Η Τουρκία ήταν σύμφωνα με τα έγγραφα Ζυρίχης – Λονδίνου που υπογράφηκαν τον Φλεβάρη του 1959, μια από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις του νέου κράτους. Όμως, στην πραγματικότητα αμέσως μετά την υπογραφή των συμφωνιών αρχίζει να εργάζεται εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, στις 18 του Οκτώβρη του 1959, αγγλικό ναρκαλιευτικό σταματά το τουρκικό πλοίο «Ντενίζ» που μετέφερε εκρηκτικές ύλες για τους Τουρκοκυπρίους. Η Άγκυρα δηλαδή πολύ γρήγορα επιδιώκει και πάλι να ενισχύσει τους τρομοκράτες της Τ.Μ.Τ που είχαν βασικό τους στόχο τη διχοτόμηση της Κύπρου. Ας δούμε λοιπόν πώς αντιδρά η Αθήνα απέναντι στην τουρκική διχοτομική πολιτική.
Από έγγραφο του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) στρατηγού Πιπιλή στις 21 του Ιούλη του 1964 πληροφορούμαστε τα πιο κάτω (Σπ. Παπαγεωργίου, Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του κυπριακού, τόμος Β, σελ. 84):
1. «Ευθύς μετά την υπογραφήν των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου» καθορίζεται από την Αθήνα ως «εθνικός αντικειμενικός σκοπός» η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
2. Ο ελληνικός στρατός εισηγείται τη δημιουργία στρατιωτικής ελληνοκυπριακής οργάνωσης «διά την αντιμετώπισιν πάσης εξωτερικής και εσωτερικής απειλής» για να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες για την πραγματοποίηση της ένωσης. Η θέση πως μια ιδιωτική στρατιωτική οργάνωση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία μια τουρκική εισβολή στερείται βέβαιά σοβαρότητας . Όμως, πολύ σοβαρή είναι η φράση για αντιμετώπιση «πάσης εσωτερικής απειλής» που παραπέμπει σε ένοπλή δράση της οργάνωσης εναντίον αυτών που θα θεωρούνταν «ανθενωτικοί».
3.Είναι φανερό ότι η ίδρυση της οργάνωσης «Ακρίτας» έγινε ύστερα από εισήγηση του ελληνικού στρατού και ασφαλώς με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης Καραμανλή.
4.Η Αθήνα του Καραμανλή ενίσχυσε τον «Ακρίτα» με προσωπικό και στρατιωτικό υλικό.
Η Αθήνα λοιπόν αντί να στηρίξει την Κυπριακή Δημοκρατία που και η ίδια ήταν εγγυήτρια δύναμή της αγωνίζεται αμέσως μετά τη δημιουργία της για τη διάλυσή της προωθώντας την ιδέα της ένωσης. Τότε Ελλαδίτες αξιωματικοί αναλαμβάνουν την εκπαίδευση των μελών του «Ακρίτα», ετοιμάζουν αργότερα όρκο για αυτούς, ενώ δεν κρύβουν την αντιπάθειά τους και την εχθρότητά τους απέναντι στον πρόεδρο Μακάριο (Τ. Χατζηδημητρίου , Κυπριακή Δημοκρατία, 1959-1964 σελ. 25).
Για την ένωση δεν προπαγανδίζουν μόνο οι Ελλαδίτες στρατιωτικοί αλλά και ο ίδιος ο Καραμανλής που την 1η του Γενάρη του 1963 λέγει στον Νίκο Κρανιδιώτη «Το κυπριακό αργά ή γρήγορα θα λυθεί και η Κύπρος θα ενωθεί με την Ελλάδα (Ανοχύρωτη πολιτεία, τόμος Α’, σελ. 47)» Ακόμα, και μετά τα γεγονότα της Κοφίνου που έθεσαν τέρμα στην πολιτική της ένωσης , ο Καραμανλής σε συνέντευξή του στη γαλλική εφημερίδα «Μοντ» στις 29 Νοέμβρη 1967 έλεγε (Ανοχύρωτη πολιτεία, Τόμος Α, σελ. 649). «Οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι η φυσική λύσις του προβλήματος είναι η Ένωσις. Οι Έλληνες, από τις ιδικής των πλευράς αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί η Ένωσις χωρίς να γίνουν λογικές παραχωρήσεις προς τους Τούρκους».
Ο Καραμανλής γνώριζε πολύ καλά πως οι «λογικές παραχωρήσεις» που απαιτούσε η Άγκυρα ήταν η παραχώρηση σ’ αυτή κυπριακού εδάφους. Επομένως, όταν υιοθετούσε την ιδέα της ένωσης κατά την περίοδο 1960-1963, γνώριζε πως αυτή ταυτιζόταν με την παράδοση κυπριακού εδάφους στην Τουρκία.
Επίσημα, ο Καραμανλής δεν ακολούθησε αυτή την περίοδο την πολιτική της ένωσης, αλλά πρώτος πήρε συγκεκριμένα μέτρα για κατοπινή προώθησή της (καθιέρωση της ένωσης ως εθνικού αντικειμενικού σκοπού, δημιουργία «Ακρίτα» και ενίσχυσή του με προσωπικό και στρατιωτικό υλικό).

Λάθος ερμηνεία για τα 13 σημεία
Η θέση πως ο Μακάριος υπέβαλε τον Νοέμβρη του 1963 τα 13 σημεία, για να προωθήσει τη πολιτική της ένωσης είναι τελείως λανθασμένη. Γράφει ο Γλαύκος Κληρίδης ( Η κατάθεση μου, τόμος Ι, σελ 179-180):
«Ούτε μια φορά κατά τις συνομιλίες μας δεν μου έδωσε ο Μακάριος την εντύπωση ότι προτίθετο να επιστρέψει στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης – Ένωσης. Η άποψή του ήταν ότι η ένωση δεν ήταν εφικτή χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας και ότι η Τουρκία δε θα έδινε τέτοια συγκατάθεση».
Ο Κύπριος πρόεδρος εκτιμώντας σωστά τα δεδομένα της εποχής αντιλαμβανόταν πως δεν μπορούσε να γίνει ένωση λόγω της άρνησης της Τουρκίας. Ο Καραμανλής όμως και οι διάδοχοί του στην Αθήνα πίστευαν πως ήταν δυνατή η ένωση, αν γίνονταν «λογικαί παραχωρήσεις» προς την Τουρκία Κι αυτές ισοδυναμούσαν με παραχώρηση σ ‘αυτή κυπριακού εδάφους. Λύση που θεωρούνταν απαράδεχτη και από τον Μακάριο και από τους κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες των Ελληνοκυπρίων Κληρίδη, Κυπριανού, Παπαϊωάννου και Λυσσαρίδη.
Παρόλη την αντίθεση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, μετά την ανταρσία της Τ.Μ.Τ. τον Δεκέμβρη του 1963, επανεμφανίστηκε ανοιχτά το σύνθημα της ένωσης, επί πρωθυπουργίας Γεώργιου Παπανδρέου. Για την επανεμφάνισή του ο Γλαύκος Κληρίδης είπε (Παύλου Κ. Παύλου, Δημόσια κατάθεση , σελ 36): «Το αίτημα της ενώσεως τότε δεν το έφερε η κυβέρνηση, αλλά το δημιούργησε η εδώ παρουσία της ελληνικής δυνάμεως, η επαφή των Ελλήνων αξιωματικών με τον κυπριακό λαό και η προσπάθεια, τότε, να πεισθούμε ότι η καλύτερη λύση για το κυπριακό ήταν να δοθούν κάποια εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία, με αντάλλαγμα το υπόλοιπο μέρος να γινόταν ελληνικό έδαφος. Αυτό το αίτημα δεν ήταν πολιτική της κυπριακής κυβερνήσεως».
Η Αθήνα λοιπόν στηρίζεται στην παρουσία του ελληνικού στρατού την Κύπρο, αδιαφορεί για την θέση των Ελληνοκυπρίων και υποστηρίζει «ένωση» με παραχώρηση κυπριακού εδάφους στην Τουρκία. Αυτή η θέση «εξελίχθηκε σε πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων» και «σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για διχοτόμηση, αναφέρει ο Σπύρος Κυπριανού (στο ίδιο σελ. 36).
Μέσα στο 1964 η Αθήνα του Γεώργιου Παπανδρέου επιβάλλει την πολιτική της ένωσης. Αυτή όμως την εννοεί με παραχώρηση τμήματος της Κύπρου στην Τουρκία. Η Λευκωσία θεωρούσε την πολιτική αυτή πως «επρόκειτο για διχοτόμηση», όπως είπε ο Κυπριανού. Τελικά, η ελληνοκυπριακή ηγεσία αποδέχεται την πολιτική της ένωσης αλλά τονίζει πως απορρίπτει κάθε λύση που παραχωρεί έδαφος της Κύπρου στην Τουρκία. Αυτό είναι βασικά το θέμα που διχάζει Αθήνα – Λευκωσία και θα κρατήσει μέχρι το 1974 με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.
Οι σχέσεις με τον Γ. Παπανδρέου
Από τον Φλεβάρη του 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου καθιερώνεται στην εξουσία ύστερα από δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Τον Νοέμβρη του 1963 εξασφάλισε την πρωθυπουργία χωρίς να διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία, κάτι που πέτυχε στις εκλογές του Φλεβάρη της επόμενης χρονιάς.
Σε αντίθεση με τον Καραμανλή που προωθούσε την «ένωση» χωρίς να το διακηρύσσει, ο Παπανδρέου καθιέρωσε την «ένωση» ως την εθνική πολιτική. Βασικό σημείο της φιλοσοφίας του στο κυπριακό ήταν ότι η Κύπρος θα γινόταν Κούβα της Μεσογείου, αν δεν ενωνόταν με την Ελλάδα.
Μια από τις πρώτες σοβαρές ενέργειες του Παπανδρέου ήταν η αποστολή ελληνικού στρατού στην Κύπρο. Ανάμεσα στους βασικούς στόχους αυτής της ενέργειας ήταν « για να περιορίσουν τον Μακάριο» να μην ακολουθεί την πολιτική της ανεξαρτησίας αλλά την πολιτική της ένωσης με εδαφικό αντάλλαγμα στην Τουρκία. Γράφει ο Γλαύκος Κληρίδης στα απομνημονεύματά του (τόμος Ι, σελ. 219): « Η Τουρκία αν και ήταν ενήμερη για την αποστολή ελληνικού στρατού στην Κύπρο παρέμεινε σιωπηλή επειδή η κυβέρνηση των Ηνωμένων πολιτειών ήταν υπέρ της παρουσίας ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο. Είχε επίσης δοθεί στη Τουρκία να καταλάβει ότι οι Ελληνικές δυνάμεις δεν θα χρησιμοποιούντο για να επιβληθεί στους Τουρκοκύπριους κάποια λύση, αλλά ότι είχαν σταλεί για να περιορίσουν τον Μακάριο και τις απείθαρχες Ελληνοκυπριακές δυνάμεις καθώς και ως ασφάλεια κατά του κομμουνιστικού κινδύνου».
Μπορούμε να πούμε πως η άφιξη του ελληνικού στρατού στην Κύπρο ήταν το πρώτο σοβαρό μέτρο της κυβέρνησης Παπανδρέου για προώθηση της πολιτικής της ένωσης με κυπριακό εδαφικό αντάλλαγμα στην Τουρκία.
Τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1964 η κυβέρνηση Παπανδρέου, διαπραγματεύεται στη Γενεύη το διχοτομικό σχέδιο Άτσεσον, αλλά στο τέλος αναγκάζεται να το απορρίψει ύστερα από σθεναρή αντίδραση του προέδρου της Κύπρου. Όμως, ο Παπανδρέου σε επιστολή του στον Άτσεσον στις 22 του Αυγούστου του 1964 αναφέρει πως «η Ελλάς δέχεται να υποστηρίξει την ιδέα μιας τουρκικής βάσης έστω και αν δεν συμφωνεί σε τούτο ο Αρχιεπίσκοπος». Δηλαδή και μετά την αποτυχία του σχεδίου Άτσεσον ο Παπανδρέου επέμενε στη λύση με παραχώρηση κυπριακού εδάφους στην Τουρκία.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός λίγο πριν απορρίψει το σχέδιο Άτσεσον υιοθέτησε την ιδέα της πραξικοπηματικής ένωσης που αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει, όταν αντιλήφθηκε τους κινδύνους που δημιουργούσε.
Ο Αλέξης Παπαχελάς γράφει (Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας σελ. 126): «Στην Ουάσιγκτον είχε αρχίσει να αντιμετωπίζεται σοβαρά η ιδέα της «άμεσης Ένωσης» η οποία προήλθε από τον Γεώργιο Παπανδρέου (όπως προκύπτει από αμερικανικά έγγραφα). Επρόκειτο για σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο και την παροχή αδιευκρίνιστων ανταλλαγμάτων στην Τουρκία».
Διάφορα σχέδια ανατροπής του Μακάριου δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή. Όπως γράφει ο Ξανθόπουλος -Παλαμάς στις αναμνήσεις του, ο Σοφοκλής Βενιζέλος από τον Γενάρη του 1964 σκεφτόταν τον παραμερισμό του αρχιεπισκόπου και την άνοδο του Γρίβα στην προεδρία. Στις 25 του Αυγούστου του 1964 ο στενός συνεργάτης του Παπανδρέου Ιωάννης Σωσσίδης ζητά με επιστολή στον πρωθυπουργό όπως «εν δεδομένη στιγμή καταργήσει η Ελλάς τον Μακάριον». Τέλος, στις 28 του Οκτώβρη του 1964 ο Γρίβας με επιστολή του στον Παπανδρέου ζητά την έγκρισή του να ανατρέψει τον Κύπριο πρόεδρο. Ακόμα, σε αμερικανικό έγγραφο για τον υπουργό του Παπανδρέου Κωνσταντίνο Μητσοτάκη αναφέρεται ότι ο «Μητσοτάκης όντας υπέρ μιας λύσης του τύπου του Σχεδίου Άτσεσον, ήταν της γνώμης ότι αν ο Μακάριος έφερε αντιρρήσεις, θα μπορούσε να εκδιωχθεί έστω και με πραξικόπημα (Κωνσταντίνος Δημητριάδης, Κύπρος 1974 η μεγάλη προδοσία , σελ. 309)».
Ο Παπανδρέου συνέχισε και μετά το ναυάγιο του σχεδίου Άτσεσον την πολιτική παραχώρησης κυπριακού εδάφους στην Τουρκία. Κι ως μέτρο της προώθησης της πολιτικής του μπορεί να αναφερθεί η αποστολή τον Οχτώβρη του 1963 του Νίκου Δεληπέτρου ως «συμβούλου τύπου» στην ελληνική πρεσβεία της Λευκωσίας που καθοδηγούσε τις αντιμακαριακές εφημερίδες για επιθέσεις εναντίον του αρχιεπισκόπου και τελικά απελάθηκε μαζί με τους μπράβους που τον συνόδευαν.
Το δεύτερο μέτρο του Παπανδρέου ήταν η χρηματοδότηση της αντιμακαριακής εφημερίδας «Πατρίς» που εκδόθηκε τον Δεκέμβρη του 1964 και εξακολούθησε να χρηματοδοτείται από όλες τις κατοπινές ελληνικές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένων και των χουντικών.
Τέλος, ο Παπανδρέου, παραμένοντας πιστός στη γραμμή «ένωση» με κυπριακό έδαφος στην Τουρκία, στις 27 του Οκτώβρη του 1964 διακηρύσσει στη Θεσσαλονίκη «Θα έλθει η ένωσίς . Έρχεται». Βέβαια τα ενωτικά του ξεσπάσματα ήταν ένα μήνυμα προς τον Μακάριο και την ελληνοκυπριακή ηγεσία που προτιμούσαν την ανεξαρτησία αντί την κολοβωμένη ένωση που επιδίωκε ο ίδιος.
Η πρωθυπουργία Στεφανόπουλου και η επάνοδος του Γρίβα

Στις 17 του Σεπτέμβρη του 1964 σχηματίζεται κυβέρνηση αποστατών από την παράταξη του Κέντρου του Παπανδρέου με πρωθυπουργό τον γνωστό για τα αντιμακαριακά του αισθήματα Στέφανο Στεφανόπουλο.
Επί πρωθυπουργίας Στεφανόπουλου τα σχέδια εναντίον του Μακάριου συνεχίζονται. Μάλιστα, στις 25 του Γενάρη του 1966 ο Γρίβας με επιστολή του στον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού Ιωάννη Σωσσίδη εκφράζει την ετοιμότητα του να ανατρέψει τον αρχιεπίσκοπο.
Ο Στεφανόπουλος συνεχίζει την ψευδοενωτική πολιτική Παπανδρέου. Μάλιστα, ένα σημαντικό μέτρο που πήρε για την εξυπηρέτηση αυτής της πολιτικής ήταν η στρατιωτική εξασθένηση του Μακάριου. Συγκεκριμένα, τον Φλεβάρη του 1966 φέρνει τον Γρίβα από την εφεδρία στις τάξεις του ελληνικού στρατού και του αναθέτει την αρχηγία όλων των στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο, κυπριακών και ελλαδικών. Όμως, ο Γρίβας έπαιρνε οδηγίες από την Ελλάδα και όχι από την Κύπρο. Έτσι, στρατιωτικά ο Μακάριος γινόταν ανίσχυρος και η στρατιωτική υπεροχή της Ελλάδας θα φανεί το 1974 τις μέρες του πραξικοπήματος.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου νιώθοντας στρατιωτικά ισχυρή απέναντι στους Ελληνοκυπρίους προχωρεί στις 17 του Δεκέμβρη του 1966 στο πρωτόκολλο των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Τούμπα – Τσιακλαγιαγκίλ κατά το οποίο ο Έλληνας υπουργός έταζε στον Τούρκο συνάδελφό του τη Δεκέλεια ως βάση της Τουρκίας και τόνιζε την εμμονή του «εις την εγκαθίδρυσίν μορφής ενώσεως μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου». Επίσης, έλεγε πως «υπάρχουν πολλαί μορφαί ενώσεως και είμεθα πρόθυμοι να συζητήσομεν εκείνας αίτινες προσφέρονται εις κοινήν αποδοχήν».
Ο Γιάννος Κρανιδιώτης (Το κυπριακό πρόβλημα, σελ. 156) γράφει πως «η κυπριακή κυβέρνηση αρνήθηκε να αναγνωρίσει οποιαδήποτε παραχώρηση εδαφικών ανταλλαγμάτων στην Τουρκία για ένα καθεστώς που δεν ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ένωση, αλλά με διπλή ένωση».
Την κυβέρνηση Στεφανόπουλου διαδέχτηκε η υπηρεσιακή κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου στις 22 του Δεκέμβρη του 1966 που είχε εντολή να πραγματοποιήσει εκλογές στις 28 του Μάιου 1967 που ποτέ δεν έγιναν.
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου αν και υπηρεσιακή θέλησε να συνεχίσει την πολιτική των προκάτόχων της για λύση του κυπριακού με ψευδοενωτική διευθέτηση με στρατιωτική ικανοποίηση της Τουρκίας στην Κύπρο. Το Συμβούλιο του Στέμματος που συνεδρίασε στις 6 του Φλεβάρη του 1967, με διαφωνία του Παπανδρέου που άλλαξε θέση και δήλωσε πως «η τουρκική βάσις θα είναι επικίνδυνος και θα διαρκέσει» αποφάσισε τη συνέχιση του ελλαδοτουρκικού διαλόγου με παραχώρηση βάσης στην Τουρκία σε κυπριακό έδαφος. Έτσι, η διχοτόμηση επίσημα έγινε εθνική πολιτική της Ελλάδας. Όσον αφορά τον ελλαδοτουρκικό διάλογο συνεχίστηκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Το στρατιωτικό καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα στις 21 του Απρίλη του 1967 έδειξε σύντομα την πρόθεση του να συνεχίσει τον ελλαδοτουρκικό διάλογο για να πετύχει μια «ενωτική» λύση που θα πρόσφερε εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία. Οι Ελληνοκύπριοι άντεδρασαν σ’ αυτή την πολιτική και η Χούντα τους απειλούσε με «σκληράς συνεπείας», όταν θα πραγματοποιούνταν οι «πανελλήνιοι πόθοι».
Στις 9 του Σεπτέμβρη του 1967 άρχιζαν στον Έβρο, ύστερα από πρωτοβουλία της χούντας και χωρίς ενημέρωση της Λευκωσίας, ελλαδοτουρκικές συνομιλίες για λύση του κυπριακού, Η χούντα πρότεινε μια λύση σαν αυτή που είχε εισηγηθεί ο Τούμπας στον Τσιακλαγιαγκίλ. Οι Τούρκοι όμως θεώρησαν τα ανταλλάγματα λίγα και οι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο.
Μετά την κρίση της Κοφίνου τον Νοέμβρη του 1967 Αθήνα και Λευκωσία αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πολιτική της ένωσης και ακολουθούν την πολιτική της ανεξαρτησίας. Η χούντα όμως ακολουθεί διπλή πολιτική. Από τη μια δηλώνει στήριξη της πολιτικής της ανεξαρτησίας και κατηγορεί τον Μακάριο για αδιαλλαξία και από την άλλη στηρίζει και ενισχύει το Εθνικό Μέτωπο και την ΕΟΚΑ Β’ που μιλούν για ένωση και στρέφουν τα όπλα τους εναντίον του κυπριακού κράτους, ενώ ή ίδια σχεδιάζει δολοφονικά και πραξικοπηματικά σχέδια εναντίον του Μακάριου.
Στις 25 του Νοέμβρη του 1973 ο Ιωαννίδης ανατρέπει τον Παπαδόπουλο που έπαψε να ευνοεί την ΕΟΚΑ Β και δίνει προτεραιότητα στην παρουσία του στην προεδρία του ελληνικού κράτους.
Στις 15 του Ιούλη του 1974 η χούντα ανατρέπει τον Μακάριο και σε πέντε μέρες ακολουθεί η τουρκική εισβολή. Η χούντα κάνει πράξη την πολιτική της Αθήνας για παραχώρηση κυπριακού εδάφους στην Τουρκία. Μάλιστα, την πρώτη μέρα της εισβολής ο Ιωαννίδης σε συμβούλιο στην Αθήνα δίνει οδηγίες να αφεθεί η Κερύνεια στους Τούρκους, για να πετύχει η Ελλάδα την ένωση, όπως αποκαλούσε τη διπλή ένωση.
Η απολογία Χόλμπρουκ και η οφειλόμενη συγνώμη

Πολιτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1960 μέχρι το 1974 ήταν ή ένωση του μεγαλύτερου τμήματος της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός μικρότερου με την Τουρκία. Αυτό οι Ελλαδίτες πολιτικοί το αποκαλούσαν ένωση και οι Ελληνοκύπριοι που υποστήριζαν τον Μακάριο
ΟΙ Ελλαδίτες δεν σεβάστηκαν καθόλου τους Ελληνοκυπρίους και τη θέση τους, αλλά τους αντιμετώπισαν με υπονομεύσεις, συνωμοσίες και απειλές. Το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη δεν απαλλάσσει τους πολιτικούς που προηγήθηκαν στην εξουσία, αφού κι αυτοί είχαν ακολουθήσει την ίδια πολιτική που ευνοούσε το ΝΑΤΟ, δηλαδή την πολιτική της διχοτόμησης. Η χούντα παρέλαβε αυτή την πολιτική και την ολοκλήρωσε. Μια πολιτική που έφερε κατοχή, νεκρούς, πρόσφυγες και αγνοούμενου. Και τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής δεν είναι εύκολο να ανατραπούν σήμερα.
Τον Νοέμβρη του 1997 ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ απολογήθηκε εκ μέρους της Αμερικής για όσα «αισχρά» και «τραγικά» μάς έκαμε η χώρα του «ιδιαίτερα στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και το 1974». Η Ελλάδα οφείλει κι αυτή ένα συγνώμη για όσα έπραξε εναντίον της Κύπρου και μάλιστα μεγαλύτερο. Γιατί αυτά που έπραξε δεν τα έπραξε εναντίον εχθρών της Ελλάδας αλλά εναντίον των Ελλήνων της Κύπρου.