Τον περασμένο Μάρτιο, όταν ο Νίκος Χριστοδουλίδης και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ταξίδευσαν μαζί από το Βουκουρέστι στην Κύπρο, λίγοι ήταν εκείνοι που πρόσεξαν πως πίσω από αυτή την σημαντική για τη Λευκωσία εξέλιξη βρισκόταν και πάλι η Ουάσιγκτον. Η αδυναμία της ΕΕ να ασκήσει ως οντότητα μια ουσιαστική εξωτερική πολιτική ήταν και πάλι εμφανής για όσους παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις όχι μόνο στην περιφέρεια των Βρυξελλών.

Η επιστροφή Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο προκαλεί τρόμο και ανησυχία στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα για σωρεία θεμάτων από την οικονομία μέχρι την ενέργεια,  και το εμπόριο. Το μεγάλο τεστ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πολιτική οντότητα, βρίσκεται στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Είναι ένας τομέας που από της ιδρύσεώς της η ΕΕ χωλαίνει και επιλέγει να κρατά αποστάσεις, οι οποίες ωστόσο την μειώνουν ως οντότητα απέναντι στους συνομιλητές της, με ανάλογο αντίκτυπο και σε μια σειρά άλλων τομέων.

Το συμβάν του περασμένου Μαρτίου έδειξε πως η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να παίξει το δικό της πρωταγωνιστικό ρόλο επιλέγει να ακολουθεί τα βήματα των Ηνωμένων Πολιτειών. Κινήσεις οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με τις συμμαχικές σχέσεις, ελέω ΝΑΤΟ, αλλά οφείλονται στο ότι η ΕΕ δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να έχει τη δική της εξωτερική πολιτική. Ακόμα και σε ζητήματα που επηρεάζουν αρνητικά την ίδια, αφήνει τα πράγματα να κυλήσουν σύμφωνα με την ατζέντα της Ουάσιγκτον.

Για αρκετά χρόνια δινόταν η εντύπωση ότι η αδυναμία άσκησης μιας ολοκληρωμένης εξωτερικής πολιτικής από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε να κάνει από τη στάση των ίδιων κρατών μελών και κυρίως των ισχυρών, που ήθελαν να κρατήσουν για πάρτη τους τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Και ότι δεν ήθελαν να αφήσουν τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών. Υπήρχαν κι εκείνοι που θεωρούσαν ότι οι Αμερικανοί μέσω του ΝΑΤΟ υπόσκαπταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.

Όντως όλα τα πιο πάνω μπορεί να ήταν αληθή, όπως αληθές ήταν και το γεγονός ότι και η ίδια η ΕΕ δεν επεδίωξε να έχει ρόλο στη διεθνή σκηνή. Ακόμα και οι παρουσίες ανώτατων αξιωματούχων της Ένωσης σε διεθνείς συναντήσεις ήταν περισσότερο εθιμοτυπικές παρά ουσιαστικές. Και παρά τις κινήσεις που είχαν γίνει τα τελευταία χρόνια για να αποκτήσει η ΕΕ μια ισχυρή φωνή σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εντούτοις ακόμα βρίσκεται πολύ μακριά, δείχνει να είναι αδύνατη να προχωρήσει μόνη της χωρίς να υπάρχει χέρι βοήθειας από την Ουάσιγκτον, γι’ αυτό και υπάρχει ο φόβος για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα ένεκα επανεμφάνισης του Ντόναλντ Τραμπ στο διεθνές προσκήνιο.

Χρόνια τώρα φωνάζει η Κύπρος

Αν είναι κάτι που καταγράφεται ως κοινό σημείο αναφοράς όλων των κυπριακών κυβερνήσεων από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 ήταν η υπόδειξη προς τις Βρυξέλλες ότι η ΕΕ πρέπει να έχει ενεργότερη ανάμιξη στην αντιμετώπιση δύσκολων προβλημάτων. Κι επειδή η αναφορά αυτή γινόταν σε συνάρτηση με το Κυπριακό, οι γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες και αλλού το ερμήνευαν ως μια τάχατες προσπάθεια της Λευκωσίας να «φύγει» το θέμα από τα Ηνωμένα Έθνη, κ.λπ.

Η προσέγγιση της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας ήταν πως το Κυπριακό είναι θέμα των Ηνωμένων Εθνών. Ανεξάρτητα του εάν το πρόβλημα αφορούσε ένα κράτος μέλος της ΕΕ, εκείνο το οποίο προσπαθούσε η ίδια η Ένωση ήταν να κρατήσει ένα σοβαρό ζήτημα μακριά από την ίδια, ένεκα της απουσίας μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής.

Κι ενώ η Ένωση είχε τους μηχανισμούς να υλοποιήσει σωρεία αποφάσεων που λαμβάνει, στην περίπτωση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής παρουσιάζει σοβαρά κενά. Ενώ μπορεί να επιβάλει τιμωρητικά μέτρα για πλαστικά πώματα αδυνατεί στο να επιβάλει συμμόρφωση σε αποφάσεις που ίδια έλαβε και άπτονται ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Όπως είναι για παράδειγμα το Κυπριακό.
Έγινε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία για να αρχίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να σκέφτεται διαφορετικά. Κάπου εκεί έγινε αντιληπτό ότι η ίδια δεν μπορεί να μένει απούσα από τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.

Πλην, όμως, φάνηκε στην πορεία ότι η προσέγγιση ήταν μονοθεματική και είχε να κάνει μόνο με την περίπτωση της Ουκρανίας και τη ρωσική επιθετικότητα, καθώς είχε άμεσο αντίκτυπο σε αριθμό κρατών-μελών της ΕΕ τα οποία δεν έχουν ακόμα ξεχάσει την σοβιετική κατοχή στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Σε άλλα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στη Γάζα (που είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα), στη Συρία και στη Λιβύη η ΕΕ μόνο παρούσα δεν ήταν.

Όταν τους είπε η Ουάσιγκτον

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης μιλώντας την Πέμπτη στο συνέδριο του Economist, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία, ανέδειξε τη συμβολή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Λωρίδα της Γάζας. Γνωρίζει, την ίδια ώρα, πολύ καλά πως η ΕΕ «ξύπνησε» πολύ αργά παρά και τις δικές του προσπάθειες και κινήσεις για στηρίξει την κυπριακή πρωτοβουλία.

Πότε μπήκε η VDL στο αεροσκάφος για την Κύπρο για να ενημερωθεί για την πρωτοβουλία «Αμάλθεια»; Όταν προηγουμένως της το υπέδειξε η Ουάσιγκτον, πως εκεί στην Κύπρο υπάρχει μια πρόταση η οποία μπορεί να υλοποιηθεί και μπορεί η ΕΕ να παίξει σημαντικό ρόλο. Γιατί μέχρι τότε η ΕΕ ήταν παντελώς απούσα από τις όποιες προσπάθειες αντιμετώπισης του ανθρωπιστικού προβλήματος που εξελισσόταν στη Γάζα.

Στην ίδια ομιλία του ο Νίκος Χριστοδουλίδης υπέδειξε ότι «η ΕΕ, τώρα περισσότερο από ποτέ, ειδικότερα στην παρούσα συγκυρία καλείται και οφείλει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην περιοχή, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τη στρατηγική της αυτονομία». Υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα πως «το μήνυμα μας στις Βρυξέλλες σε σχέση με την περιοχή είναι σαφές. Η ΕΕ οφείλει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην περιοχή. Δεν μπορεί να αρκείται σε ρόλο παρατηρητή, αν θέλει να πετύχει τη στρατηγική της αυτονομία».

Ο Κωνσταντίνος Κόμπος είναι ίσως ο καταλληλότερος, εκ της θέσεώς του, να καταδείξει τα κενά που συνεχίζουν να υφίσταται στην εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από το ίδιο βήμα και παίρνοντας ουσιαστικά τη σκυτάλη από τον Νίκο Χριστοδουλίδη ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε πως η ΕΕ «είναι δυνητικά ένας τεράστιος παίκτης που αποφάσισε να ενεργήσει ως παρατηρητής» και πρόσθεσε: «Ως ΕΕ αποτύχαμε κατά τη γνώμη μου, γινόμαστε άσχετοι στη συζήτηση. Το μπλοκ παρουσιάζεται κατακερματισμένο και γίνεται σε μεγάλο βαθμό παρατηρητής των εξελίξεων».

Ένα σημείο το οποίο γίνεται αντιληπτό από όλους, εντός και εκτός Βρυξελλών, είναι πως η ΕΕ θα πρέπει πλέον να κοιτάξει να χαράξει τη δική της εξωτερική πολιτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα βρεθεί σε αντίθετα στρατόπεδα και σε σύγκρουση με την Ουάσιγκτον. Αντίθετα ενισχύοντας το δικό της ρόλο στη δική της γειτονιά ενδεχομένως να αναγκάσει και τις ΗΠΑ να έχουν μια διαφορετική προσέγγιση στη λήψη αποφάσεων το τίμημα των οποίων ένεκα εγγύτητας θα πληρώσει η Ευρώπη, ενώ την ίδια ώρα λόγω απόστασης η Αμερική δεν θα έχει κανένα κόστος, ή μπορεί στο τέλος να έχει και κέρδος.
Επανέναρξη της προσπάθειας

Ο ΥΠΕΞ Κόμπος μιλώντας νωρίτερα αυτή την εβδομάδα στο Euronews υπέδειξε πως η προσπάθεια για αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους Παλαιστινίους στη Γάζα συνεχίζεται.

Σύμφωνα με τον Κ. Κόμπο «έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες διευθετήσεις ώστε να υπάρχει επανέναρξη της προσπάθειας μέσω ενός άλλου σημείου κατάληξης της βοήθειας, πάνω στο ίδιο όμως μοντέλο και στη βάση των ίδιων πρωτοκόλλου συνεργασίας. Διότι στην τελική ανάλυση πρέπει κάποιος να δει τους ψυχρούς αριθμούς».

Σημείωσε πως «πάνω από 20.000 τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας έφτασαν στη Γάζα», και απαντώντας στους επικριτές που λένε ότι αυτό δεν είναι αρκετό υπέδειξε πως η εναλλακτική θα ήταν «να είχαμε μείον 20 χιλιάδες τόνους αποστολής».

Η ισχύς έρχεται μέσα από την ένωση δυνάμεων

Λίγο πριν αποχωρήσει από τη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ, ο Ζοζέπ Μπορέλ παραδέχθηκε, ότι η ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική αντιμετωπίζει προβλήματα ένεκα και της αδυναμίας λήψης γρήγορων αποφάσεων. «Στην αρχή της θητείας μου, είπα ότι πρέπει να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα της ισχύος» ανέφερε ο κ. Μπορέλ, προσθέτοντας πως «αυτό ισχύει, σήμερα, ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι πριν από πέντε χρόνια».Όμως, επεσήμανε, «για να χρησιμοποιήσει κανείς τη γλώσσα της ισχύος, για να δείξει ότι έχει δύναμη, πρέπει να είναι ενωμένος». «Πάρα πολλές φορές, δεν ήμασταν ενωμένοι. Πάρα πολλές φορές, οι συζητήσεις έπαιρναν πολύ χρόνο. Δεν μπορείς να παριστάνεις τη γεωπολιτική δύναμη αν χρειάζεσαι ημέρες, εβδομάδες και μήνες για καταλήξεις σε συμφωνία για να δράσεις» τόνισε. Γι’ αυτές τις καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων μερίδιο ευθύνης φέρει και ο ίδιος γιατί δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που δρούσε κατά τον «παραδοσιακό τρόπο», με ιδιαίτερη βραδύτητα. Γιατί είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο η καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων από πλευράς ΕΕ.

Η εκλογή Τραμπ, προσφέρει στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια σημαντική ευκαιρία σύμφωνα με τα όσα είπε ο Ζοζέπ Μπορέλ τη Δευτέρα: «Ο Τραμπ αντιπροσωπεύει μια ευκαιρία για τους Ευρωπαίους. Όχι μόνο για να ξυπνήσουμε, ξυπνήσαμε ήδη πριν από πέντε χρόνια, αλλά για να χρησιμοποιήσουμε τις ικανότητές μας και το σύστημα εργασίας μας για να (έχουμε) καθαρή φωνή στην παγκόσμια σκηνή. Πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην ασφάλεια και την άμυνα. Αυτό είναι κάτι που το επαναλαμβάνω από την αρχή. [Θυμάστε] [όταν είπα,] “Η Ευρώπη βρίσκεται σε κίνδυνο;”, το 2022. Θυμηθείτε [με να λέω], “Η Ευρώπη βρίσκεται σε κίνδυνο” (και να παρουσιάζω) τηΣτρατηγική Πυξίδα. Αυξημένες αμυντικές ικανότητες, παραγωγή πυρομαχικών, ισχυρότερη. Η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει την ασφάλεια και την άμυνά της. Αυτό είναι το έργο του Ύπατου Εκπροσώπου – θέλω να το υπενθυμίσω – Ο Ύπατος Εκπρόσωπος δεν είναι (μόνο) ο επικεφαλής διπλωμάτης, είναι για τη διπλωματία και είναι για την άμυνα. Είναι και για την ασφάλεια και για την άμυνα».