και η δημοκρατία ως «τρένο»

Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) κατάφερε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Τουρκίας και μάλιστα μέσα από άνετες πλειοψηφίες γιατί αξιοποίησε στο έπακρο όλες τις ψευδαισθήσεις αλλά και τις πραγματικότητες του δημοκρατικού συστήματος στην Τουρκία. Αυτό σημαίνει ότι εκμεταλλεύτηκε τους θεσμούς όπως οι εκλογές, η ύπαρξη πολλών μέσων μαζικής ενημέρωσης, η κοινοβουλευτική δράση και νομιμοποίηση, η ύπαρξη μιας αδύνατης πολυφωνίας, αλλά και το έστω τραυματισμένο κράτος δικαίου. Παράλληλα προώθησε τον Έρντογαν και ότι αυτός αντιπροσωπεύει ως ένα από τα σημαντικά, αν όχι τα σημαντικότερα «θύματα» του πρώην κεμαλικού αυταρχισμού. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να αποκτήσει περισσότερη κοινωνική νομιμοποίηση αφού στο πρόσωπο του ηγέτη του αντικατοπτριζόταν η θυματοποίηση των απλών ανθρώπων από την αδικία γενικά του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο όλα τα πιο πάνω δεν έγιναν με θεμιτά μέσα ή για «καλούς σκοπούς». Το ΑΚΡ και ο Ερντογάν αντιλήφθηκαν τη δημοκρατία ως εργαλείο που χρησιμοποίησαν περιστασιακά και κάποτε καταχρηστικά. Ο ίδιος άλλωστε σε νεαρή ηλικία υπογράμμισε πως η δημοκρατία είναι ένα τρένο, από το οποίο μπορεί κάποιος να κατεβεί εφόσον φτάσει στον προορισμό του. Αυτός ο διττός χαρακτήρας του κυβερνώντος κόμματος στην Τουρκία – δηλαδή η άνοδος και ενίσχυση του μέσα από δημοκρατικά μέσα και διαδικασίες, αλλά και η μετέπειτα εργαλειοποίηση της δημοκρατίας για θεμελίωση του αυταρχισμού – αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που συνδέουν την περίπτωση της Τουρκίας με την παγκόσμια κατάσταση των τελευταίων δεκαετιών.

Στο πρώτο διάστημα της εμφάνισης και της ανοδικής του πορείας, το AKP προωθήθηκε ως ένα κόμμα συλλογικής ηγεσίας. Αυτή χαρακτηριζόταν από την παρουσία ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων, των οποίων η επιρροή διασφάλιζε και μια σχετική αυτονομία από τον «φυσικό ηγέτη» του κινήματος. Πρόσωπα όπως ο Μπουλέντ Αρίντς, ο Γκιουλ και ο Σενέρ ήταν στελέχη που κατάφερναν να διασφαλίσουν ένα πιο δημιουργικό διαμοιρασμό της εξουσίας και την ίδια στιγμή οι κοινές ιδεολογικές του καταβολές να εμπλουτίζονται από τα διαφορετικά στυλ και απόψεις που είχαν. Η παρουσία τους ήταν καταλυτικής σημασίας και για την προστασία του ίδιου του Ερντογάν από το παλιό αυταρχικό κατεστημένο.

Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και κυρίως μετά τις συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες, την δραματική ενίσχυση της δημοτικότητας του Ερντογάν, αλλά και τη δημιουργία δομών περισσότερου ελέγχου που ασκούσε στο κόμμα και στο κράτος, το ΑΚΡ έχασε όχι μόνο τα όποια δημοκρατικά του στοιχεία, αλλά και τα στοιχεία που το διατηρούσαν στην κατηγορία των πολιτικών κομμάτων.  Εδώ και κάποια χρόνια το ΑΚΡ είναι ένας ιδιαίτερος μηχανισμός προσωπικής εξουσίας, είναι ένα προσωποπαγές όχημα εξουσίας που αποκλειστικά και μόνο γύρω από τις ανάγκες τις εξουσίας του ηγέτη του. Το AKP «υποτάχθηκε» πλήρως και ολοκληρωτικά στον Ερντογάν. Η παθολογική αυτή προσκόλληση στον ηγέτη, μετέτρεψε τελικά το κόμμα σε ένα εκτελεστικό βραχίονας του ίδιου του Ερντογάν. Έχασε κάθε έννοια εσωκομματικής διαβούλευσης, εναλλακτικής φωνής ή θεσμικών ελέγχων προς την εκτελεστική εξουσία. Η εξέλιξη αυτή είναι κρίσιμη γιατί υπονομεύει μια βασική αρχή των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών: υποτίθεται ότι τέτοιου είδους κόμματα εξουσίας δεν ήταν ιδιοκτησία του ηγέτη τους, αλλά θεσμοί που διαμεσολαβούσαν ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία. Στην περίπτωση του AKP, αυτή η μεσολάβηση εξαϋλώθηκε προς όφελος της μονοπρόσωπης ηγεσίας.