Πρόσω ολοταχώς για την ψήφο στα 17 κινείται η Κύπρος. Τον δρόμο για τη μείωση του ηλικιακού ορίου για το δικαίωμα του εκλέγειν άνοιξε το Υπουργικό Συμβούλιο περί τα τέλη Ιανουαρίου, ενώ η επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής ξεκίνησε ήδη να εξετάζει τη δέσμη των νομοσχεδίων και προτάσεων νόμου που ετοίμασε η κυβέρνηση. Πρόθεση είναι τα άτομα που θα συμπληρώσουν το 17ο έτος της ηλικίας τους, να μπορέσουν να συμμετάσχουν ενεργά στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του 2026. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη, ως ενίσχυση της συμμετοχικής δημοκρατίας στη χώρα μας, ωστόσο, η απόφαση έχει προκαλέσει συζητήσεις τόσο για τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει στο πολιτικό σκηνικό όσο και για την πολιτική ωριμότητα των νέων.
Όπως σημειώνει στον «Φ» ο πολιτικός αναλυτής και επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Γιάννος Κατσουρίδης, το δικαίωμα ψήφου στα 17 αποτελεί ένα βήμα μπροστά, υπό προϋποθέσεις, οι οποίες σχετίζονται με ευρύτερες αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα. Αλλαγές που, όπως εξηγεί, απαιτούν δράση από τους μετέχοντες στο πολιτικό σύστημα, όπως κόμματα και κυβέρνηση, και διαφοροποιημένη προσέγγιση της ομάδας αυτής με τρόπο που να ανταποκρίνεται στη διαφορετικότητα των εμπειριών τους και του τρόπου με τον οποίο κατανοούν την πολιτική και τη δημόσια εμπλοκή τους εν γένει, αλλά πάντα με πολιτικό λόγο και τρόπο. «Από μόνη της, η ψήφος στα 17 μαζί με την άμεση εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, ενδεχομένως, το μόνο που θα κάνει σε πρώτη φάση, τουλάχιστον, είναι να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά αποχής».
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών, οι 17χρονοι που αποκτούν δικαίωμα ψήφου είναι γύρω στις 7.000 που αναλογούν στο 1% του εκλογικού σώματος. Ως εκ τούτου, από μόνη της, η ψήφος στα 17 δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά τον κομματικό χάρτη, ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Κατσουρίδης, με την αυτόματη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους όσων δεν έχουν εγγραφεί μέχρι στιγμής, ο αριθμός των νέων δικαιούχων ψήφου θα ανέβει στις περίπου 92.000, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να έχει καταλυτική επίδραση. «Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι όλοι αυτοί οι νέοι δικαιούχοι θα κινητοποιηθούν εκλογικά και θα προσέλθουν στις κάλπες στις επερχόμενες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Είναι πολύ πιο σύνθετα τα πράγματα πλέον και οι 17χρονοι/ες έχουν πολλές και διαφορετικές επιρροές. Είναι σίγουρα η οικογένεια, είναι το σχολείο, είναι οι συνομήλικοι, είναι τα σύνολα στα οποία εντάσσονται (π.χ. οπαδικά) είναι επιρροές σημαντικών θεμάτων με τα οποία έρχονται σε επαφή όπως το μεταναστευτικό, και κυρίως οι περιορισμένες προοπτικές για μια καλή ζωή, είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Ο κ. Κατσουρίδης τονίζει ότι στην πολιτική δεν ισχύει το μαθηματικό αξίωμα ένα και ένα κάνει δύο. «Δεν υπάρχουν αυτοματισμοί του στιλ επειδή εγγράφονται όλοι αυτοί στον εκλογικό κατάλογο πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα πάνε και στην κάλπη. Η κατάθεση της ψήφου είναι μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία που συντελείται σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου».
Εκτιμά ότι το δικαίωμα ψήφου στα 17 θα επηρεάσει αναπόφευκτα την πολιτική προσέγγιση και τη φιλοσοφία των ψηφοδελτίων. Πεδία στα οποία θα δοθεί περισσότερη έμφαση με βάση την εμπειρία χωρών, όπως η Αυστρία, η Γερμανία, η Σκωτία και η Ελλάδα που μείωσαν τα όρια είτε στα 17 είτε στα 16 σε εθνικές ή περιφερειακές εκλογές, είναι, μεταξύ άλλων, η εκπαίδευση, το περιβάλλον, οι ευκαιρίες εργοδότησης, οι σπουδαστικές επιχορηγήσεις. Στην Αυστρία, επισημαίνει ο κ. Κατσουρίδης, αυξήθηκαν οι ευκαιρίες για τη συμμετοχή νέων σε συμβούλια νεολαίας και διαδικασίες συνδιαμόρφωσης τοπικών πολιτικών. Στη Σκοτία, αυξήθηκαν οι υποτροφίες και τα φοιτητικά επιδόματα. Στη Γερμανία υιοθετήθηκε το «Deutschlandticket» (εισιτήριο €58 για απεριόριστες μετακινήσεις στα μέσα μαζικής μεταφοράς), κάτι που ωφέλησε ιδιαίτερα τους νέους.
Χωρίς ουσιαστική παραγωγή πολιτικής δύσκολα θα πεισθεί η νεολαία
Αν δούμε πώς εξελίχθηκε ο όρος «ηλικία» στην Κύπρο αναφορικά με το δικαίωμα στην ψήφο, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα, θα οδηγηθούμε σε ορισμένα συμπεράσματα σε σχέση με την συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες. Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή, εμπειρογνώμονα του Συμβουλίου της Ευρώπης σε ΜΜΕ και εκλογές, Χριστόφορο Χριστοφόρου, με τη μείωση της ηλικίας για ψήφο από τα 21 στα 18, σε βουλευτικές, το 2001, είχαμε αύξηση ψηφοφόρων κατά 57.000 σε σύγκριση με το 1996, περίπου 12.000 ανά χρόνο. Προηγουμένως, η αύξηση ανά πενταετία ήταν γύρω στις 30.000, μόνο για 18χρονους. Παρά το ότι, με το πέρασμα του χρόνου είχαμε μείωση γεννήσεων, η αναμενόμενη για το 2001 αύξηση έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 90.000. Δηλαδή, σαφώς, τεράστιος αριθμός δεν εγγράφηκαν στους καταλόγους, φαινόμενο που επιδεινώνεται συνεχώς μετά το 2001.
Ο κ. Χριστοφόρου δήλωσε στον «Φ» ότι η ψήφος στα 18 σε δημοτικές και κοινοτικές εκλογές από τον Δεκέμβριο 1996, το δικαίωμα υποψηφιότητας για μέλος δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου (2010) και, από το 2013, για δήμαρχο ή πρόεδρο κοινοτικού συμβουλίου ή ευρωβουλευτή στα 21 αντί 25, δεν αύξησαν την εγγραφή στους καταλόγους. «Παρατηρούμε, επίσης, ραγδαία αύξηση της αποχής από το 2001, που ανάγκασε τις Αρχές να μην τιμωρούν την αδικαιολόγητη αποχή και μετά να άρουν την υποχρεωτική ψήφο. Το παράδοξο, εγγραφέντες ως εκλογείς, όχι μόνο νέοι, να αποφεύγουν τις κάλπες συνεχίζεται έντονο ακόμα. Αναμφίβολα, οι διοικητικές πράξεις είναι θετικές ενέργειες, διευρύνουν δικαιώματα, μα δεν αρκούν για ενίσχυση συμμετοχής».
Ο κ. Χριστοφόρου αποδίδει το μειωμένο ενδιαφέρον των νέων στις εκλογικές διαδικασίες, στη διαχρονική αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να παράγει πολιτική. Οι παρεμβάσεις του, υπογραμμίζει, κυρίως πρόσφατα, είναι κενοί λόγοι, ντυμένοι με εύηχες φράσεις ή ανούσιες αντιπαραθέσεις. Άλλες χαρακτηρίζονται από άρωμα «απολιτίκ», χωρίς να αγγίζουν, έστω τυπικά, βασικά προβλήματα της κοινωνίας. «Τα οράματα για λύση του Κυπριακού και πολλαπλής ωφέλειας από την ένταξη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τροφοδοτούσαν τη συμμετοχή μέχρι το 2004. Στη συνέχεια, απανωτές κρίσεις, οι οποίες για μένα είναι κρίσεις αξιών, με επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία, πλήττουν κατά κύριο λόγο τους νέους. Οι κρίσεις μειώνουν τη συμμετοχή. Νέοι ή μεγαλύτεροι που πλήττονται νιώθουν αποκομμένοι, ξένοι προς την κοινωνία, τις διαδικασίες της. Επομένως, η αποστασιοποίηση και αποκοπή των νέων και άλλων δεν είναι παράδοξο».
Οι νέοι και ο κάθε πολίτης μπορεί να νιώσουν την ανάγκη ή υποχρέωση να προσέλθουν στις κάλπες, κυρίως, αν πεισθούν πως είναι μέρος της πολιτικής και της κοινωνίας. Ο κ. Χριστοφόρου εξηγεί πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι πολιτικοί «αρχίσουν να παράγουν πολιτική η οποία να συνδέεται με την κοινωνία, με τα δικαιώματα και τις ανάγκες κάθε ομάδας πολιτών». Ακόμα, πιο σημαντικό, σημειώνει, η διαδικασία παραγωγής πολιτικής και προτάσεων για λύσεις δεν μπορεί να είναι ευκαιριακά συμβάντα που γίνονται μεταξύ ολίγων. «Πρέπει να διαμορφωθούν μέσα στην κοινωνία, μαζί με τους πολίτες, ώστε ο καθένας να νιώσει μέλος και συμμέτοχος διαδικασίας και προτάσεων».
Συμπερασματικά, όπως αναφέρει, η μείωση του ορίου ηλικίας για ψήφο και η αυτόματη συμπερίληψη στους εκλογικούς καταλόγους, αν και εφόσον δεν συνοδευτούν με ουσιαστικές ενέργειες πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου, πολύ πιθανόν να οδηγήσουν, απλώς, στην παρουσία αυξημένων ποσοστών αποχής. «Αναφέρω πολύ πιθανόν, μα είναι μάλλον βέβαιο, επειδή η παραγωγή πολιτικής δεν προκύπτει με αυτοματισμούς: Προϋποθέτει αλλαγές νοοτροπίας, μελέτες, υιοθέτηση βασικών αρχών ουσιαστικής δημοκρατίας και, προπάντων, αποδεκτούς γενικά στόχους και στρατηγικό σχεδιασμό. Χρειάζονται ριζικές αλλαγές για να πείσουν οι κυβερνώντες και τα κόμματα πως οι πολίτες είναι ουσιαστικά μέρος και μέλος του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Μαζί με τα πιο πάνω, τα κόμματα έχουν ανάγκη διαμόρφωσης νέων καναλιών επικοινωνίας (όχι μόνο τεχνολογικών), νέας γλώσσας, γνώσης των προβλημάτων των νέων και προτάσεις που να προσεγγίζουν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της νεολαίας».