Μια από τις μεγαλύτερες θεσμικές κρίσεις που απασχόλησαν τον τόπο κορυφώνεται σήμερα με την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου που συνέρχεται ως Συμβούλιο, με την οποία θα κριθεί η παραμονή ή όχι του Γενικού Ελεγκτή στη θέση του.

Σήμερα με την ετυμηγορία του Δικαστηρίου, ουσιαστικά κλείνει ο δικαστικός κύκλος της υπόθεσης και θεωρείται κάτι περισσότερο από σίγουρο ότι θα ανοίξει η πολιτική και όχι μόνο πτυχή της υπόθεσης. Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά και ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει το που θα γύρει η ζυγαριά της δικαιοσύνης. Αυτό που είναι αναμενόμενο είναι οι παρενέργειες από την όποια απόφαση, αφού είτε γίνει δεκτή η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα είτε απορριφθεί, θεωρείται βέβαιο ότι τα πράγματα δεν θα λήξουν σήμερα.

Είναι γι’ αυτό που νομικοί κύκλοι τόνιζαν ότι έχει ιδιαίτερη σημασία το σκεπτικό και κυρίως το λεκτικό της απόφασης των οκτώ δικαστών (ένας εξαιρέθηκε), στην περίπτωση που αυτή είναι ομόφωνη. Όσοι ασχολούνται με τα δικαστήρια, γνωρίζουν να διαβάζουν πίσω από τις γραμμές, οπόταν και εδώ θα έχουμε διαφορετικές αναγνώσεις. Στις 9.30 το πρωί, το βάρος για ξεκαθάρισμα της κρίσης των θεσμών, όπως αναφέρεται η κόντρα μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και Γενικού Ελεγκτή, πέφτει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο συστάθηκε μόλις την 1/7/2023. Πρόκειται, όπως εκτιμάται, για μια δύσκολη απόφαση από κάθε άποψη με παρενέργειες που ουδείς μπορεί να προβλέψει. Μόνο εικασίες και σενάρια μπορεί να γίνουν στο όριο του επιτρεπτού, ώστε να μην θεωρηθούν παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης.

Οι δικαστές είτε ομόφωνα είτε κατά πλειοψηφία, θα αποφασίσουν κατά πόσον ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης παραμένει στη θέση του ή με βάση τα όσα κατατέθηκαν ενώπιον τους, έχει επιδείξει τέτοια συμπεριφορά με τις ενέργειες και τα λεγόμενά του, που να συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά. Οι δύο πλευρές της διαδικασίας ομολογουμένως είχαν καταβάλει το άπαν των δυνάμεών τους για να καταδείξουν τις δικές τους θέσεις. Θέσεις που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες, με την κάθε πλευρά να ερμηνεύει κατά το δοκούν τα τεκταινόμενα που «βάρυναν» ή δεν «βάρυναν» τον καθ’ ου η αίτηση Οδυσσέα Μιχαηλίδη.

Το Συμβούλιο λοιπόν καλείται ν’ αποφασίσει αν τα χιλιάδες έγγραφα που κατατέθηκαν εκατέρωθεν, τεκμηριώνουν τη θέση ότι όντως οι πράξεις, ενέργειες ή και δηλώσεις του κ. Μιχαηλίδη ή της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που αφορούσαν κυρίως τον Γενικό και Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, συνιστούν «ανάρμοστη συμπεριφορά» υπό την ευρεία έννοια του όρου, ή αν ενεργούσε στο πλαίσιο των καθηκόντων του ως ανεξάρτητος αξιωματούχος με ευθύνες ελέγχου όλης της κρατικής μηχανής.

Οι δικαστές έχουν ενώπιον τους δύο επιλογές: Είτε θα βρουν αιτιολογημένη την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα και θα παύσουν τον κ. Μιχαηλίδη, είτε θα απορρίψουν την αίτηση οπόταν και ο καθ’ ου η αίτηση θα συνεχίσει στα καθήκοντά του. Εάν το Συμβούλιο βρει δικαιολογημένο το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα και κρίνει πως ο Γενικός Ελεγκτής επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά, τότε η απόφαση είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θα πρέπει άμεσα να προχωρήσει στην παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, έστω και αν ο ίδιος είχε διαφωνήσει με την εξέλιξη των πραγμάτων και να φτάσουν στα δικαστήρια.

Εάν όμως το Συμβούλιο αποφανθεί πως από τα όσα κατατέθηκαν ενώπιον του δεν δικαιολογείται η παύση του, η υπόθεση δικαστικώς τελειώνει εδώ. Δεν μπορεί να γίνει άλλη διαδικασία εντός της κυπριακής επικράτειας. Η απόφαση δεν χωρεί σε έφεση, οπόταν στην Κύπρο το ζήτημα κλείνει. Αυτό που προκρίνεται πάντως είναι πως όποια κι’ αν είναι η κρίση του Συμβουλίου, τα πράγματα θα έχουν άμεσες και καταλυτικές παρενέργειες.

Νομικοί κύκλοι με τους οποίους συνομιλήσαμε, μας ανέφεραν ότι αν αποφασιστεί η παύση του κ. Μιχαηλίδη, τότε αναμένεται να ξεσπάσουν αντιδράσεις από πλευράς πολιτών, κυρίως της Ομάδας Στήριξης του και προσώπων που κρίνουν ότι επιτελεί τα καθήκοντά του στο έπακρον.

Στην αντίπερα όχθη, αν η απόφαση είναι η απόρριψη της αίτησης τότε αναμενόμενο είναι πως δεν μπορεί να λήξει το θέμα ως εκεί. Μπορεί στις δικαστικές αίθουσες να πέσει η αυλαία, αλλά τίποτε δεν προδιαγράφει πως οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας θα βγουν αλώβητοι από αυτή την διαδικασία που κίνησαν οι ίδιοι. 

Θα πρέπει ωστόσο όλοι με ψυχραιμία να αναλύσουν την απόφαση, να μελετήσουν τις παρενέργειες της χωρίς ακρότητες και ο καθένας ν’ αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν.

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες οι θέσεις των δύο πλευρών

Στη διαδικασία της ακρόασης της αίτησης, όλο το βάρος επωμίστηκαν οι δύο πρωταγωνιστές, Γιώργος Σαββίδης και Οδυσσέας Μιχαηλίδης, παρόλο που είχε κληθεί και καταθέσει εκπρόσωπος του INTOSAI, ο οποίος αναφέρθηκε στην ανεξαρτησία που θα πρέπει να έχουν οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες.

Σύμφωνα με τα όσα εκτυλίχθηκαν στη διαδικασία, η ρήξη στις σχέσεις των δύο θεσμών άρχισε με τα χρυσά διαβατήρια, εξελίχθηκε με διαφωνίες ως προς τους ελέγχους που ήθελε να διαγάγει ο κ. Μιχαηλίδης σε υπουργεία και υπηρεσίες και κορυφώθηκε με τις καταγγελίες που διαβίβασε ο Γενικός Ελεγκτής στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, που αφορούσαν τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και τον αξιωματικό Μιχάλη Κατσουνωτό.

Η γραμμή που τήρησε η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν πως ο Γενικός Ελεγκτής με τη συμπεριφορά του, τις ενέργειες και τις δηλώσεις, επιστολές και αναρτήσεις του, ξεπέρασε τις γραμμές, ενώ άφηνε σαφείς υπόνοιες πως οι Σαββίδης και Αγγελίδης συγκαλύπτουν ποινικά αδικήματα και είναι διεφθαρμένοι. Ένα από τα επιχειρήματα των νομικών της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν ο παραλληλισμός της υπόθεσης, με αυτήν του Ρίκκου Ερωτοκρίτου, ο οποίος είχε αφήσει μόνο σε δύο φορές σαφή υπονοούμενα ότι ο τότε Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης ήταν διεφθαρμένος, ενώ στη συγκεκριμένη υπόθεση, οι φορές που ο Γενικός Ελεγκτής υπονόησε ποινικά αδικήματα για τον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα ήταν πολλές».

Η υπερασπιστική γραμμή των νομικών συμβούλων του Γενικού Ελεγκτή, ήταν πως το όλο ζήτημα δεν ήταν θεσμικό αλλά προσωπικό, γι’ αυτό και ο κ. Μιχαηλίδης καταθέτοντας έκανε αρκετές φορές λόγο για μένος αλλά και αντίποινα, λόγω της καταγγελίας που διαβίβασε στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, παραπέμποντας το Συμβούλιο στις δηλώσεις του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, που όπως είπε, τον είχαν απειλήσει σε περίπτωση που δεν στοιχειοθετηθούν ποινικά αδικήματα. Ο κ. Μιχαηλίδης ξεκαθάρισε αρκετές φορές πως ο κ. Σαββίδης δεν είναι διεφθαρμένος, ενώ απέδωσε το ζήτημα στο διττό ρόλο του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος από τη μια δίνει γνωματεύσεις σε κρατικές υπηρεσίες εμποδίζοντας ελέγχους της Ελεγκτικής και από την άλλη αποφάσιζε μετά τα ευρήματα του, να μην προχωρεί σε διώξεις όσων του υποδείκνυε ότι ενδεχόμενα να παρανομούσαν.