Στην ιστορία του Κυπριακού ουδέποτε και καμιά προσπάθεια επανέναρξης της ειρηνευτικής διαδικασίας υπήρξε εύκολη υπόθεση. Ούτε και στη Γενεύη αναμένουμε να είναι. Η παρέλευση του χρόνου σε συνθήκες κατοχής δημιουργεί εξ’ αντικειμένου πολλαπλές προκλήσεις, είτε πρόκειται για νέα διχοτομικά τετελεσμένα είτε για προσπάθειες εκτροχιασμού από τη συμφωνημένη βάση λύσης. Από το Κραν Μοντανά και εντεύθεν αυτό ακριβώς είναι που βιώνουμε, ενώ η όποια κινητικότητα δημιουργήθηκε στο μεσοδιάστημα δεν υπήρξε αρκετή για να έχουμε ουσιαστικές εξελίξεις.

Αντίθετα, καταλήξαμε στην παγίωση της απαράδεκτης τουρκικής θέσης για λύση δύο κρατών και κυριαρχική ισότητα – με τρίτους να επιχειρούν κατά διαστήματα την εισαγωγή «νέων ιδεών» προκειμένου να βρεθεί κοινό έδαφος. Το οποίο βέβαια δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στη δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα και τη θέση της τουρκικής πλευράς.

Μπροστά σε αυτό το δυστοπικό περιβάλλον, στο οποίο προστίθεται η προσπάθεια της Τουρκίας να διαδραματίσει ρυθμιστικό ρόλο στις διεθνείς γεωπολιτικές ανακατατάξεις, κάποιοι επικαλούνται τη ρεάλ πολιτίκ για να υποστηρίξουν θέσεις που αμφισβητούν τις παραμέτρους του ΣΑ του ΟΗΕ. Ωστόσο, το διακύβευμα είναι πώς αξιοποιούμε θετικά τις διεθνείς συγκυρίες, προκειμένου να επαναφέρουμε σε gros plan το Κυπριακό στη συμφωνημένη βάση λύσης.

Εξάλλου και στο παρελθόν, παράλληλες συγκυρίες οδήγησαν την τουρκική πλευρά σε μεταβολή προηγούμενα αδιάλλακτων θέσεων. Τα ευρωτουρκικά, η προσέγγιση Ελλάδας- Τουρκίας, τα ενεργειακά αποτελούν σήμερα συγκυρίες που μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αξιοποιήσει μεταβαίνοντας στη Γενεύη, με προτάσεις που να τις λαμβάνουν υπόψη. Πείθοντας ταυτόχρονα, ότι το σημείο αφετηρίας για την ελληνοκυπριακή πλευρά είναι το Πλαίσιο Γκουτέρες και οι συγκλίσεις που είχαν επιτευχθεί μέχρι και το τέλος της Διάσκεψης του 2017, χωρίς υπαναχωρήσεις ειδικότερα ως προς την πολιτική ισότητα και την αποτελεσματική συμμετοχή.

Βεβαιότητες ως προς την κατάληξη της άτυπης πενταμερούς, δεν μπορούν να υπάρξουν. Με όλα όμως τα σενάρια ανοικτά, την πρόοδο σε ΜΟΕ, το διορισμό απεσταλμένου, τη συντήρηση κάποιας κινητικότητας με φόντο τη μελλοντική επανέναρξη του ουσιαστικού διαλόγου ή στη χειρότερη περίπτωση την επαναβεβαίωση του αδιεξόδου, μία βεβαιότητα παραμένει. Ο κ. Χριστοδουλίδης οφείλει να μεταβεί στη Γενεύη με την απαραίτητη πολιτική βούληση για να πείσει έχοντας στις αποσκευές του συγκεκριμένες και περιεκτικές προτάσεις, απόλυτα προσανατολισμένες στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Γιατί ακόμη και αν επισυμβούν τα χειρότερα, το κάδρο των ευθυνών δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη δική μας πλευρά – γνωρίζοντας ότι ενός κακού μύρια έπονται.

  • Νομικός – Διεθνολόγος, Μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ