Η πιθανή εμπλοκή της Τουρκίας στον αμυντικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και το ζήτημα της χρηματοδότησης βρίσκονται ψηλά στις ανησυχίες των Κύπριων ευρωβουλευτών σε σχέση με τη «Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Άμυνα», ένα σχέδιο ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, που στοχεύει στην ενίσχυση της αμυντικής ετοιμότητας της ΕΕ έως το 2030. Η πλειοψηφία των ευρωβουλευτών κρίνει αναγκαία τη μείωση της εξάρτησής της ΕΕ από τρίτες χώρες σε θέματα άμυνας, ωστόσο επισημαίνει κινδύνους από το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Τουρκία και τονίζει τη σημασία διατήρησης της σταθερότητας των οικονομιών των ευρωπαϊκών κρατών.
Συγκεκριμένα, ο ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ, Λουκάς Φουρλάς, τονίζει ότι η απόφαση της ΕΕ να θέσει έναν τόσο φιλόδοξο προϋπολογισμό αποτελεί ιστορική εξέλιξη, τονίζοντας όμως πως το Ευρωκοινοβούλιο οφείλει και πρέπει να έχει λόγο για την εν λόγω απόφαση πριν υλοποιηθεί. Ο ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ, Μιχάλης Χατζηπαντέλα υπογραμμίζει ότι η ενδυνάμωση της αμυντικής πολιτικής της ΕΕ μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας για την Κύπρο. Ο ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ, Γιώργος Γεωργίου χαρακτηρίζει προκλητικό το σχέδιο, κάνοντας λόγο για μια διαδικασία που αποσκοπεί μόνο στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας στην παγκόσμια αγορά, φτωχοποιώντας, παράλληλα, ακόμα περισσότερο, τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Ο ευρωβουλευτής του ΔΗΚΟ, Κώστας Μαυρίδης, αναφέρει ότι η Κύπρος χρειάζεται να λειτουργεί εντός μιας Ευρωπαϊκής αμυντικής συμμαχίας και όχι μιας Ευρωτουρκικής, ενώ ο ευρωβουλευτής του ΕΛΑΜ, Γεάδης Γεάδη, επισημαίνει πως πρέπει να εστιάσουμε στα οφέλη που μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να αποκομίσει, προς ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας. Ο ανεξάρτητος ευρωβουλευτής, Φειδίας Παναγιώτου λέει ότι είναι σκεπτικός για το σχέδιο και ότι δεν εμπιστεύεται τους Ευρωπαίους ηγέτες στις αποφάσεις τους για την εξωτερική πολιτική.
Σημειώνεται ότι οι τέσσερις βασικές προτεραιότητες του σχεδίου είναι η αύξηση των αμυντικών δαπανών, να καλυφθούν τα κενά των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης έως το 2030, η ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης και η Ουκρανία. Για το ενδεχόμενο αμυντικής συνεργασίας με τρίτες χώρες, στις οποίες εντάσσεται και η Τουρκία, η Λευκωσία κατάφερε να προσθέσει αναφορά στη «Λευκή βίβλο», στην οποία η Τουρκία ρητά αναφέρεται ως εν δυνάμει εταίρος στις αμυντικές αυτές πρωτοβουλίες υπό την προϋπόθεση του σεβασμού των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου του 2024.
Το philenews ζήτησε τις θέσεις των έξι ευρωβουλευτών της Κύπρου για το θέμα και τις παρουσιάζει αναλυτικά πιο κάτω:
Λουκάς Φουρλάς: Η Τουρκία δεν έχει θέση στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας
Eίμαι εξ αυτών που κυριολεκτικά σε κάθε ευκαιρία, από την πρώτη κιόλας μέρα της θητείας μου, υπογράμμιζα ότι η ΕΕ πρέπει να σταθεί στα δικά της πόδια. Με κοινή εξωτερική πολιτική και κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας.
Αυτή τη στιγμή, η απόφασή της να θέσει έναν τόσο φιλόδοξο προϋπολογισμό για την άμυνα αποτελεί ιστορική εξέλιξη που σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και ασφάλεια. Μένει να τον δούμε στην πράξη. Γιατί η Ευρώπη αντιμετωπίζει έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό χάρτη, με αυξανόμενες προκλήσεις τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, όσο και από τις νέες ασύμμετρες απειλές, όπως ο κυβερνοπόλεμος και η τρομοκρατία. Σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της άμυνας και της αποτρεπτικής ισχύος της ΕΕ είναι αναγκαία.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι συμμερίζομαι απόλυτα την θέση του Προέδρου της πολιτικής μου ομάδας στο Κοινοβούλιο, Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος τόνισε στην ολομέλεια, πως το Ευρωκοινοβούλιο οφείλει και πρέπει να έχει λόγο για την εν λόγω απόφαση πριν υλοποιηθεί. Ως άμεσα εκλεγμένοι εκπρόσωποι των Ευρωπαίων πολιτών, οποιαδήποτε χρηματοδοτική ενίσχυση της Ένωσης δεν πρέπει να γίνεται, σε καμιά περίπτωση, χωρίς το πράσινο φως του Ευρωκοινοβουλίου, όπως ορίζει και το άρθρο 122 για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οποιαδήποτε άλλη τακτική, υπονομεύει τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ και τους ίδιους τους πολίτες.
Ο προϋπολογισμός αυτός δεν σημαίνει απλώς αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, αλλά μια ευρύτερη στρατηγική επένδυση στην κοινή ασφάλεια. Μέσω της ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας, της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και της εμβάθυνσης της συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών, η Ευρώπη αποκτά μεγαλύτερη αυτονομία. Παράλληλα, μειώνει την εξάρτησή της από τρίτες χώρες, ενισχύοντας την κοινή στρατηγική της θέση.
Ωστόσο, γεννάται εύλογος προβληματισμός για το από πού θα προέλθουν αυτά τα τεράστια κεφάλαια και πώς θα κατανεμηθούν δίκαια μεταξύ των κρατών-μελών. Επίσης, ως Επικεφαλής της Κυπριακής Αντιπροσωπείας στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τόνισα έντονα στους συναδέλφους μου, ότι η Τουρκία δεν έχει καμία θέση στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Θέση για την οποία, υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των δύο κύριων ευρωπαϊκών δυνάμεων, της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος εκφράζει ξεκάθαρη αντίθεση, θεωρώντας ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αποτελεί αξιόπιστο σύμμαχο, η Γερμανία επιμένει να τη διατηρήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, λόγω οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Αυτή η διάσταση απόψεων δημιουργεί ρήγμα στον γαλλο-γερμανικό άξονα, που παραδοσιακά αποτελεί την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Εμείς από την πλευρά μας, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη συμμετοχή της Τουρκίας σε οποιονδήποτε ευρωπαϊκό αμυντικό σχεδιασμό, όταν συνεχίζει να κατέχει παράνομα το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας εδώ και 50 χρόνια και εξακολουθεί να αμφισβητεί την ΑΟΖ μας, καθώς και την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο. Βλέπουμε ότι η Τουρκία επιχειρεί να παρουσιαστεί ως απαραίτητος εταίρος για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, την ίδια στιγμή που συνιστά πηγή αστάθειας και απειλής για την περιοχή μας.
Η ΕΕ οφείλει να διαφυλάξει τη στρατηγική της αυτονομία, συνεργαζόμενη με αξιόπιστους εταίρους που σέβονται το διεθνές δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αξίες και όχι με κράτη που υπονομεύουν την ειρήνη και την εδαφική ακεραιότητα των μελών της.
Μιχάλης Χατζηπαντέλα: Ενίσχυση κοινής ευρωπαϊκής άμυνας με ιδιαίτερη σημασία για την Κύπρο
Η ιστορική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προωθήσει έναν αμυντικό προϋπολογισμό ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, αποτελεί ένα καθοριστικό βήμα προς μια αυτόνομη και ισχυρή ευρωπαϊκή άμυνα. Αυτή η πρωτοβουλία, γνωστή ως “ReArm Europe”, αποσκοπεί στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και των στρατιωτικών δυνατοτήτων των κρατών-μελών, σε μια περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων και εξελίξεων που αλλάζουν την αρχιτεκτονική ασφάλεια του Δυτικού κόσμου.
Ο κόσμος αλλάζει και οι γεωπολιτικές ισορροπίες μεταβάλλονται, έτσι η Ευρώπη καλείται να αναλάβει την ευθύνη για τη δική της ασφάλεια, αφού η Ουάσινγκτον επανεξετάζει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή άμυνα και στο ΝΑΤΟ. Τα μηνύματα από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, καθιστούν σαφές ότι η Ε.Ε. πρέπει να ενισχύσει τη στρατιωτική της επάρκεια και τις δυνατότητες αντίδρασης σε επιθέσεις που μπορεί να λάβουν χώρα στην ήπειρο, τις δυνατότητες συμμετοχής της σε επιχειρήσεις και την ικανότητα προστασίας της από διαδικτυακές και κυβερνητικές επιθέσεις. Για παράδειγμα, η Γερμανία η οποία παραδοσιακά ήταν επιφυλακτική σε μεγάλες αμυντικές δαπάνες, αλλάζει δυναμικά στάση με την ανακοίνωση διάθεσης 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα, την ασφάλεια και τις εθνικές υποδομές. Η απόφαση της μεγαλύτερης οικονομίας του μπλοκ θα επηρεάσει και τα υπόλοιπα κράτη μέλη και σε συνδυασμό με τους σχεδιασμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί να επιταχύνει ακόμα περισσότερο την αμυντική θωράκιση της Ε.Ε.
Ωστόσο, η ενίσχυση της άμυνας δεν είναι μόνο στρατιωτικό, αλλά και οικονομικό ζήτημα. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα διοχέτευσης οικονομικών πόρων από άλλους, νευραλγικούς τομείς της Ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως η επιχειρηματικότητα, η κοινωνική πολιτική, η υγεία και η εκπαίδευση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει να εξαιρεθούν οι αυξήσεις των αμυντικών δαπανών από τα αυστηρά δημοσιονομικά κριτήρια που θέτει για τη σταθερότητα των οικονομιών μας. Με αυτό τον τρόπο και σε συνδυασμό με κεφάλαια που θα διατεθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι μειώσεις δαπανών σε άλλους τομείς μπορούν να ελαχιστοποιηθούν. Επιπλέον, η ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και επενδύσεις σε Ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται εντός Ε.Ε., συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη και στην ευημερία, αφού η ισχυρή άμυνα και η οικονομική σταθερότητα δεν είναι αντίθετοι στόχοι – αντιθέτως, ενισχύουν ο ένας τον άλλο. Εξάλλου, η γεωπολιτική δύναμη της Ευρώπης θα ενισχυθεί σημαντικά όταν θα υποστηρίζεται από μία ακόμα πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη, ενώ ο συντονισμός των δαπανών, των εξοπλιστικών προγραμμάτων και η συμμετοχή σε κοινές δράσεις και προγράμματα θα δημιουργήσει συνεργίες και οικονομίες κλίμακας που θα πολλαπλασιάσουν την αποτελεσματικότητα των εθνικών επενδύσεων των κρατών-μελών.
Για την Κύπρο, η ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας έχει ιδιαίτερη σημασία. Ως ημικατεχόμενο νησί σε μια γεωπολιτικά ευαίσθητη περιοχή και με συνεχιζόμενες προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, κυρίως από την Τουρκία, η ενδυνάμωση της αμυντικής πολιτικής της Ε.Ε. μπορεί να λειτουργήσει ως παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να προβεί σε διπλωματικές ενέργειες με ένα σωστό στρατηγικό σχεδιασμό που να αξιοποιεί την ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ε.Ε. για να δημιουργήσει μοχλό πίεσης προς την Τουρκία, συνδέοντας τον ρόλο της γειτονικής χώρας στην Ευρωπαϊκή άμυνα με καταλυτικές εξελίξεις στο εθνικό μας πρόβλημα εισβολής και κατοχής, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο που ο ΟΗΕ επενδύει στην επανέναρξη των συνομιλιών.
Γιώργος Γεωργίου: Είναι πραγματικά προκλητικό
Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου εστίαση της ΕΕ σε ζητήματα στρατικοποίησης και ασφάλειας/άμυνας, είτε διερευνώντας, με σημείο αναφοράς το ΝΑΤΟ, νέες κατευθύνσεις και δρομολογώντας νέες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση και την ανάπτυξη των στρατιωτικών της υποδομών είτε υποδαυλίζοντας περαιτέρω τον πόλεμο στην Ουκρανία (προμήθεια στρατιωτικού υλικού, κυρώσεις, νέες συμμαχίες κλπ.). Μέσα σε αυτό πλαίσιο η Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας της ΕΕ υπήρξε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πολιτικές τα τελευταία 10 χρόνια. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία η ΚΠΑΑ λειτούργησε/εργαλειοποιήθηκε ως γεωπολιτική επανεκκίνηση για την Ευρώπη και έδωσε περαιτέρω ώθηση για τη στρατικοποίηση της.
Είναι για αυτό που, διαχρονικά και με συνέπεια, λέμε ότι η στρατιωτικοποίησή της ΕΕ δεν ξεκίνησε ως απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία. Χτίζεται για πάνω από δύο δεκαετίες.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία «ξέπλυνε και επιτάχυνε» απλώς τη διαδικασία στρατιωτικοποίησης της ΕΕ. Μια διαδικασία που αποσκοπεί μόνο στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας στην παγκόσμια αγορά, φτωχοποιώντας, παράλληλα, ακόμα περισσότερο, τους ευρωπαϊκούς λαούς αφού εκτρέπει τα κεφάλαια μακριά από τις ανθρώπινες ανάγκες και τις κοινωνικές πολιτικές. Είναι πραγματικά προκλητικό.
Την ώρα που οι ολιγάρχες και οι μεγιστάνες της Ανατολής και της Δύσης τα βρίσκουν μεταξύ τους, τα ακροδεξιά κόμματα, που βρήκαν ούριο άνεμο από την Ουάσιγκτον, προελάυνουν, οι δημοκρατικοί θεσμοί της Ευρώπης κατακρημνίζονται και υπονομεύονται σε κάθε βήμα από αυτούς που υποτίθεται τάχτηκαν-διορίστηκαν για να τους προστατεύουν. Αναφέρομαι ενδεικτικά στην Ούρσουλα Φον Ντερ Λέινεν που, υποβασταζόμενη από το ΝΑΤΟ, απάντησε ότι η λύση στα πιο πάνω είναι η δέσμευση των δημόσιων πόρων, χρήματα που δεν της ανήκουν δηλαδή, σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους κατασκευαστές όπλων, οι οποίοι είδαν τις μετοχές τους να εκτοξεύονται τις τελευταίες εβδομάδες.
Υποθηκεύοντας, έτσι, το μέλλον και την ευημερία των ήδη δοκιμαζόμενων ευρωπαϊκών λαών, το κράτος πρόνοιας και τις κοινωνικές κατακτήσεις, το περιβάλλον για να εξασφαλίσει το κέρδος μερικών εταιρειών και την εμμονή ακόμα λιγότερων ηγετίσκων…Γερό μερτικό στα κέρδη των εξοπλισμών ορέγεται και η Τουρκία, φυσικά… Η οποία ξαφνικά κάθεται, πλέον, πρώτο τραπέζι πίστα, ως προνομιακός συνομιλητής, στις διάφορες παρασυνάξεις των ευρωπαίων ηγετών για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας. Στην απουσία φυσικά της Κύπρου… αλλά και της Ελλάδας…
Ένα είναι σίγουρο. «Η εποχή των επανεξοπλισμών», όπως διακηρύχτηκε από την ανώτατη ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών, μάλλον παραπέμπει σε μια «Εποχή Παγετώνων» για την ήπειρο και ιδιαίτερα τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Και αυτό, δυστυχώς, θα αποτυπωθεί και επί του εδάφους αλλά και στις μελλοντικές κάλπες… Και δυστυχέστατα και στις μελλοντικές γενιές…
Κώστας Μαυρίδης: Η Κύπρος να λειτουργεί εντός μιας Ευρωπαϊκής αμυντικής συμμαχίας και όχι Ευρωτουρκικής
Το σχέδιο για συνολικές δαπάνες 800 δισ. ευρώ για την Ευρωπαϊκή Άμυνα προκύπτει από χρηματοδότηση της ΕΕ για 150 δισ. προς τα κράτη-μέλη βάσει κριτηρίων, όπως έγινε με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και από τα κράτη-μέλη με 650 δισ. ευρώ, εφόσον δοθεί ευελιξία να υπερβούν τα δημοσιονομικά όρια του Συμφώνου Σταθερότητας. Πρόκειται για αισιόδοξη εκτίμηση κι ούτε μπορεί να υποχρεωθούν τα κράτη να προβούν σε αμυντικές δαπάνες, αλλά απαιτείται η συναίνεση και προθυμία τους. Πάντως, κράτη που βρίσκονται εκτός ορίων αλλά είναι πρόθυμα για συμμετοχή στην κοινή άμυνα, θα έχουν κίνητρο να αξιοποιήσουν την χρηματοδότηση της ΕΕ, αφού οι κρατικές δαπάνες θα συνιστούν μετακίνηση πόρων από άλλες δαπάνες π.χ. από το κοινωνικό κράτος. Κάποια κράτη θα ευνοηθούν (π.χ. Γαλλία κ.ά.) λόγω προηγμένης αμυντικής βιομηχανίας ενώ θα προκύψουν νέες θέσεις εργασίας ειδικά σε θέματα τεχνολογίας κι ανάπτυξη προϊόντων «διπλής χρήσης», δηλαδή, προϊόντων με αμυντική χρήση και ταυτοχρόνως εμπορική χρήση π.χ. με αξιοποίηση του διαστήματος.
Ωστόσο, η άμυνα έχει πρώτιστη αξία για την ασφάλεια που παρέχει έναντι απειλών. Σε αυτό το στάδιο, το ερώτημα είναι απλό: Είναι προτιμότερο να είμαστε ως Κύπρος εντός της Ευρωπαϊκής Άμυνας ή εκτός; Η Τουρκία μας θέλει εκτός και η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Άμυνα είναι ορθή γιατί συμβάλλει στην ασφάλεια μας αλλά η ευθύνη της προστασίας μας είναι κυρίως δική μας. Η Κύπρος, ως ημικατεχόμενη χώρα από την Τουρκία, χρειάζεται να λειτουργεί εντός μιας Ευρωπαϊκής αμυντικής συμμαχίας και όχι μιας … Ευρωτουρκικής. Αυτό εξαρτάται από την στάση των Κυβερνήσεων Κύπρου κι Ελλάδας, για να εξασφαλίσουν μέσω της συλλογικής ασφάλειας της ΕΕ τα εθνικά μας συμφέροντα.
Ως μέλος της Επιτροπής Άμυνας και Ασφάλειας του Ευρωκοινοβουλίου, επιχειρηματολογώ για Ευρωπαϊκή Άμυνα χωρίς εξάρτηση από τρίτους. Αυτή η εξάρτηση δημιούργησε το «κενό άμυνας». Η Τουρκία είναι χώρα εκτός ΕΕ κι επαναφέρει την εξάρτηση από τρίτους. Επιπλέον, αποτελεί πρόβλημα αφού κατέχει έδαφος της ΕΕ στην Κύπρο και η νεο-οθωμανική επεκτατικότητα αποδυναμώνει την αυτονομία της Ευρωπαϊκής Άμυνας. Για τις επικοινωνιακές προσεγγίσεις που στοχεύουν να ικανοποιήσουν το εσωτερικό ακροατήριο στην Κύπρο, αντί να επικεντρώνονται στη συνδιαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Άμυνας, επαφίεται στους πολίτες να τις αντιληφθούν.
Γεάδης Γεάδη: Να εστιάσουμε στα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει η Κυπριακή Δημοκρατία
Αρχικά, να επαναλάβουμε τη θέση μας ότι αντικρίζουμε θετικά την όλη προσπάθεια δημιουργίας ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Αμυντικού Πλαισίου.
Περαιτέρω, πρέπει να αναφέρουμε πως στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα δεν είναι το από που θα αντληθούν τα χρήματα, αλλά η όλη προσπάθεια που αποτελεί για εμάς ένα ορθό βήμα. Τονίζουμε όμως ξανά, ξεκάθαρα, πως αυτό που μας απασχολεί είναι η πιθανή εμπλοκή της Τουρκίας στο όλο πλαίσιο, γεγονός που μας βρίσκει απολύτως ενάντια, όπως αναφέραμε και στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Έπειτα, αυτό στο οποίο πρέπει επίσης να εστιάσουμε, είναι τα οφέλη που μπορεί η Κυπριακή Δημοκρατία να αποκομίσει, προς ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας αλλά και άλλων συναφών τομέων, σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών.
Τέλος, επειδή το σχέδιο της Ε.Ε. προσβλέπει στην ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της, βλέπουμε την προσπάθεια αυτή να ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω εισχώρηση των Κυπριακών εταιρειών παραγωγής αμυντικού υλικού στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, κάτι το οποίο επιθυμούμε ιδιαίτερα.
Φειδίας Παναγιώτου: Δεν εμπιστεύομαι τους Ευρωπαίους ηγέτες
Παραμένω σκεπτικός για το σχέδιο ReArm Europe της Φον Ντερ Λάιεν. Είναι ξεκάθαρο ότι το ΝΑΤΟ αντιμετωπίζει δύσκολες ώρες και ότι η Ευρωπαική Ένωση χρειάζεται να είναι πιο ανεξάρτητη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, η προτεινόμενη λύση φαίνεται να ρίχνει δισεκατομμύρια ευρώ σε όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό, ο οποίος θα ελέγχονταν εν μέρει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και δεν εμπιστεύομαι τους Ευρωπαίους ηγέτες μας στις αποφάσεις τους για τις εξωτερικές υποθέσεις.