Κάθε Δεκέμβρη, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, πολλοί οργανισμοί και οργανώσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα εξέδιδαν τα γνωστά ημερολόγια με αφορμή το νέο έτος. Ακόμα και στην εποχή που η ηλεκτρονική ατζέντα βρίσκεται στο κινητό τηλέφωνο, το παραδοσιακό τυπωμένο ημερολόγιο αποτελούσε ένα δημοφιλές δώρο για την πρωτοχρονιά. Το 2017 ένα τέτοιο ημερολόγιο έγινε αφορμή για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Η συντεχνία των Τουρκοκύπριων δασκάλων αποφάσισε να δωρίσει ένα ημερολόγιο στις σελίδες του οποίου παρουσιάστηκε μια εναλλακτική προς την κυρίαρχη ιστοριογραφία της Κύπρου. Σε συγκεκριμένες ημερομηνίες η συντεχνία πρόσθεσε επετείους που συνήθως βρίσκονται στο περιθώριο της κυρίαρχης αντίληψης – όπως οι πολιτικές δολοφονίες Αριστερών – ενώ σε άλλες ημερομηνίες έδωσε ένα διαφορετικό πλαίσιο ερμηνείας των γεγονότων. Ένα από αυτά ήταν και η ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ». Στη σελίδα της 15ης Νοεμβρίου 2017 καταγράφεται το εξής: «Σε συμφωνία με τους στρατηγούς του πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου στη Τουρκία, ο Ντενκτάς έκανε μια κίνηση που έθεσε σε κίνδυνο την κοινοτική μας ύπαρξη και κατέστρεψε όλες τις διεθνείς μας σχέσεις. Ανακηρύχθηκε η ΤΔΒΚ».
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι βασικοί εκπρόσωποι της τουρκοκυπριακής Δεξιάς αντέδρασαν σφοδρά στη συγκεκριμένη αναφορά των δασκάλων. Για αυτούς τους κύκλους η ανακήρυξη χωριστού κράτους στην Κύπρο ήταν μια πράξη που έρχεται από το παρελθόν ως μια ιστορική δικαίωση του πολιτικού προγράμματος της διχοτόμησης (Taksim). Η όποια επίκριση της, ή η περιγραφή της σαν απειλή ενάντια στην ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων καταδικάζεται ως προδοσία. Όμως παρά τις προσπάθειες δαιμονοποίησης της εναλλακτικής ερμηνείας των δασκάλων για το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, η οντότητα που ονομάστηκε «ΤΔΒΚ» ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει την κοινωνική στήριξη που ανέμενε ή που διεκδικούσε η ιδρυτική της ελίτ. Οι φωνές επίκρισης του τρόπου λειτουργίας της, οι φωνές ενάντια στη σχέση που δημιούργησε αυτή η δομή μεταξύ της κοινότητας και της Τουρκίας, κάποτε σιωπηλές και κάποτε δυνατές, ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν. Ένας από τους βασικούς λόγους είναι τα δομικά χαρακτηριστικά της «ΤΔΒΚ». Δηλαδή αυτά που φέρει ως ιδρυτικά της στοιχεία και που εξαναγκάζουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα να ζει μονίμως στην προσωρινότητα του μεσοδιαστήματος. Επομένως οι κριτικές προσεγγίσεις είναι αποτέλεσμα της βιωμένης εμπειρίας και η βιωμένη εμπειρία δε μπορεί να περιθωριοποιηθεί εύκολα από τα κυρίαρχα ιδεολογικά σχήματα.
>Το δίλημμα του εδαφικού χώρου
Η οντότητα της «ΤΔΒΚ», όπως και του «ομόσπονδου κράτους» που προηγήθηκε το 1975, δημιουργήθηκε «από το τίποτα». Δηλαδή προέκυψε σε ένα πολιτικό χώρο που δεν υπήρχε πριν από το 1974 ως τέτοιος. Η εδαφική υπόσταση της χωριστής κρατικής οικοδόμησης στη Κύπρο ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής εισβολής, μορφών εθνοκάθαρσης, εκτοπισμού από και προς τα βόρεια εδάφη, αλλά και μορφών επανεγκατάστασης του χώρου. Την ίδια στιγμή η διαδικασία της κρατικής οικοδόμησης δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο τουρκοκυπριακής βούλησης. Ο ρόλος της Άγκυρας τόσο στο επίπεδο της στρατηγικής απόφασης, όσο και στο επίπεδο της δημιουργίας της «ΤΔΒΚ» με όλες τις υλικές της διαστάσεις, ήταν καθοριστικός. Επομένως η συγκεκριμένη οντότητα έφερε από την πρώτη στιγμή ιδιότητες ενός αποικιακού σχηματισμού όπου το μητροπολιτικό κέντρο μεταφέρει τον εαυτό του στο ξένο έδαφος και με τη συνεργασία τοπικών δρώντων επιδιώκει ένα συνολικό μετασχηματισμό.

Σε αυτό το πλαίσιο η ιδέα για τη δημιουργία δεύτερου κράτους στο νησί, τουλάχιστον στη περίοδο μετά την εισβολή, δεν εμφανίστηκε το 1983. Το 1976 αμέσως μετά την πρώτη εκλογική επικράτηση του Ντενκτάς και του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, η «κυβέρνηση» παρουσίασε το πρόγραμμα της υπογραμμίζοντας ότι «διατηρούμε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μας σε κάθε περίπτωση». Όμως η πορεία που ξεκίνησε το 1976 δεν ήταν καθόλου ομαλή. Δύο χρόνια μετά τις πρώτες εκλογές η Τουρκοκυπριακή κοινότητα βίωνε την οικονομική αποσταθεροποίηση και τα πρώτα μεγάλα κύματα απεργιών. Το νεοσύστατο δίκτυο πελατειακών σχέσεων με επίκεντρο το διαμοιρασμό ελληνοκυπριακών περιουσιών δημιούργησε από τη μια τα στρώματα κοινωνικής στήριξης του νέου καθεστώτος, αλλά από την άλλη και πολλούς αντίπαλους που κυρίως λόγω των πολιτικών τους απόψεων βρέθηκαν στο περιθώριο. Παράλληλα, το πρώτο κύμα μεταφοράς πληθυσμού δημιούργησε πολλαπλά σοκ, τόσο στους Τουρκοκύπριους, όσο και στους έποικους. Δεν ήταν μόνο οι ανταγωνισμοί που γεννήθηκαν εξαιτίας της παραχώρησης ελληνοκυπριακών ακινήτων στους έποικους, αλλά και η πλήρης συνειδητοποίηση των πολιτισμικών αποστάσεων, του διαφορετικού τρόπου ζωής και νοοτροπιών που έφταναν στο νησί και ενίσχυαν την αρχική υποψία ότι η υπόθεση της «σωτηρίας» τελικά σήμαινε πολιτιστική και οικονομική προσάρτηση.
Όλα αυτά οδήγησαν στη πολιτική τομή του 1981. Μόλις εφτά χρόνια μετά την εισβολή, το καθεστώς πραγμάτων που οικοδομήθηκε φανέρωσε τα πρώτα μεγάλα ρήγματα. Στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση μετά τον πόλεμο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ενισχύθηκαν σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαν να απομακρύνουν το Κόμμα Εθνικής Ενότητας από την εξουσία. Αυτή η προοπτική ήταν και η αφορμή για την πρώτη ανοιχτή πραξικοπηματικού τύπου παρέμβαση της Άγκυρας. Ο τότε ΥΠΕΞ, Ιλτέρ Τουρκμέν, έφτασε στα κατεχόμενα μεταφέροντας το εξής τελεσίγραφο: Εφόσον το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα είναι εναντίον του ΝΑΤΟ, η Άγκυρα δε θα αποδεχτεί την παρουσία του στην «κυβέρνηση». Ήταν μια περίοδος που οι πολιτικές τάσεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα βρέθηκαν στην εντελώς αντίθετη πορεία από αυτές που επικράτησαν στην Τουρκία. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1980, η Τουρκία βρισκόταν υπό το χουντικό καθεστώς Εβρέν. Είχαν προηγηθεί οι συνασπισμοί των κυβερνήσεων Εθνικιστικού Μετώπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ο συνδυασμός των αλλαγών του πραξικοπήματος και των ευρύτερων ιδεολογικών μετατοπίσεων προς την ακροδεξιά στην Τουρκία, ήταν στοιχεία που βοήθησαν τον Ντενκτάς να ξεπεράσει έστω και τεχνητά το εμπόδιο της ενισχυόμενης τουρκοκυπριακής Αριστεράς. Η χούντα Εβρέν υιοθετούσε σε μεγάλο βαθμό την προοπτική εμβάθυνσης της διχοτόμησης στη Κύπρο, εξέλιξη που δημιούργησε νέα πεδία κινήσεων για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη.
Ο Νοέμβριος του 1983 αποδείχτηκε «χρυσή ευκαιρία». Η χούντα στην Άγκυρα παρέδιδε την εξουσία στους πολιτικούς, ενώ ο νέος πρωθυπουργός Οζάλ ακόμα δεν είχε αναλάβει τα καθήκοντα του. Το πολιτικό κενό δε διέφυγε της προσοχής του τότε Τουρκοκύπριου ηγέτη. Όπως ο ίδιος ο Ντεκτάς περιέγραψε μετά από χρόνια, η απόφαση για την ανακήρυξη ανεξαρτησίας στη συγκεκριμένη συγκυρία δεν ήταν τυχαία: «Η κυβέρνηση [της Τουρκίας] που φεύγει δεν μπορεί να μας πιέσει και αυτή που έρχεται θα βρει ενώπιον της τετελεσμένα».

>Μια πολιτική ντε φάκτο, μια ζωή στο μεσοδιάστημα
Τα τετελεσμένα που δημιούργησε η συνεργασία Ντενκτάς – χούντας φυσικά δεν απευθύνθηκαν μόνο προς τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας. Με την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» και την καταδίκη της από τον ΟΗΕ, δημιουργήθηκαν ευρύτερα τετελεσμένα στο Κυπριακό, αλλά και στην καθημερινή ζωή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Είναι άλλωστε αυτό ακριβώς το σημείο που επανάφερε το εναλλακτικό ημερολόγιο των οργανωμένων δασκάλων. Η «ΤΔΒΚ» τελικά περιθωριοποίησε την κοινότητα από το διεθνές δίκαιο και παράλληλη εξέθρεψε κινδύνους ενάντια στην ιδιότητα της ως δρώντα της κυπριακής ιστορίας αφού πολλαπλασίασε τον εναγκαλισμό από την Άγκυρα.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν η μεγάλη αντίφαση της «ΤΔΒΚ» επικεντρώθηκε στην εξής δυναμική: Από τη μια πλευρά είναι μια οντότητα που μοιάζει και λειτουργεί ως κράτος. Διαθέτει ξεκάθαρα εδαφικά όρια, έχει ένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα. Δημιούργησε μια ολοκληρωμένη γραφειοκρατία, εκδίδει ταυτότητες, διαβατήρια, μισθολόγιο και συντάξεις. Φτιάχνει υποδομές κοινής ωφέλειας. Επιβιώνει ως μια οντότητα στην οποία οι Τουρκοκύπριοι συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία, απευθύνονται στα δικαστήρια της, μορφώνουν τα παιδιά τους στα σχολεία της και εφαρμόζουν τους νόμους της. Όμως όλα αυτά γίνονται έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η συγκεκριμένη οντότητα δεν έγινε ποτέ κράτος, αλλά παρέμεινε «κράτος». Δηλαδή μια οντότητα που υλικά υπάρχει, που είναι εσωτερικά ολοκληρωμένη, αλλά που το διεθνές περιβάλλον ποτέ δεν την έχει αποδεχτεί. Δεν είναι μια ψεύτικη κατάσταση πραγμάτων. Πρόκειται για ένα «γεγονός» που ωστόσο παραμένει στο μεσοδιάστημα που υπάρχει μεταξύ του αληθινού και του πραγματοποιήσιμου.
Είναι ακριβώς αυτό το μεσοδιάστημα που πολλές φορές θέτει την κοινωνική και οικονομική ζωή της κοινότητας σε μια μόνιμη «αναμονή». Το ντε φάκτο κράτος, όπως και η δομή που ιδρύθηκε το 1975, εμφανίστηκαν υπό την προϋπόθεση της επίλυσης του Κυπριακού. Ακόμα και στην ιδρυτική διακήρυξη της «ΤΔΒΚ» καταγράφεται ότι αυτή υποτίθεται ότι δεν αποτελεί εμπόδιο στην μελλοντική κυπριακή ομοσπονδία. Συνεπώς από τη γέννηση της, η «ΤΔΒΚ» υπογραμμίζει ότι η ζωή της κοινότητας δε μπορεί να ομαλοποιηθεί εάν δεν μετατραπεί αυτή η δομή σε «κάτι άλλο». Επομένως, η παρατήρηση των οργανωμένων δασκάλων ότι η πράξη του Ντενκτάς έθεσε σε κίνδυνο την κοινοτική ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, αποτελεί τη σύντομη περιγραφή της εξέλιξης των τελευταίων 41 χρόνων.
Σύμφωνα με τους υποστηριχτές της, η «ΤΔΒΚ» δημιουργήθηκε για να δώσει κρατική υπόσταση σε μια κοινότητα που ένιωθε περιθωριοποιημένη. Δημιουργήθηκε για να δώσει κρατική ταυτότητα σε μια κοινότητα που απειλήθηκε με εξαφάνιση. Τελικά όμως, ο τρόπος λειτουργίας της, η μονοδρομική σχέση που δημιούργησε με την Τουρκία εξαιτίας της διεθνούς απομόνωσης της, περιθωριοποίησαν ακόμα περισσότερο την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Εάν ο Ντενκτάς και η χούντα του Εβρέν πέτυχαν στη δημιουργία μιας όντως πραγματικής δομής που να εμπεδώνει τη διαίρεση, απέτυχαν παταγωδώς στο να ενισχύσουν την πολιτική δομή της ίδιας της κοινότητας. Μετά από τέσσερις δεκαετίες λειτουργίας της η «ΤΔΒΚ» σήμερα «φαίνεται» όσο ποτέ προηγουμένως. Ο μετασχηματισμός του αστικού περιβάλλοντος, οι νέες τεράστιες υποδομές, η θεμελίωση της γραφειοκρατίας, έδωσαν ορατότητα στην παράνομη οντότητα. Η αντίφαση ωστόσο είναι κεντρική: όσο περισσότερο «φαίνεται» η δομή, τόσο περισσότερο εξαφανίζονται οι άνθρωποι. Αυτό συμβαίνει επειδή χωρίς την επίλυση του Κυπριακού, η αποικιοκρατικού τύπου σχέση με την Τουρκία αποκτά ολοένα και περισσότερες πτυχές. Καθόλου τυχαία σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες γνώμης που έγιναν τα τελευταία δύο χρόνια, το πρώτο ποιοτικό χαρακτηριστικό που υπογραμμίζεται είναι η αβεβαιότητα που νιώθει ένα τεράστιο κομμάτι της κοινωνίας. Η αβεβαιότητα λοιπόν ως το κεντρικό κοινωνικό χαρακτηριστικό μπορεί να δημιουργήσει θετικές ρήξεις. Ωστόσο μπορεί να αποδειχτεί θετική δυναμική μόνο εάν στον ορίζοντα φανεί διακριτή μια ολοκληρωμένη και εφικτή η προοπτική άρσης της. Δηλαδή μια ουσιαστική πιθανότητα επίλυσης του Κυπριακού, η οποία ταυτόχρονα σημαίνει και την επανένταξη της κοινότητας στη διεθνή νομιμότητα.
*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου