Εδώ και μερικά χρόνια πολλοί πολιτικοί επιστήμονες επιχειρηματολογούμε και θεωρώ σημαντικό να το επαναλάβω, ότι το παγκόσμιο σκηνικό και τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση ρευστότητας, αβεβαιότητας, αστάθειας και μετάβασης, ως αποτέλεσμα ενίοτε συσσωρευμένων και ενίοτε ραγδαία εξελισσόμενων γεγονότων και αλλαγών που έχουν ανατρέψει όλες τις βεβαιότητες στις οποίες εδραζόταν η πολιτική διαδικασία. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων κάνει την όποια πρόβλεψη και εκτίμηση επισφαλή.

Η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας με τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις, οι δημογραφικές αλλαγές, οι αυξημένες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, η ολοένα και πιο καταλυτική επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η μετάβαση σε ένα πολυπολικό παγκόσμιο περιβάλλον είναι μερικοί από τους παράγοντες που αλλάζουν το πολιτικό σκηνικό και δημιουργούν το εκρηκτικό πλαίσιο μέσα στο οποία τα πολιτικά συστήματα και οι πολιτικοί δρώντες καλούνται να λειτουργήσουν. Παράλληλα, η εντεινόμενη ένταση της παγκοσμιοποίησης και η τεχνολογική πρόοδος (τεχνητή νοημοσύνη) επιτείνουν την αβεβαιότητα και τις αμυντικές αντιδράσεις, καθώς οι κοινωνίες καλούνται να προσαρμοστούν σε ταχέως μεταβαλλόμενα δεδομένα και περιβάλλοντα.

Στην Κύπρο, αυτές οι παγκόσμιες δυναμικές έχουν κοινά χαρακτηριστικά αλλά και τοπικές εκφράσεις, με τους πολιτικούς και κομματικούς θεσμούς να προσπαθούν να προσαρμοστούν στη συνεχώς εξελισσόμενη «νέα τάξη» πραγμάτων. Το κείμενο που ακολουθεί εξετάζει συνοπτικά και όχι εξαντλητικά μερικές από τις προκλήσεις του νέου έτους για το κυπριακό πολιτικό και κομματικό σύστημα. Ορισμένες είναι εξ’ αντικειμένου νέες, άλλες, όμως, είναι επαναλαμβανόμενες. Κοινός παρονομαστής ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας δεν έχει καταφέρει να βρει ακόμα τις απαντήσεις στις πιο πολλές εξ’ αυτών. Το παρόν κείμενο δεν έχει στόχο να απαντήσει στα ερωτήματα σε αυτή τη φάση, αλλά να τα θέσει. Σε ένα επόμενο θα προσπαθήσω να απαντήσω στο μέτρο των δυνατοτήτων μου ορισμένα εξ’ αυτών.

Το κυπριακό πρόβλημα, ένα υπαρξιακό ζήτημα

Θεωρώ ότι το κυπριακό πρόβλημα χρήζει ξεχωριστής μνείας καθότι εξακολουθεί να επικαθορίζει τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα, ασχέτως αν φαινομενικά έχει υποχωρήσει στην κλίμακα προτεραιότητας των αξιολογήσεων των πολιτών. Το κυπριακό αποτελεί ζήτημα υπαρξιακής σημασίας για την Κύπρο και επηρεάζει σχεδόν κάθε πτυχή του κυπριακού πολιτικού και κοινωνικού σχηματισμού και της ατομικής πολιτικής συμπεριφοράς. Η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή και η μη επίλυση του προβλήματος δημιουργούν συνθήκες μόνιμης αστάθειας σε πολλαπλά επίπεδα, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό δεν είναι άμεσα ορατό.

Ο de facto διαχωρισμός του νησιού επηρεάζει όχι μόνο την εσωτερική πολιτική και την κοινωνική συνοχή, αλλά και τη θέση της Κύπρου στη διεθνή σκηνή. Επηρεάζει τις σχέσεις της χώρας με μεμονωμένες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, ενισχύει τις εξαρτήσεις από τρίτες δυνάμεις και περιορίζει τις στρατηγικές επιλογές της χώρας. Η διαιώνιση του ζητήματος λειτουργεί ως εμπόδιο στη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, καθώς η διαίρεση περιορίζει την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους και προξενεί αβεβαιότητα που αποτρέπει επενδύσεις. Δημιουργεί εγγενείς συνθήκες πολιτικής αστάθειας και κλονίζει την εμπιστοσύνη στις πολιτειακές δομές και τους πολιτικούς δρώντες διότι συνδέεται με συμφέροντα ένθεν και ένθεν: επίλυσης με οποιοδήποτε τρόπο και μορφή, αφενός, ή διατήρησης του status quo αφετέρου. Επιπλέον, η μη επίλυση του προβλήματος διατηρεί ένα διχαστικό πλαίσιο που διαπερνά κάθε πτυχή της πολιτικής ζωής και καθιστά την εξεύρεση των αναγκαίων συναινέσεων δύσκολη. Η αδυναμία επίλυσης ενισχύει, δυνητικά, ακόμα και τον κίνδυνο στρατιωτικής κλιμάκωσης σε μια περιοχή εύφλεκτη και συνεχώς μεταβαλλόμενη. Όλα τα πιο πάνω, καθιστούν την επίλυση του κυπριακού πολιτικά επιτακτική. Η έλλειψη, όμως, ενός συνεκτικού και συναινετικού οράματος και αφηγήματος πέραν ορισμένων γενικόλογων, συνήθως, διακηρύξεων και αναφορών, αποτελεί σημαντικό επίδικο και κυρίαρχη πρόκληση και για τη χρονιά που αρχίζει για μια ακόμη φορά.

Εξωγενείς Προκλήσεις

Οι δύο συνεχιζόμενοι πόλεμοι -στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή- και η νέα κατάσταση πραγμάτων στη Συρία που νομίζω αφελώς βιάστηκαν πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες, δημοσιολόγοι και αναλυτές να καλωσορίσουν ως θετική εξέλιξη, έστω και πιο επιφυλακτικά αυτή τη φορά, δημιουργούν το πλαίσιο της παρούσας χρονικής συγκυρίας μέσα στο οποίο διαπλέκονται πολύμορφες οικονομικές και γεωπολιτικές πιέσεις, που επιφέρουν σημαντικές προκλήσεις για την Κύπρο.

Στο ανθρωπιστικό επίπεδο ξεχωρίζει η δυνατότητα και ικανότητα της χώρας μας για υποδοχή και διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, οι οποίες μπορεί να έχουν μειωθεί τους τελευταίους μήνες, αλλά είναι θέμα χρόνου πότε θα επαναληφθούν. Η ύπαρξη των ροών αυτών και ο τρόπος διαχείρισης τους, προσθέτουν πίεση στους κρατικούς πόρους και δομές, επηρεάζουν την εσωτερική οικονομική και κοινωνική κατάσταση και κατ’ επέκταση την πολιτική σκηνή, αφού το μεταναστευτικό τροφοδοτεί με πρώτη ύλη την άνοδο και της ντόπιας ακροδεξιάς, όπως σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Οι πολεμικές συγκρούσεις και η αστάθεια στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε συνδυασμό με τον αναθεωρητισμό περιφερειακών δρώντων όπως η Τουρκία,  επηρεάζουν την ενεργειακή ασφάλεια της Κύπρου, καθώς οι ενεργειακοί πόροι τείνουν να γίνουν πηγή εντάσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών. Τα ανοικτά projects στο πεδίο αυτό είναι ενδεικτικά της πολυπλοκότητας και της επικινδυνότητας των ζητημάτων αυτών. Οι εξελίξεις στη Συρία προσθέτουν ακόμα ένα κομμάτι στο παζλ των ζητημάτων ασφάλειας που αφορά στις σχέσεις του νέου καθεστώτος με την Τουρκία, την πιθανή οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ τους και τις επιπτώσεις ενός τέτοιου γεγονότος στην Κύπρο. Οι διαφορές που αναφύονται με την Ελλάδα στο ζήτημα της πόντισης του ηλεκτρικού καλωδίου θέτουν επί τάπητος και το ζήτημα των σχέσεων των δύο χωρών, που όσο αδελφικές και αν είναι δεν παύουν από το να είναι σχέσεις δύο ξεχωριστών κρατικών οντοτήτων με ότι αυτό συνεπάγεται.

Η Κύπρος βρίσκεται, επίσης, αντιμέτωπη με τις συνέπειες της σταδιακής αλλά συνεχόμενης εκχώρησης εξουσιών και αρμοδιοτήτων στα ευρωπαϊκά όργανα. Η πρόκληση έγκειται στην ισορροπία μεταξύ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της εθνικής κυριαρχίας. Οι εγχώριοι πολιτικοί θεσμοί, όπως η κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και τα πολιτικά κόμματα, είναι θεσμοί που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του έθνους-κράτους και η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης, με αποτέλεσμα να τείνουν να καταστούν περιττοί ή απλά επιτελεστικοί δρώντες για αποφάσεις που παίρνονται αλλού. Ταυτόχρονα, η Κύπρος καλείται να συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής και να διαχειριστεί ζητήματα που τέμνουν τα εθνικά συμφέροντα με την πορεία ολοκλήρωσης της ΕΕ, όπως το θέμα του δικαιώματος χρήσης βέτο, η εξασφάλιση κονδυλίων για υποδομές, κ.ο.κ. Αυτό, με τη σειρά του, απαιτεί ολοκληρωμένη πολιτική παρουσία στο ευρωπαϊκό πεδίο και αποφυγή μονομερών προσεγγίσεων, που περιορίζονται μόνο στο εθνικό πρόβλημα. Κάτι που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ήδη αλλάζει προς το θετικότερο τα τελευταία χρόνια.

Το μεγαλύτερο ζήτημα και δίλημμα, όμως, για την Κύπρο στην παρούσα συγκυρία άπτεται της επιλογής «στρατοπέδου» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό της «συλλογικής Δύσης» με την «συλλογική Ανατολή», για να το διατυπώσω σχηματικά. Αυτή η διελκυστίνδα ασκεί πίεση σε όλα τα κράτη και πολύ περισσότερο στα μικρότερα να επιλέξουν πλευρά. Η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ και όχι μόνο, έχει επιλέξει την πλήρηδυτικοποίηση της εξωτερικής της πολιτικής και καλείται να διαχειριστεί τις αντιφάσεις που απορρέουν από αυτή την επιλογή και να ισορροπήσει τις σχέσεις με χώρες που ανήκουν στο «άλλο» στρατόπεδο και που ορισμένες εξ’ αυτών είναι καθοριστικοί δρώντες και στην παγκόσμια και στην περιφερειακή σκηνή με σημαντικές επιρροές και στο κυπριακό.

Η αποσύνδεση της πολιτικής από την κοινωνία

Οι ενδογενείς προκλήσεις έχουν τα δικά τους ιδιαίτερα, κυπριακά χαρακτηριστικά, στον τρόπο που εκδηλώνονται, δεν παύουν, όμως, από το να αποτελούν εκδηλώσεις των αντίστοιχων προκλήσεων και προβλημάτων που αντιμετωπίζουν όλα τα πολιτικά συστήματα σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη.  

Σε πολιτικό επίπεδο η κυρίαρχη πρόκληση που θέτει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται σχεδόν όλες οι υπόλοιπες είναι η αποσύνδεση της πολιτικής από την κοινωνία. Οι πολίτες αισθάνονται αποκομμένοι από την πολιτική διαδικασία, τα πολιτικά κόμματα και τους πολιτικούς θεσμούς, καθώς η σύγχρονη πολιτική δεν φαίνεται να αντανακλά τις εμπειρίες και τις ανάγκες των καθημερινών ανθρώπων. Η αίσθηση έλλειψης πολιτικής εκπροσώπησης και η πεποίθηση ότι οι πολιτικοί και τα κόμματα δρουν πολύ περισσότερο για ιδιοτελή συμφέροντα και όχι το κοινό καλό ενισχύουν την αποξένωση. Σχηματίζεται μια εικόνα περί ώσμωσης μεταξύ πολιτικών καιοικονομικών ελίτ που δημιουργούν ένα αδιαπέραστο καρτέλ. Η κατά βάση ρητορική πόλωση μεταξύ των πολιτικών δρώντων, η οποία δεν αντανακλά σε πλείστες περιπτώσεις ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στις πολιτικές θέσεις, η επικέντρωση σε επικοινωνιακά παιχνίδια και η έλλειψη στρατηγικής σκέψης εντείνουν τη δυσπιστία των πολιτών.

Τα περιστατικά διαπλοκής και διαφθοράς οξύνουν το πρόβλημα αξιοπιστίας των πολιτικών θεσμών και δρώντων και υπογραμμίζουν την ανάγκη για πολιτική διαφάνεια και λογοδοσία, δύο σημαντικά ζητούμενα της εποχής μας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κρίση εμπιστοσύνης, απαιτούνται νέες προσεγγίσεις που να επανασυνδέσουν τους πολίτες με την πολιτική ζωή. Μια πρόταση που εύκολα διατυπώνεται, αλλά δύσκολα υλοποιείται.

Ανταποκρισιμότητα και προβλήματα

Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση συνδέεται με την ανταποκρισιμότητα (responsiveness) του πολιτικού συστήματος στις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών. Στην κυριότερη ίσως μορφή του το ζήτημα της ανταποκρισιμότητας συνδέεται με την αντίληψη ότι το πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να προστατεύσει αποτελεσματικά τους πολίτες από φαινόμενα όπως για παράδειγμα η ασυδοσία των τραπεζών και άλλων οικονομικών φορέων, η ακρίβεια, η αύξηση του κόστους ζωής,  η μείωση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Αυτή η εικόνα ενισχύει την αντίληψη ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί επαρκώς (ή δεν θέλει) να προστατέψει τα οικονομικά συμφέροντα του απλού πολίτη. Η συζήτηση αυτή καθιστά αναγκαία μια βαθιά μεταρρύθμιση του τρόπου λειτουργίας του τραπεζικού τομέα και της εν γένει άσκησης οικονομικής πολιτικής παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς που θέτει το πλαίσιο της ΕΕ. Οι οικονομικοί δείκτες πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες των νοικοκυριών και των ανθρώπων και οι δημόσιοι πόροι να κατευθυνθούν στους τομείς που πάσχουν και ενάντια στα δόγματα της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεώρησης των περισσευμάτων και της λιτότητας.

Άμεσα συνδεδεμένη με την ιδιότητα της ανταποκρισιμότητας είναι και η αδυναμία της πολιτείας και των κομμάτων να αντιμετωπίσουν τα άμεσα προβλήματα της καθημερινότητας, όπως η υγειονομική φροντίδα και οι κοινωνικές παροχές, η κρατική γραφειοκρατία, οι στρεβλώσεις του κρατικού μηχανισμού, το κυκλοφοριακό, τα υπερβολικά έξοδα στα μεγάλα αναπτυξιακά έργα, κτλ. Η αδράνεια αυτή όχι μόνο μειώνει την αποδοτικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, διαβρώνει επίσης την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, παρατείνει την απογοήτευση, καλλιεργεί την απάθεια και προετοιμάζει το έδαφος για πιο αυταρχικές πολιτικές επιλογές. Σε ένα τρίτο επίπεδο, η ανταποκρισιμότητα συνδέεται με τη λειτουργία του ίδιου του πολιτικού και κομματικού συστήματος με τις πολλές παθογένειες που το συνοδεύουν. Οι πολίτες έχουν στείλει πολλάκις μηνύματα μέσω εκλογών και άλλως πως, τα οποία φαίνεται να αντιμετωπίζονται από το πολιτικό σύστημα με απάθεια και πατερναλισμό.

Αδυναμία παραγωγής πολιτικής

Η τρίτη μεγάλη πρόκληση συνδέεται με την αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να παράξουν πολιτική, να λειτουργήσουν δηλαδή όπως έλεγε ο Γκράμσι, ως «συλλογικοί διανοούμενοι». Τα κόμματα, έχουν εγκλωβιστεί σε παραγωγή εικόνας και επικοινωνίας αντί πολιτικής. Μπορεί η μετάβαση πολλών τομέων χάραξης πολιτικής στο ευρωπαϊκό επίπεδο να αφήνει περιορισμένα περιθώρια για την παραγωγή εθνικών πολιτικών, ωστόσο, σημαντική ευθύνη φέρουν και οι κομματικοί μηχανισμοί, οι οποίοι συχνά χαρακτηρίζονται από έλλειψη στρατηγικής σκέψης και ανεπαρκή στελέχωση.

Για να ανακτήσει το κυπριακό πολιτικό σύστημα την εμπιστοσύνη των πολιτών, είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν νέες στρατηγικές για την αντιμετώπιση αυτών που αναφέρθηκαν πιο πάνω και πολλών άλλων που λόγω χώρου ήταν αδύνατο να αναφερθούν, με ιδιαίτερη έμφαση σε πολιτικές που διασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη και την ευημερία. Παράλληλα, απαιτείται η ικανότητα συνεννόησης σε ένα ελάχιστο έστω επίπεδο συναίνεσης, ώστε να παραχθεί ένα αφήγημα το οποίο θα μπορεί να δώσει κατεύθυνση στη χώρα και στην κοινωνία.

*Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτική Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας