«Το όνομα του χώρου στον οποίο η Άγκυρα κάλεσε κάποιους βουλευτές του UBP για να προσαρμόσει την πολιτική μας μπορεί να ονομάζεται «Λευκός Οίκος». Αλλά η θέση στην οποία έχει φέρει την πολιτική μας είναι προφανώς «οίκος ανοχής»!…» Το σύντομο αυτό απόσπασμα από το κείμενο του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου Αλί Κισμίρ που γράφτηκε το 2020, ήταν η βασική αφορμή για την κατηγορία της «προσβολής και δυσφήμισης της ηθικής προσωπικότητας και υπόστασης της Διοίκησης των Δυνάμεων Ασφαλείας της ΤΔΒΚ». Με λίγα λόγια ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος κατηγορείται ότι με το κείμενο του ταπείνωσε και υποτίμησε τον τουρκικό στρατό στα κατεχόμενα. Η δίκη του Αλί Κισμίρ συνεχίζεται από τις 26 Νοεμβρίου 2024 και αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης 10 ετών. Η δικαστική δίωξη ξεκίνησε μετά από την κατάθεση καταγγελίας από τον τότε διευθυντή του «Λευκού Οίκου» συνταγματάρχη Τζενγκίζ Ντογάν και όπως γίνεται κατανοητό επικεντρώθηκε στη φράση «οίκος ανοχής». Έστω και αν αυτή τη στιγμή η κατηγορούσα αρχή επιδιώκει να καταδικάσει το δημοσιογράφο γιατί εμμέσως περιέγραψε το στρατό ως «μπουρδέλο», είναι γεγονός ότι η υπόθεση διατηρεί εξαιρετικά σημαντικές πολιτικές διαστάσεις. Αυτές αφορούν τόσο στο πρόσφατο παρελθόν των σχέσεων της Τουρκίας με την τουρκοκυπριακή κοινότητα γενικά, όσο και στον τρόπο με τον οποίο η Άγκυρα επιδιώκει σήμερα να επιβάλει νέες μορφές μετασχηματισμού της πολιτικής ζωής των Τουρκοκυπρίων.
Η σύντομη ιστορία του άρθρου του Αλί Κισμίρ
Ο χρόνος και ο λόγος που γράφτηκε το τιτλοφορημένο ως «Ο Λευκός Οίκος» κείμενο του Κισμίρ, καθώς και το περιεχόμενο του είναι τρεις πολύ σημαντικές διαστάσεις μιας δικαστικής υπόθεσης που αναμένεται με το αποτέλεσμα της να αλλάξει πάρα πολλά στον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής δομής των κατεχομένων. Το καλοκαίρι του 2020 στην κοινότητα, η προεκλογική εκστρατεία για την εκλογή του Τουρκοκύπριου ηγέτη βρισκόταν ήδη σε πλήρη και έντονη εξέλιξη. Όπως σε πλήρη και έντονη εξέλιξη ήταν και οι καθημερινές παρεμβάσεις της Άγκυρας εναντίον του Μουσταφά Ακιντζί με στόχο να εμποδίσουν την ‘επανεκλογή’ του. Ο εκλεκτός του Ερντογάν ήταν ο Ερσίν Τατάρ και όπως έδειξαν τα γεγονότα που ακολούθησαν, σχεδόν ολόκληρο το τουρκικό κράτος είχε μεταφερθεί στη Κύπρο για να διασφαλίσει την επικράτηση του με διάφορους τρόπους. Ο Αλί Κισμίρ λοιπόν αποκάλυψε μόνο ένα από αυτούς τους τρόπους υλοποίησης ενός πολιτικού πραξικοπήματος ενάντια στον Ακιντζί. Το έπραξε μέσα από ένα κείμενο που έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Σε αυτό το κείμενο αποκάλυπτε ότι ο πρέσβης της Άγκυρας στα κατεχόμενα, μαζί με τον στρατιωτικό διοικητή και ένα αξιωματούχο της Εθνικής Οργάνωσης Πληροφοριών (ΜΙΤ) της Τουρκίας προσκάλεσαν σε γεύμα στις 14 Αυγούστου 2020 στο Λευκό Οίκο, μια συγκεκριμένη ομάδα «βουλευτών» του δεξιού Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Ο «Λευκός Οίκος» είναι η λέσχη αξιωματικών. Βρίσκεται δίπλα από το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα και αποτελεί στρατιωτικό μονοπώλιο. Εκεί πραγματοποιούνται εκδηλώσεις, συναντήσεις και άλλες δραστηριότητες των στρατιωτικών αξιωματούχων της Τουρκίας. Μπορεί να περιγραφεί και ως η τοποθεσία στην οποία οι εκφράσεις της τουρκικής εξουσίας στην Κύπρο (όπως οι υπηρεσίες πληροφοριών, το διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο) δημιουργούν νέα και ενισχύουν υφιστάμενα δίκτυα παρεμβάσεων ενάντια σε τουρκοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις που δεν ευθυγραμμίζονται. Η συνάντηση της 14ης Αυγούστου του 2020, είχε ακριβώς αυτό το χαρακτήρα. Οι εκπρόσωποι του τουρκικού κράτους κάλεσαν τους συγκεκριμένους «βουλευτές» του κόμματος του Τατάρ, γιατί ήταν οι πρωταγωνιστές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης εναντίον της υποψηφιότητας του. Όπως φάνηκε από τις αποκαλύψεις που ακολούθησαν, δεν ζητήθηκε απλώς η σιωπηλή τους συναίνεση στην υποψηφιότητα Ερσίν Τατάρ. Απειλήθηκε το πολιτικό τους μέλλον και απαιτήθηκε η ενεργώς συμμετοχή και κινητοποίηση τους για να εμποδιστεί η εκ νέου επικράτηση Ακιντζί.
Όπως αργότερα έγινε γνωστό, οι αξιωματούχοι από την Άγκυρα υπογράμμισαν ενώπιον των «αντιφρονούντων» μεταξύ πολλών άλλων τα έξης: «Μπροστά σας βρίσκεται το κράτος της Τουρκίας. Η Τουρκία οπωσδήποτε επιθυμεί για πρόεδρο τον Ερσίν Τατάρ. Δεν θέλει τον Μουσταφά Ακιντζί. Για την Τουρκία αυτό αποτελεί υπόθεση επιβίωσης. Εσείς θα δραστηριοποιηθείτε για την εκλογή Τατάρ». Κάποιοι από αυτούς στο τέλος ανταμείφθηκαν όπως ο Ουστέλ που έγινε «πρωθυπουργός». Κάποιοι όμως τιμωρήθηκαν, όπως ο Σουτζιούογλου που ουσιαστικά καθαιρέθηκε από «πρωθυπουργός» γιατί η Άγκυρα θεώρησε ότι ευθύνεται για τη διαρροή της εν λόγω συνάντησης.
Μικρό διάστημα μετά την συνάντηση, ο ίδιος ο Μουσταφά Ακιντζί κάλεσε τον πρέσβη της Τουρκίας στο γραφείο του για να ζητήσει εξηγήσεις. Εκ μέρους της Άγκυρας δεν υπήρξε καμιά απολύτως άρνηση του περιστατικού που αποκαλύφθηκε. Αντίθετα, σύμφωνα με την μαρτυρία του πρώην Τουρκοκύπριου ηγέτη, ο πρέσβης Μουράτ Μπάστσιερι του είχε τονίσει πως: «Εσείς θέλετε ομοσπονδία. Σε σχέση με την τουρκικότητα, εσείς διεκδικείτε μια χωριστή ταυτότητα. Προωθείτε την τουρκοκυπριακή ταυτότητα. Για αυτό το λόγο, η Τουρκία με όλους της τους θεσμούς επιθυμεί την αλλαγή στην Κύπρο». Ο πρέσβης δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος. Μέσα σε μερικές προτάσεις περιέγραψε την βαθιά αντίθεση του γεωπολιτικού οράματος και της ιδεολογικής ταυτότητας που διεκδικούσε η Τουρκίας με το γεωπολιτικό όραμα και την πολιτικοποίηση της κυπριακότητας των Τουρκοκυπρίων που διεκδικούσε ο Ακιντζί. Η ομοσπονδιακή επανένωση του πολιτικού χώρου και η ανάδειξη της κοινή ταυτότητας του πληθυσμού ως αναγκαίο συστατικό της πολιτικής δομής στη λύση του Κυπριακού, ήταν προοπτική “ανάθεμα” για την Τουρκία. Και συνεπώς ο πολιτικός της εκφραστής – σε εκείνη τη συγκυρία, ο Ακιντζί – θα έπρεπε να μπει στο περιθώριο. Βεβαίως όπως τελικά έδειξαν τα γεγονότα, ο Ακιντζί δεν ήταν ο μόνο που περιθωριοποιήθηκε από την Άγκυρα. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε έγινε μια ιδιαίτερη προσπάθεια δαιμονοποίησης όλων των φωνών που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στήριξαν την ίδια πολιτικής φιλοσοφία με τον πρώην Τουρκοκύπριο ηγέτη. Για παράδειγμα ο Αλί Κισμίρ, είναι μεταξύ των δημοσιογράφων και μιας μερίδας προοδευτικών Τουρκοκύπριων διανοουμένων, στους οποίους η Άγκυρα αποφάσισε να απαγορεύσει την είσοδο στην Τουρκία επειδή αποτελούν ένα είδος «απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας του κράτους».
Η δολοφονία Ανταλί, το μποϊκοτάζ κατά της Γ. Ντουζέν και η δίωξη Κισμίρ
Τα στοιχεία ενός «νέου» αυταρχισμού
Η δίωξη δημοσιογράφων και διανοουμένων εξαιτίας των απόψεων και των αποτελεσμάτων της ίδιας τους της εργασίας, δεν είναι κάτι άγνωστο στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και στη διαμόρφωση των σχέσεων της Κύπρου με την Τουρκία. Μορφές βίας και προσπάθειες πολιτικής αποσιώπησης καταγράφηκαν στο πρόσφατο παρελθόν της κυπριακής ιστορίας. Οι αποκαλύψεις και η επικριτική στάση του Κουτλού Ανταλί ήταν η αιτία για τη δολοφονία του το 1996. Toν Ιανουάριο του 1988 ξέσπασε η γνωστή «αντίσταση του τυπογραφείου Πρόοδος» στο οποίο τυπωνόταν τότε η αριστερή εφημερίδα Γιενί Ντουζέν. Η βασική αιτία της κινητοποίησης προστασίας του τυπογραφείου ήταν η δικαστική απόφαση για κατάσχεση όλων των μηχανημάτων του λόγω της δημοσίευσης ενός κειμένου του Οζγκέρ Οζγκιούρ – τότε ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος – στο οποίο αποκάλυπτε τις διασυνδέσεις Ντενκτάς με τη μαφία. Είναι γεγονός ότι για μια μεγάλη περίοδο μετά το 1974, μερίδες του τουρκοκυπριακού Τύπου και της δημοσιογραφικής κοινόητας αποτέλεσαν χώρους παραγωγής μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης τόσο στο Κυπριακό, όσο και γενικά στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία. Με λίγα λόγια, η εξέλιξη του Τύπου στα κατεχόμενα μετά το 1974 δεν έμεινε ανεπηρέαστη από το ευρύτερο περιβάλλον που επέβαλλε κατά διαστήματα η εξουσία στην Άγκυρα. Η δικαστική δίωξη του Αλί Κισμίρ σήμερα μάλλον επιβεβαιώνει ότι στο νέο πλαίσιο επιβιώνουν τόσο οι κριτικά σκεπτόμενες δημοσιογραφικές «πέννες», όσο και η αγωνία της κυβέρνησης Ερντογάν να τις «ευθυγραμμίσει» στο δικό της πολιτικό πρόγραμμα.
Πέραν όμως της ιστορικής συνέχειας της αντιπαράθεσης, με την δίωξη Αλί Κισμίρ επειδή αποκάλυψε μέρος των παρεμβάσεων της Τουρκίας εναντίον του Μουσταφά Ακιντζί, εμφανίζονται στο προσκήνιο και κάποια νέα στοιχεία αυταρχισμού. Η υπόθεση Κισμίρ φέρει κάποια νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αυταρχισμού που εξάγεται από την Τουρκία στην Κύπρο, τα οποία αναδιαμορφώνουν μέρος της πολιτικής ζωής στα κατεχόμενα. Προσομοιάζουν περισσότερο με το ύφος και το περιεχόμενο των διώξεων δημοσιογράφων και καταστολής της ελευθερίας έκφρασης όπως τα τελευταία χρόνια εξελίσσονται στην Τουρκία. Συγκεκριμένα ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος διώκεται για τις αποκαλύψεις που γραπτώς παρουσίασε στον προσωπικό του λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο σημείο αυτό λοιπόν θολώνονται ακόμα περισσότερο τα όρια μεταξύ των παραδοσιακών δομών και των νέων μορφών επικοινωνίας. Πιο παλιά οι δημοσιογράφοι διώκονταν για τις ενοχλητικές τους αποκαλύψεις στο Μέσο που εργάζονταν. Σήμερα διώκονται ως χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επομένως στέλνεται το μήνυμα ότι η επέκταση του περιορισμού του δικαιώματος έκφρασης άποψης αφορά ευρύτερα τους χρήστες των πλατφόρμων στο διαδίκτυο και όχι αποκλειστικά το λειτούργημα του δημοσιογράφου.
Παράλληλα αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αλί Κισμίρ πέραν από δημοσιογράφος είναι και συνδικαλιστής. Η συγκεκριμένη δίκη λοιπόν εμμέσως αγγίζει το ζήτημα των οργανωμένων δομών των Τουρκοκυπρίων που μέχρι σήμερα διατηρούν αυτονομία απέναντι στις επιβολές της Άγκυρας. Τόσο κύκλοι της τουρκοκυπριακής δημοσιογραφίας, όσο και κύκλοι του τουρκοκυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος αποτελούν εδώ και χρόνια στόχο των πιέσεων από την Άγκυρα. Κάτι που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί αφού με αφορμή τη πρόσφατη δικαστική δίωξη, επαναφέρεται στο προσκήνιο η βούληση της κυβέρνησης Ερντογάν για εισαγωγή νέων νομοθεσιών στα κατεχόμενα που να ευθυγραμμίζουν την πραγματικότητα των ΜΜΕ με αυτή που επικράτησε στην Τουρκία.
Τέλος, ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που προς το παρόν λειτουργεί ως παραλειπόμενο της δίκης είναι η ίδια η κατάσταση στο δικαστικό σώμα των κατεχομένων. Δικαστές και δικηγόροι βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο της “προσοχής” Ερντογάν. Πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν οι αποφάσεις των τουρκοκυπριακών δικαστηρίων μετατράπηκαν σε αιτίες αντιπαραθέσεων με την τουρκική κυβέρνηση γιατί εμπόδισαν ή αναθεώρησαν στρατηγικές της αποφάσεις. Είτε πρόκειται για ζητήματα ιδιωτικοποιήσεων στα κατεχόμενα, είτε πρόκειται για περιπτώσεις ενίσχυσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης, το δικαστικό σύστημα στα κατεχόμενα παρήγαγε αποφάσεις με τις οποίες βρέθηκε σε ευθεία αντιπαράθεση με συμφέροντα της Άγκυρας. Σήμερα ενώπιον των δικαστηρίων υπάρχει μια ακόμα σοβαρή υπόθεση που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό στο άμεσο μέλλον τόσο τη λειτουργία της δικαιοσύνης, όσο και των ΜΜΕ σε μια γεωγραφία διαιρεμένη.

Πιο κάτω παρατίθεται σε μετάφραση ολόκληρο το επίμαχο κείμενο του Αλί Κισμίρ που δημοσιεύθηκε το 2020:
Το όνομα του χώρου στον οποίο η Άγκυρα κάλεσε κάποιους βουλευτές του UBP για να προσαρμόσει την πολιτική μας μπορεί να ονομάζεται «λευκός οίκος», αλλά η θέση στην οποία έχει φέρει την πολιτική μας είναι προφανώς «οίκος ανοχής»!… Μάλιστα, οι κοντόφθαλμοι πολιτικοί μας έβαλαν επίσημα την πολιτική μας διαδικασία και τη βούλησή μας στο τραπέζι του παζαρέματος, την ορέχτηκαν και την έβαλαν ενέχυρο για τα συμφέροντα της Άγκυρας!…. Έχουν αναλάβει την εκπόρνευση της πολιτικής στον οίκο ανοιχής που διαχειρίζεται η Άγκυρα!…
Ξέρω ότι δεν είναι η πρώτη φορά, αλλά όταν αυτό γίνεται τόσο ανοιχτά πραγματικά σε αηδιάζει !… Επιπλέον, ο μοναδικός και κοινός τους στόχος είναι ο ηγέτης μας, ο πρόεδρος Mustafa Akıncı, ο οποίος εκλέχθηκε με τη βούληση αυτής της κοινότητας. Η Άγκυρα έχει την ικανότητα να ακούσει την πραγματική δημοσκόπηση, τη φωνή του δρόμου… Μπορεί να μετρήσει πολύ καλά τον παλμό!…
Το ΑΚΡ, το κόμμα που κατέχει την εξουσία στην Άγκυρα, συγκαταλέγεται μεταξύ των 5 κορυφαίων κομμάτων στον κόσμο με τις καλύτερες ίσως δυνατότητες στατιστικών ερευνών. Στην πραγματικότητα, το ΑΚΡ, το οποίο κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία για 18 χρόνια και εφάρμοσε το προεδρικό σύστημα μέσω δημοψηφίσματος τροποποιώντας το σύνταγμα του ’80 με την έγκριση του λαού, βρίσκεται ίσως στην κορυφή του καταλόγου που ανέφερα.
Για το λόγο αυτό, βλέπει ότι ο Ακιντζί προηγείται κατά πολύ και ότι όσο η κυβέρνηση UBP-HP συνεχίζει με αυτόν τον τρόπο, ίσως είναι δυνατό να τελειώσουν οι εκλογές ακόμη και στον πρώτο γύρο. Και αυτό τρομάζει την Άγκυρα!… Φανταστείτε: «Ο Μουσταφά Ακιντζί, τον οποίο η Άγκυρα δεν ήθελε, κέρδισε τις ‘προεδρικές εκλογές’, οι οποίες έγιναν με 7 υποψηφίους, από τον πρώτο γύρο»… Για τους Τουρκοκύπριους, ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν ίσως ιστορικά η μεγαλύτερη απάντηση ενάντια σε αυτούς που σφετερίστηκαν τη θέλησή τους. Για την Άγκυρα θα ήταν η μεγαλύτερη ήττα στην ιστορία!…
Η επιρροή της Άγκυρας επί της βούλησης των Τουρκοκυπρίων θα φτάσει στο τέλος της… Και δεν θα μπορεί πλέον να βρίσκει πολιτικές πόρνες να την υπηρετούν στο βόρειο τμήμα του νησιού, το οποίο έχει μετατρέψει σε ένα οίκο ανοχής!… Γιατί η κοινωνία θα πει ξεκάθαρα: «Ούτε εμείς θέλουμε τις πολιτικές σας πόρνες»…
Είναι γι’ αυτό το λόγο που η Άγκυρα είναι τόσο φοβισμένη… Δεν θέλει να χάσει την κυριαρχία της στο βόρειο τμήμα του νησιού, δεν θέλει να αμφισβητηθεί η ύπαρξή της και δεν θέλει οι Τουρκοκύπριοι να σταθούν στα πόδια τους! Επιθυμεί έναν ηγέτη συνεχώς σε θέση εξάρτησης. Να του λέει κάτσε και να κάθεται, να του λέει σήκω και να σηκώνεται.
Ο Ακιντζί κατάφερε να φέρει διαφορετικά μέρη της κοινωνίας μας μαζί, στο ίδιο σημείο!… «Αν εκλεγεί ο Ακιντζί, οι σχέσεις με την Τουρκία θα επιδεινωθούν»…Αυτό είναι το σύνθημα που τους ενώνει και η ψευδής αντίληψη που μεταφέρουν στη κοινή γνώμη!…
Η αλήθεια είναι ότι αν ‘εκλεγεί’ ο Ακιντζί, οι Τουρκοκύπριοι θα στείλουν ένα μήνυμα σε όλο τον κόσμο ότι «Είμαστε εδώ, αυτή η χώρα είναι δική μας και θα την κυβερνήσουμε»… Θα απομακρυνθούν ένα βήμα πιο μακριά από την εξάρτηση και ένα βήμα πιο κοντά σε μια ενωμένη Κύπρο… Εκεί ακριβώς βρίσκεται όλος ο φόβος…
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου