Πολλοί, ιστορικοί, συγγραφείς και αρθρογράφοι, αλλά και  πολιτικοί ταγοί στην Κύπρο και στην Ελλάδα, έσπευσαν να πανηγυρίσουν που η ελλαδική Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δημοσιοποίησε κάποια χαρτιά για το πραξικόπημα και την εισβολή στην Κύπρο, 50 χρόνια από τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974. Αχρείαστοι, όμως, είναι οι πανηγυρισμοί, γιατί πολλά από τα χαρτιά αυτά, αλλά και ακόμα περισσότερα, είναι γνωστά από 13 και πλέον χρόνων, από του 2011, όταν τα περιέλαβε στο βιβλίο του ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσουμής «Ενθυμήματα και τεκμήρια πληροφοριών της ΚΥΠ για Κύπρο και Μέση Ανατολή». Ο αξιωματικός, που την κρίσιμη εκείνη περίοδο ήταν αναπληρωτής διοικητής του κλιμακίου της ελληνικής ΚΥΠ στην Κύπρο, γνωστού τότε ως «Μονάδα 5551).

 Εκτενή αναφορά στα γραφτά Τσουμή, όπως και σε πολλά σημαντικά και άγνωστα, κάνω στο δίτομο βιβλίο μου που κυκλοφορεί αυτό τον καιρό, για τα όσα έγιναν στην Κύπρο και αναφορικά μ’ αυτήν, στις 15 Ιουλίου 1974. Σε χίλιες και πλέον σελίδες, με τις μαρτυρίες όλων των καταστάσεων χωρίς καμιά εξαίρεση.

   Ο Τσουμής, λοιπόν, όχι μόνο καταγράφει τα όσα έζησε, αλλά δημοσιεύει και φωτοτυπίες πληροφοριακών δελτίων και άλλων εγγράφων (σημάτων κ.λπ.) της περιόδου εκείνης, πράγμα που η ΕΥΠ δεν έκαμε και διερωτώμαι γιατί. Αλλά. Επιπλέον, γιατί απέφυγε να δώσει στη δημοσιότητα πολλά, που αποτελούν και το «ψητό» εκείνης της περιόδου, όπως τα δελτία πληροφοριών για τις 14 και τις 19-23 Ιουλίου 1974;  

   Πολλοί αμφισβητούν την αναφορά στα δημοσιοποιηθέντα δελτία, ότι το κλιμάκιο της ΚΥΠ αγνοούσε τη διενέργεια του πραξικοπήματος τη συγκεκριμένη ημέρα, όπως την αμφισβητώ κι εγώ και παραθέτω, μάλιστα, πιθανά σενάρια για το θέμα αυτό. Να μάθει πρέπει, όμως, ο αναγνώστης, ο κάθε Κύπριος και Ελλαδίτης, ότι:

   1. Το κλιμάκιο έστειλε στο Προεδρικό τον επιτετραμμένο Σέρμπο και αξιωματικό της ΚΥΠ, για να πάρουν τον Μακάριο για να το σώσουν, όπως γράφει ο Τσουμής, αλλά λόγω των πυρών, δεν το πέτυχαν.   

   2. Το κλιμάκιο, κάποιαν ώρα μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, πήρε τηλεφώνημα από την Υπάτη Αρμοστεία της Αγγλίας στη Λευκωσία, ότι ο Μακάριος βρίσκεται καθ’ οδόν προς το Τρόοδος, οπότε γεννάται το ερώτημα, από πού προήλθε η πληροφόρηση αυτή των Εγγλέζων;

Δεν θα παραθέσω άλλα στοιχεία που περιέχονται στο βιβλίο μου. Ο καθένας μπορεί να τα διαβάσει μόνος του, να τα κρίνει και τα βγάλει τα συμπεράσματά του. Να γνωρίσει και κρίνει στοιχεία, έγγραφα, μαρτυρίες και δηλώσεις, τα οποία 50 χρόνια ίσως αγνοεί, ή τα γνωρίζει λανθασμένα λόγω παραπληροφόρησης. Εκείνο, όμως, που διερωτώμαι, είναι γιατί έγινε δημοσιοποίηση μερικών μόνο στοιχείων της ΚΥΠ και όχι όλων. Συναφώς να ελπίσουμε, ότι θα γίνει πραγματικότητα η εξαγγελία του Διοικητή της ΕΥΠ Θεμιστοκλή Δεμίρη, ότι η Υπηρεσία  «προτίθεται να συνεχίσει και με άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες, που θα δώσουν της ευκαιρία σε ιστορικούς, αλλά και στον λαό μας να συνεκτιμήσει και την οπτική γωνιά της Υπηρεσίας, με τα τότε χαρακτηριστικά της, στη μελέτη ακόμα και «δύσκολων», «αμφιλεγόμενων», ή και «σκοτεινών» στιγμών και περιόδων της ιστορίας μας».

   Γιατί εμείς οι Κύπριοι ειδικά, που είμαστε τα μεγάλα θύματα της μεγάλης προδοσίας του 1974 και βιώνουμε τα αποτελέσματα της καταστροφής που προκλήθηκε, καιγόμαστε να τα μάθουμε όλα, για να κάνουμε ανάλογα τις εκτιμήσεις μας εκ του ασφαλούς. Ποιοι πρόδωσαν και γιατί πρόδωσαν. Ποιοι είχαν συμφέροντα και τα εξασφάλισαν με την καταστροφή της Κύπρου. Τι έγινε στο προσκήνιο και, προπαντός, στο παρασκήνιο. Η ΕΥΠ, όπως και η κυπριακή ΚΥΠ, οφείλουν να δώσουν όλα όλο το υλικό που έχουν στα αρχεία τους, όπως κάνουν πολλές άλλες χώρες, όπως η Αγγλία και οι ΥΠΑ.

   Πενήντα χρόνια μετά, δεν νομίζω ότι υπάρχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας για να μείνει κρυφό οτιδήποτε. Εφόσον, μάλιστα, όπως υπογραμμίζει ο κ. Δεμίρης, η ΕΥΠ «θεώρησε τη χρονική αυτή συγκυρία ως κατάλληλη», κι εγώ θεωρώ  κατάλληλη χρονικά την άμεση δημοσιοποίηση όλων ανεξαίρετα των στοιχείων. Άλλωστε οι πρωταγωνιστές έχουν πεθάνει, αλλά οι ευθύνες των ενεργειών τους απαραιτήτως πρέπει να αναδειχθούν, να καταγραφούν σε βάρος τους και να αποτελέσουν μέρος της Ιστορίας. Προσωπικά, κομματικά και άλλα συμφέροντα εξαρτημένων από αυτούς καταστάσεων, απαραιτήτως πρέπει να παραμερισθούν, για να λάμψει επιτέλους η αλήθεια. Είναι ανήθικο, εν προκειμένω, οι ευθύνες, οι προδοσίες κάποιων, να φορτώνονται εργολαβικά και σκόπιμα σε άλλους, ενώ οι ίδιοι να παραμένουν διαχρονικά στο απυρόβλητο και να θεωρούνται, μάλιστα, «ήρωες» και να τους παρουσιάζουν σαν «κούππες άπαννες». Εποικοδομητικός στην περίπτωση αυτή, θα είναι ασφαλώς και ο δημόσιος διάλογος που θα προκύψει από τη την παράθεση της ολότητας των γεγονότων.

Πανέτοιμοι για την εισβολή, και οι Τούρκοι στην Κύπρο

Το πόσον έτοιμοι για την εισβολή ήταν, παράλληλα προς τις Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας, και οι Τούρκοι στην Κύπρο, φαίνεται καθαρά στο δελτίο της Ελληνικής ΚΥΠ στη Λευκωσία, για τα γενόμενα στις 19/7/1974:

Α). «Ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής Λάρνακας διέταξε τας υπ’ αυτόν Μονάδας όπως:

  1. Ενισχυθούν οι Λόχοι εξ’ Εφέδρων Αγωνιστών
  2. Οργανωθεί Δύναμις κρούσεως εκ Τουρκοκυπρίων κομάντος.
  3. Εξέλθουν υπό πάσαν μυστικότητα αι Διοικήσεις των στρατοπέδων τους, εις ασφαλείς θέσεις
  4. Κατασκευασθούν παρατηρητήρια».

Β). «Η δραστηριότητα των Τουρκοκυπρίων Λεμεσού έχει ούτω:

  1. Κατασκευάζονται φυλάκια και ορύγματα.
  2. Μετακινήθησαν εντός του Τ/Κ τομέως αι διαμένουσαι εις τον Ε/Κ τομέα Τ/Κ οικογένειαι.
  3. Εδόθη εντολή ετοιμότητος δι’ άμυναν».

Γ). «Η τουρκοκυπριακή Μονάς Κλαυδίας Λάρνακος ενισχύθη δι’ αγωνιστών πολύ νεαράς ηλικίας και έλαβε μέτρα αμύνης ευρείας κλίμακος».

   Όσον αφορά τις Βρετανικές Βάσεις, αναφέρεται:

   «Εις την Βάσιν Δεκελείας, αριθμός οικογενειών Βρετανών μετά των αποσκευών των μετακινήθησαν δια λεωφορείων προς βάσιν Ακρωτηρίου. Εξ’ άλλου Βρετανικαί οικογένειαι διαμένουσαι εις Λεμεσόν και Τρόοδον, μεταφέρθησαν εις Βάσιν Επισκοπής».

* Δημοσιογράφος-nikospa.wordpress.com