Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε με φαινομενικά καλούς οιωνούς. Σε αντίθεση με τον 20ο αιώνα των παγκοσμίων πολέμων και των μεγάλων διεθνών αντιπαραθέσεων, η νέα μεταψυχροπολεμική εποχή θα ήταν υποτίθεται αυτή της διαρκούς ειρήνης. Με μια διεθνή τάξη με περισσότερη ασφάλεια και σταθερότητα, χωρίς μεγάλους πολέμους. Κάποιοι μιλούσαν μάλιστα για το «τέλος της ιστορίας».
Τα κράτη της Ευρώπης, ένιωσαν τόσο άνετα που μείωσαν τις αμυντικές τους δαπάνες στο μισό και δεν δίστασαν να δημιουργήσουν μια σχέση ενεργειακής εξάρτησης από τη Ρωσία του Πούτιν.
Αυτή η αντίληψη μιας διαρκούς ειρήνης έχει βίαια τερματιστεί, και η διεθνής τάξη – με όλες τις ατέλειες που την χαρακτήριζαν- αμφισβητείται ευθέως από δυνάμεις του αναθεωρητισμού και του αυταρχισμού. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αναβιώνει και η θεμελιώδης αρχή περί απαραβίαστου των διεθνών συνόρων αμφισβητείται με τρόπο που παραπέμπει σε άλλες εποχές, με αποκορύφωμα βεβαίως τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η Ευρώπη, που για χρόνια είχε βολευτεί ως μια civilian power, δηλαδή ως ένας οικονομικός γίγαντας με αναιμικό γεωπολιτικό αποτύπωμα, σπεύδει αμήχανα να ανασυνταχθεί. Ειδικά τώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό την ηγεσία του Τραμπ, παρουσιάζονται απρόθυμες να ενασκήσουν τον παραδοσιακό τους ρόλο ως του κατ’ εξοχήν παροχέα ασφάλειας για τη Δύση. Και αυτό που δυστυχώς επιβεβαιώνεται, είναι ότι η ισχύς και όχι το δίκαιο, ήταν και παραμένει ο καθοριστικός παράγοντας στις διεθνείς σχέσεις.
Κάποιου είδους αφύπνιση, χρειαζόμαστε και εμείς, στην Κύπρο και την Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή εδώ και μισό αιώνα βιώνουμε αυτά που σήμερα διαπιστώνουν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά κυρίως επειδή τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια Τουρκία πολύ πιο επιθετική, παρεμβατική και αναθεωρητική. Που όχι μόνο δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία ότι θα οδηγηθούμε σε συμφωνημένες λύσεις, αλλά μας φέρνει αντιμέτωπους με νέους εθνικούς κινδύνους.
Μέσα σε ένα διεθνές σκηνικό όπου ευνοούνται οι κατά τόπους ισχυρότερες δυνάμεις με αναθεωρητικές τάσεις, η Τουρκία, έχοντας πραγματοποιήσει τα τελευταία 10-15 χρόνια μια αντιδυτική και αυταρχική στροφή, έχοντας υιοθετήσει ένα επικίνδυνο κράμα ισλαμισμού και εθνικισμού, και με μια αντίληψη του αυξημένου βάρους και ισχύος που διαθέτει, επιδιώκει ευθέως την περιφερειακή κυριαρχία. Συνιστά δηλαδή ευθεία απειλή για την ασφάλεια και επιβίωση του ελληνισμού.
Αυτό το σκηνικό επιβάλλει τη σωστή αντίληψη των προκλήσεων για την εθνική μας ασφάλεια και τη χάραξη μιας νέας εθνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση τους. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να σταθούν απέναντι στην τουρκική δύναμη μέσω μιας συγκροτημένης και αποφασιστικής πολιτικής ανάσχεσης. Και αυτό προϋποθέτει την πολιτική, οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική ισχυροποίηση του ελληνισμού. Μόνο έτσι, με την Ελλάδα και την Κύπρο να στέκουν δυνατά στα πόδια τους, θα μεταβληθεί πιθανώς και η πολιτική της Άγκυρας.
Αυτή η εθνική στρατηγική – θέλω να το τονίσω – δεν έρχεται σε σύγκρουση με την πάγια επιδίωξη μας για διάλογο. Όμως ο διάλογος πρέπει να εντάσσεται σε μια συνεκτική στρατηγική και να βασίζεται σε ορθή στάθμιση των δεδομένων. Τέτοια ήταν η στρατηγική του Γλαύκου Κληρίδη που οδήγησε την Κύπρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως εξήγησε ο ίδιος ο Κληρίδης, «δεν θα έπρεπε να υπολογίζουμε σε αλλαγή της πολιτικής της Τουρκίας στο Κυπριακό και, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να ενισχύσουμε την στρατηγική μας για απεξάρτηση της ένταξης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη λύση του Κυπριακού». Η ένταξη, ήταν η πράξη που θωράκισε την Κυπριακή Δημοκρατία, ακυρώνοντας σε κάποιο βαθμό τις τουρκικές επιδιώξεις και σχεδιασμούς για την Κύπρο.
Όσο όμως σημαντική και να είναι η συμμετοχή της Κύπρου και της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το τουρκικό κίνδυνο, δεν είναι αρκετή. Οι ισχυρές αποτρεπτικές και αμυντικές δυνατότητες συνιστούν άλλο ένα αναπόσπαστο συστατικό. Αυτή η διαχρονική θέση του Δημοκρατικού Συναγερμού και του Γλαύκου Κληρίδη είναι σήμερα διπλά αναγκαία.
Προϋπόθεση βέβαια είναι η ισχυρή οικονομία. Χωρίς ισχυρή οικονομία, ούτε η άμυνα μπορεί να ενισχυθεί, ούτε τα πολιτικά και διπλωματικά ερείσματα θα είναι αυτά που πρέπει. Είναι ευτύχημα ότι οι οικονομίες των κρατών μας – Ελλάδας και Κύπρου – έχουν εδώ και χρόνια ανακάμψει, και υπάρχουν πλέον οι δυνατότητες μια πολύ πιο σημαντικής επένδυσης στην άμυνα. Είναι συνεπώς αδιανόητο κράτη όπως η Πολωνία να δαπανούν ήδη πάνω από 4% για την άμυνα τους, μια κατεύθυνση την οποία σπεύδουν να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, και η Κύπρος να πασκίζει να φτάσει στο 2%.
>Κουλτούραεθνικήςασφάλειας
Επειδή όμως η άμυνα δεν είναι μόνο μια δημοσιονομική διάσταση, τονίζω την ανάγκη μιας κουλτούρας εθνικής ασφάλειας, που θα διαχέεται σε όλο το κράτος και την κοινωνία. Με συμμετοχή του εγχώριου οικοσυστήματος έρευνας και καινοτομίας, με αναβαθμισμένες υπηρεσίες πληροφοριών, με ρόλο για την πανεπιστημιακή κοινότητα και για δεξαμενές πολιτικής σκέψης.
Και σε αυτό το πλαίσιο, ως κορυφαίος πυλώνας εθνικής ασφάλειας, είναι ασφαλώς και η εξωτερική μας πολιτική. Ελλάδα και Κύπρος, ως κράτη που ανήκουν σε ένα ενιαίο γεωπολιτικό σύνολο και αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις για την εθνική τους ασφάλεια, πρέπει να έχουν κοινό προσανατολισμό της εξωτερικής τους πολιτικής. Ειδικά τώρα που η ευρωπαϊκή και δυτική αρχιτεκτονική ασφάλειας είναι υπό αναθεώρηση και ανασχεδιασμό.
Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ποια θα είναι η προοπτική μιας Κοινής Ευρωπαϊκής άμυνας, ποιος θα είναι τελικά ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρωπαϊκή ασφάλεια και στην δική μας περιοχή, ποιο θα είναι το μέλλον του ΝΑΤΟ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα δύο κράτη μας, πρέπει να έχουν συμμετοχή και αξιόπιστη παρουσία. Οι εποχές της αμφιταλάντευσης, των ξεπερασμένων δογματισμών και της αντίληψης ότι μπορούμε να πατούμε σε δύο βάρκες, πρέπει να μείνουν στο παρελθόν. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να αποτελούν σταθερούς και αξιόπιστους πυλώνες της Ευρώπης και της Δύσης σε αυτή την ασταθή περιοχή. Το επιβάλλει η εθνική μας ασφάλεια.
Το Ινστιτούτο Γλαύκος Κληρίδης ως συνδεδεμένο με τον Δημοκρατικό Συναγερμό ίδρυμα, θέλει να διευκολύνει και να έχει ρόλο πρωταγωνιστικό σε αυτή την πολιτική συζήτηση. Ακούγοντας με προσοχή και την αντίθετη τεκμηριωμένη άποψη. Αλλά με διάθεση να σταθούμε ανάχωμα σε προσεγγίσεις που θα μας πάρουν πίσω, σε αυτή την επικίνδυνη εποχή που διανεύουμε.