Ο σημερινός ΓΓ των Ηνωμένων Αντόνιο Γκουτέρες θα παραμείνει στην ιστορία του Κυπριακού ως ο ανώτατος αξιωματούχος του ΟΗΕ που φοβόταν να πατήσει το πόδι του στην Κύπρο, παρά το γεγονός ότι διαχειρίζεται το πρόβλημα της για επτά χρόνια. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι φανερό ότι δεν θέλει ή δεν μπορεί να τα βάλει με την Τουρκία, όπως προσπάθησε να το κάνει και με το Ισραήλ και έκαψε τα δάκτυλά του. Το 2017 στο Κραν Μοντανά, αναγκάστηκε, σύμφωνα με τα πρακτικά του ΟΗΕ και τους αυτόπτες μάρτυρες (Πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη, συνομιλητή Ανδρέα Μαυρογιάννη και τον τότε ΥΠΕΞ Ελλάδας Ν. Κοτζιά) να διαγράψει όσα είπε και να το βάλει στα πόδια από την Ελβετία, όταν ο τότε Τούρκος ΥΠΕΞ τού κούνησε το δάκτυλο όταν προσπάθησε να εφαρμόσει αυτό που είπε ότι επιθυμούσε τη δημιουργία ενός κανονικού κράτους στην Κύπρο… θα πρέπει να τον έπεισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να κάνει ό,τι έκαναν οι προκάτοχοι του: Να ανέβει στο αεροπλάνο και να έλθει στην Κύπρο και να αναλάβει προσωπική πρωτοβουλία κι όχι να λειτουργεί διά αντιπροσώπων του…
Καταφεύγει στη Γενεύη για άλλη μια φορά και αποφεύγει να επισκεφθεί το νησί, όπου οι άλλοι Γενικοί Γραμματείς με πρώτο τον δρα Βάλντχαϊμ, που κάθε λίγο και λιγάκι ερχόταν στην Κύπρο και που ομολογουμένως από το τέλος της εισβολής το 1974 ήλθε στην Κύπρο και είχε αναλάβει δράση με μια σειρά από πρωτοβουλίες που οδηγησαν σε μεγάλο κύκλο συνομιλιών στην Κύπρο, τη Γενεύη, τη Βιέννη και τη Νέα Υόρκη.
Αυτό που φαίνεται ότι προσπαθεί μάταια να επιτύχει τώρα ο Αντόνιο Γκουτέρες είναι να τετραγωνίσει τη βασική διαφορά που κληρονόμησε από τους προκατόχους του και η οποία αφορά στην πολιτική ισότητα, γιατί τα δύο κράτη είναι ο απότερος σκοπός της Τουρκίας αν καταφέρει να τουμπάρει και τις νέες διαβουλεύσεις της Γενεύης. Πιστεύω ότι ο Αντόνιο Γκουτέρες έχει μελετήσει πολύ το Κυπριακό και τις βασικές δυσκολίες του γύρω από το θέμα της πολιτικής ισότητας που η Τουρκία την επεκτείνει και σε κυριαρχική ισότητα, για την οποία ποτέ δεν μίλησε ανοικτά και να πει τις σκέψεις του.
Το θέμα της ισότητας, ιδιαίτερα της χωριστής θετικής ψήφου των Τουρκοκυπρίων είναι κάτι που φοβόταν και ο Νίκος Αναστασιάδης, και ο Γκουτέρες θα έπρεπε να γνωρίζει ότι ιστορικά, υπό μιαν άλλη μορφή, αποτέλεσε την αιτία της όξυνσης των σχέσεων μεταξύ των συνιδρυτών του κυπριακού κράτους Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων το 1960, το οποίο οδήγησε μαζί με άλλα στη διάλυση του κράτους.
Όποιος θέλει να εμβαθύνει στα του Κυπριακού και να μη βλέπει τα πράγματα απλοϊκά για ξεχωριστή ψήφο των τ/κ στις αποφάσεις του Υπουργικού ή και άλλων θεσμών, πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς δεν εφαρμόζεται η αρχή της αποδοχής της απόφασης της πλειοψηφίας. Γιατί αυτό αποτελεί τη ρίζα του κακού, καθώς οι Founders Fathers (οι προπάτερες μας όπως λένε και οι Αμερικανοί, που ίδρυσαν το κυπριακό κράτος), δεν μπόρεσαν να το ξεπεράσουν από την πρώτη χρονιά της λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτή η διαφορά καθιερώθηκε στο Κυπριακό Σύνταγμα με δύο πρόνοιες υπό τη μορφή της χωριστής πλειοψηφίας από τους τ/κ στη Βουλή αλλά και του δικαιώματος βέτο έναντι της νομοθεσίας που δόθηκε στον Τούρκο αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ. Δηλαδή για να καταστεί νόμος ένα νομοσχέδιο χρειαζόταν να εξασφαλίζει την ξεχωριστή πλειοψηφία των παρόντων στη Βουλή ε/κ βουλευτών αλλά και τ/κ που ψήφιζαν χωριστά. Για τους τ/κ υπήρχε ακόμα μια ασφαλιστική δικλείδα, το δικαίωμα βέτο του αντιπροέδρου Κουτσιούκ. Αυτές τις δυο πρόνοιες θέλησε να καταργήσει ο Πρόεδρος Μακάριος με τις προτάσεις του προς τον Φαζίλ Κουτσιούκ που έγιναν γνωστές ως τα 13 σημεία.

>Η κρίση με τα νομοσχέδια
Σ’ όλο το διάστημα των τριών πρώτων χρόνων της ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας συνεταιρικά με τους Τούρκους οι συγκρούσεις μεταξύ των δυο κοινοτήτων, τόσο φραστικές, όσο και ουσιαστικές, ήσαν καθημερινές και πολύ έντονες, μέχρι σημείου απειλών, προειδοποιήσεων, βαριών κατηγοριών και αντεγκλήσεων που έδιναν την εικόνα εχθρών παρά δύο κοινοτήτων που ήθελαν να οικοδομήσουν μια κοινή πατρίδα, διαψεύδοντας όσους ήλπιζαν ότι το κράτος θα στέριωνε με την πάροδο του χρόνου.
Η όλη στάση των δύο κοινοτήτων έδειχνε, κρίνοντας εκ των υστέρων μετά από 60 και πλέον χρόνια, ότι το κράτος οδηγείτο, με τις ενέργειες των ηγετικών παραγόντων, ολοταχώς προς το γκρεμό, που θα παρέσυρε στο διάβα του και την Κυπριακή Δημοκρατία.
Μια άλλη σύγκρουση μεταξύ των δύο κοινοτήτων για το οποίο δεν επικράτησε η φωνή της λογικής – ήταν εκείνη που σχετιζόταν με τη φορολογία. Αυτή έδωσε στο Μακάριο ακόμα μια ευκαιρία να επιδείξει τη δύναμή του. Ο Γλαύκος Κληρίδης στην “Κατάθεσή του” υποστηρίζει ότι το πρόβλημα σχετιζόταν με ένα είδος εκβιασμού των Τούρκων να εξασφαλίσουν περισσότερη βοήθεια για την κοινότητά τους, για τις ανάγκες της τουρκικής Παιδείας, για την οποία ήταν υπεύθυνη η Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση.
Στην Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση δινόταν επιχορήγηση 1.600.000 λιρών και στην Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση 400.000, οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνταν ικανοποιητικές για να καλύψουν τις ανάγκες τους κι έτσι ήσαν υποχρεωμένες να επιβάλλουν φορολογία.
Επιδίωξη ήταν να αυξηθεί η επιχορήγηση και οι μεν Έλληνες, πρότειναν όπως η αύξηση δοθεί με αναλογία 82% στους Έλληνες και 18% στους Τούρκους, ενώ οι Τούρκοι επέμεναν σε 70% με 30% -η διαφορά δηλαδή ήταν μερικές δεκάδες χιλιάδες λίρες. Κι όμως το θέμα αυτό των μερικών χιλιάδων λιρών έγινε μείζον και οδήγησε σε κρίση τις σχέσεις των δύο Κοινοτήτων και όξυνε ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Παρά τις διαφωνίες, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε, αντισυνταγματικά, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, στις 13 Ιουλίου 1961, συμπληρωματική πίστωση προς τις δύο Κοινοτικές Συνελεύσεις ή Κοινοτικές Βουλές, ύψους 600.000 λιρών. Στην Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση θα δινόταν βοήθεια ύψους 525.000 λιρών και στην Τουρκική 75.000. Όταν ο νόμος εγκρίθηκε από τη Βουλή, ο Αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσιούκ τον ανέπεμψε, αλλά η Βουλή επέμενε και τότε ο Κουτσιούκ κατέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο καλείτο να αποφανθεί πάνω σ’ ένα κρίσιμο, όπως εξελίχθηκε, με τα δεδομένα της εποχής, θέμα κι η απόφαση που πήρε ήταν τέτοια που ικανοποιούσε και τις δυο πλευρές.
Από τη μια αποφάνθηκε ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, ήταν δηλαδή αντίθετος με το άρθρο 88 του Συντάγματος κι έτσι ικανοποιούντο οι Τούρκοι. Όμως δεν προχώρησε να αποφανθεί κατά πόσον η κατανομή σήμαινε δυσμενή διάκριση σε βάρος της τουρκικής κοινότητας κι έτσι ικανοποιούντο οι Έλληνες.

Οι τουρκοκύπριοι και οι χωριστές πλειοψηφίες – Ο Πρόεδρος Μακάριος δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια
Την ίδια περίοδο ξέσπασε και μια άλλη διαφωνία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων γύρω από τα φορολογικά νομοσχέδια και το φόρο εισοδήματος, που οδήγησε σε κύρια όξυνση και έφθασε στα όρια της κρίσης. Τον Απρίλη του 1961 οι Τούρκοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη που τους παρείχε το Σύνταγμα για χωριστές πλειοψηφίες, για να εκβιάσουν προώθηση άλλων αιτημάτων τους. (Για να εγκριθεί ένας φολογικός Νόμος χρειαζόταν η πλειοψηφία των 15 Τούρκων βουλευτών και η πλειοψηφία των 35 Ελλήνων).
Αυτό συνέβη όταν κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν παράταση για τρεις μήνες 76 φορολογικών νομοσχεδίων. Κύριο αίτημα των Τούρκων, η άμεση εφαρμογή του 70:30 και η δημιουργία χωριστών δημαρχείων, πριν εγκριθεί η παράταση.
Όταν τέθηκε το θέμα, ο τουρκικός Τύπος και οι επίσημοι της τουρκικής κοινότητας άφησαν σαφώς να εννοηθεί ότι θα επιζητούσαν να εκβιάσουν την έγκριση των νομοσχεδίων αυτών με αντάλλαγμα την προώθηση της εφαρμογής του 70: 30 στη Βουλή και του διαμελισμού των δήμων -που επιδίωκαν πάντοτε.Οαντιπρόεδρος της Βουλής Ορχάν Μουντερίσογλου με δήλωσή του στο ΑΠΕ άφηνε να εννοηθεί ότι οι Τούρκοι δεν θα ψήφιζαν το νομοσχέδιο, αν δεν ρυθμίζονταν κατά τρόπο ικανοποιητικό για τους Τούρκους τα δύο θέματα.
Έτσι όταν το νομοσχέδιο κατατέθηκε τελικά στη Βουλή, οι Τούρκοι είπαν αμέσως όχι. Ακόμα αρνήθηκαν με 10 ψήφους κατά, και τρεις αποχές την παράτασή του για δυο μήνες όπως έγινε αργότερα συμβιβαστική πρόταση, λες και τα χρήματα που θα εισπράττονταν από τους φόρους θα πήγαιναν μόνο για τους Έλληνες.
Η προτροπή του Προέδρου της Βουλής Γλαύκου Κληρίδη προς τους Έλληνες, κυρίως προς τους Τούρκους βουλευτές, να αναλογισθούν τη σοβαρότητα του ζητήματος για το καλό της Κύπρου, έπεσε στο κενό.
Η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας κινδύνευε, μετά την καταψήφιση του νόμου για το φόροεισοδήματος, λίγους μήνες αργότερα, να παραμείνει χωρίς έσοδα. Ο Πρόεδρος Μακάριος δεν έμεινε, ωστόσο, με σταυρωμένα τα χέρια. Προτίμησε, αντί να αφήσει το κράτος να καταρρεύσει, να παρακάμψει τον σκόπελο. Γνώριζε τη δύναμη που είχε και την επιρροή του, τουλάχιστον ανάμεσα στους Έλληνες. Γι’ αυτό απάντησε στην άρνηση των Τούρκων με μια οδηγία προς τις αρχές είσπραξης των φόρων και δασμών να συνεχίσουν να τους εισπράττουν, σαν να μη είχε απορριφθεί η παράταση των φορολογιών από τους Τούρκους. “Δια του παρόντος διατάσσονται όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί για την επιβολή και είσπραξη των φόρων και δασμών όπως εξακολουθήσουν, όπως έκαμναν μέχρι τούδε, να επιβάλλουν και εισπράττουν αυτούς» ανέφερε η οδηγία του Μακαρίου στις 3 Απριλίου 1961.
Ο Κουτσιούκ, σε δημοσιογραφική διάσκεψη, κατηγόρησε τον Πρόεδρο Μακάριο ότι καταστρατήγησε το Σύνταγμα με την εντολή που εξέδωσε για είσπραξη των φόρων. “Εάν η είσπραξη των φόρων είναι ζωτικής σημασίας, για την ύπαρξη του κράτους, άλλο τόσο ζωτικής σημασίας είναι για τους Τούρκους η εφαρμογή της αναλογίας 70:30 στη Δημόσια Υπηρεσία”, είπε ο αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η απόφαση του Μακαρίου εφαρμόστηκε πλήρως και τα τελωνεία συνέχισαν να εργάζονται κανονικά, όπως και προηγουμένως, παρά τις διαμαρτυρίες των Τούρκων, που δεν κατάφεραν να κάνουν το δικό τους.Ωστόσο σε λίγους μήνες (19 Ιουλίου 1961) οι Τούρκοι, όταν διαπίστωσαν ότι δεν πέρασε ο εκβιασμός τους, ενέκριναν τα φορολογικά νομοσχέδια. Όμως τα πράγματα δεν έμειναν μέχρις εδώ. Όταν στις 18 Δεκεμβρίου 1961, η Βουλή κλήθηκε να συζητήσει το Νόμο για το Φόρο Εισοδήματος, οι Τούρκοι βουλευτές έριξαν νέα βόμβα- πιο ισχυρή αυτή τη φορά-που συγκλόνισε τα θεμέλια της νεαρής Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρότειναν όπως οι πίνακες για τη φορολογία ανανεώνονται κάθε χρόνο- πρόταση που οι Έλληνες βουλευτές δεν ήθελαν να αποδεχθούν για κανένα λόγο, γιατί θα ανέτρεπε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα της νήσου. Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε από τους Έλληνες βουλευτές ως προσπάθεια να κρατούνται η Βουλή και η Κυβέρνηση αιχμάλωτες των Τούρκων. Η δικαιολογία ήταν ότι καμιά εταιρεία δεν θα έδειχνε εμπιστοσύνη σε ένα κράτος που κάθε χρόνο ανανέωνε τους συντελεστές και χωρίς να γνωρίζει μακροχρόνια πώς θα ήταν η κατάσταση για να διευθετεί την πορεία της.
Οι Τούρκοι γνώριζαν τη δύναμη που τους έδινε το Σύνταγμα. Για να ψηφισθεί φορολογικό νομοσχέδιο έπρεπε να εξασφαλιστούν χωριστές πλειοψηφίες και από τις δυο πλευρές στη Βουλή- τους Έλληνες και τους Τούρκους. Και όπως ήσαν ενωμένοι γνώριζαν ότι δεν μπορούσε να περάσει μια τέτοια Νομοθεσία. Η συζήτηση και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κι από τις δυο πλευρές δεν έπεισαν κανένα από τους βουλευτές ν’ αλλάξει στάση.
Έτσι οι βουλευτές και των δυο κοινοτήτων έμεναν πιστοί στα όσα είχαν προσυμφωνηθεί σε ιδιαίτερες συσκέψεις τους. Η συζήτηση ήταν θυελλώδης και έγινε μέσα σε φραστικούς διαπληκτισμούς αλλά και βαριές κατηγορίες.
Έλληνες βουλευτές μάλιστα κατηγόρησαν τους Τούρκους για εκβιασμούς και δικτατορικές μεθόδους που είχαν σαν στόχο τη διάλυση της Κυπριακής Πολιτείας, ενώ ο Πρόεδρος Μακάριος προειδοποίησε ότι θα παραγνώριζε οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη, της οποίας θα γινόταν κατάχρηση από την τουρκική πλευρά.
Εκβιασμοί για το 70-30 στη δημόσια υπηρεσία
Οι δυο πλευρές παρέμειναν στις θέσεις τους κι έτσι η Κύπρος έμεινε χωρίς νόμο για το φόρο εισοδήματος μια και το κυβερνητικό νομοσχέδιο απέτυχε να εξασφαλίσει χωριστές πλειοψηφίες από τους βουλευτές των δυο κοινοτήτων. Το κράτος κινδύνευε να παραμείνει ουσιαστικά χωρίς τα βασικά του έσοδα και θα παρέλυε.
Ο Πρόεδρος Μακάριος συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη των στενών του συνεργατών και την επομένη προχώρησε στην αντεπίθεση παρακάμπτοντας την εξουσία των Τούρκων για χωριστή πλειοψηφία στη Βουλή πάνω στα οικονομικά νομοσχέδια. Έτσι ζήτησε όπως συνέλθει έκτακτα η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση, η οποία ψήφισε νόμο που προέβλεπε προσωπική εισφορά των Ελλήνων για το ποσό που προέβλεπε το νομοσχέδιο που είχε καταψηφισθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η υπομονή του Μακαρίου και των Ελλήνων γενικότερα, φαινόταν να εξαντλείται, αλλά έδωσαν τόπο στην οργή. Όμως ο Μακάριος τα έψαλε ένα χεράκι και δημόσια στους Τούρκους.
Χρησιμοποιώντας έντονη γλώσσα ο Μακάριος προειδοποίησε τους Τούρκους ότι λόγω της στάσης τους θα καθυστερούσε η προώθηση διαφόρων θεμάτων που σχετίζονταν με το Σύνταγμα και τα οποία έκαιαν τους Τούρκους, όπως ήταν η καθιέρωση στη δημόσια υπηρεσία του 70:30 (διορισμός δηλαδή σε κάθε εκατόν δημόσιους υπαλλήλους 70 Ελλήνων και 30 Τούρκων) και η δημιουργία κυπριακού στρατού- πέραν της καθυστέρησης στην προώθηση του θέματος των χωριστών δημαρχείων.
Τόνισε ο Μακάριος: “Είναι θλιβερό, διότι οι Τούρκοι βουλευτές εκμεταλλευόμενοι και κάμνοντας πολύ κακή χρήση του δικαιώματος, της χωριστής πλειοψηφίας προξένησαν ζημιά και στη Δημοκρατία και στην Κοινότητα τους, η οποία δυσανάλογα επωφελείτο από τα έσοδα του Φόρου Εισοδήματος.
“Είμαι υποχρεωμένος με λύπη να δηλώσω ότι, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό συμφέρον του κυπριακού λαού, να παραγνωρίσω οποιανδήποτε συνταγματική διάταξη της οποίας γίνεται κατάχρηση από τουρκικής πλευράς και εμποδίζει την κανονική λειτουργία της Πολιτείας”.
Έτσι ο Μακάριος προχώρησε στις αποφάσεις του και το απόγευμα της 21ης Δεκεμβρίου συνήλθε η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση, η οποία και ενέκρινε την πρότασή του δίνοντας τη δυνατότητα στο κράτος να συνεχίσει να έχει έσοδα έστω και μόνο από τους Έλληνες.
Την επομένη η Κοινοτική Βουλή ενέκρινε επίσης ένα δεύτερον νόμο με τον οποίο επιτρεπόταν στην Κυβέρνηση να εισπράττει φόρο και από τις Ελληνικές Εταιρείες. Έτσι ο Μακάριος προχωρούσε μόνος, ενώ παράλληλα προειδοποιούσε τους Τούρκους ότι θα παραγνώριζε κάθε συνταγματική διάταξη της οποίας γινόταν κατάχρηση από τουρκικής πλευράς και εμπόδιζε την κανονική λειτουργία της Πολιτείας.
Δριμύ κατηγορώ από Κουτσιούκ πιο δριμύ από Ραούφ Ντενκτάς
Οι δρόμοι των δύο κοινοτήτων άρχιζαν να χωρίζουν για καλά… Η αντίδραση των Τούρκων ήταν άμεση με κατηγορίες εναντίον του Μακαρίου. Ο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσιούκ, σε απάντηση, παρουσίασε ένα μεγάλο κατάλογο θεμάτων στα οποία, υποστήριξε ότι δεν εισακουόταν η φωνή των τ/κ, ως όφειλαν να κάμουν οι Έλληνες και κατέληγε: “Είναι πολύ λυπηρή η δήλωση του Μακαριωτάτου ότι λαμβάνοντας υπόψη το γενικό συμφέρον του κυπριακού λαού θα παραγνωρίσει οποιαδήποτε διάταξη της οποίας γίνεται κατάχρηση από τουρκικής πλευράς και εμποδίζει την κανονική λειτουργία της Πολιτείας. Η δήλωση αυτή αποτελεί έκφραση πρόθεσης για παραβίαση της συνταγματικής τάξης και παραγνώρισης διεθνών συμφωνιών από μέρους του αρχηγού του κράτους. Το Σύνταγμα καθορίζει σαφώς τις εξουσίες του αρχηγού του κράτους. Η δήλωση αυτή αποτελεί προδήλως έκφραση πρόθεσης προς αυθαίρετη υπέρβαση των εξουσιών αυτών”.
Πιο έντονος ήταν στις επικρίσεις του ο Ραούφ Ντενκτάς, Πρόεδρος της Τουρκικής Κοινοτικής Συνέλευσης, ο οποίος είπε ότι οι δηλώσεις Μακαρίου εξώθησαν τα πράγματα στα άκρα και ότι η απόφασή του όπως παραγνωρίζει τη συνταγματική διάταξη, η οποία παρεμποδίζει την κανονική λειτουργία της Πολιτείας ήταν ατυχέστατη και άνοιγε το δρόμο προς την πλήρη ανομία και αναρχία. Ο Ντενκτάς εκβιάζοντας και παρατείνοντας την κρίση, κάλεσε τους τ/κ να μη πληρώνουν οποιοδήποτε φόρο στη Δημοκρατία μέχρις ότου ψηφισθεί σχετικός νόμος.