Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από την Μεταπολίτευση. Ήταν ξημερώματα της 24ης Ιουλίου του 1974, όταν το προεδρικό αεροσκάφος της Γαλλίας προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γινόταν δεκτός από χιλιάδες κόσμου. Λίγες ώρες μετά η χώρα αποκτούσε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και ξεκινούσε μια νέα περίοδος πολιτικών θεσμικών, πολιτισμικών και κοινωνικών μεταβάσεων.

Ήταν μια περίοδος έντονων ζυμώσεων και αλλαγών, ανέφερε στη συνέντευξή του στον Φιλελεύθερο ο Κωστής Κορνέτης επίκουρος καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και συγγραφέας του βιβλίου «Τα παιδιά της δικτατορίας» (εκδόσεις Πόλις). «Η ελληνική δημοκρατία επωφελήθηκε πολύ από τις βαθιές τομές που επέφερε η Μεταπολίτευση, που έθεσε τέλος για παράδειγμα στο ζήτημα των πολιτικών διακρίσεων και στους πολίτες δυο ταχυτήτων», επεσήμανε.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει πάντως το γεγονός πως αρκετοί βλέπουν την περίοδο της χούντας με μια δόση νοσταλγίας, κάτι στο οποίο έχουν συμβάλει σε αυτό και τηλεοπτικές σειρές. Ήταν καιρός ανέφερε ο Κωστής Κορνέτης να προσεγγίσουμε εκείνη την εποχή μέσα από μια προσωπική ή και οικογενειακή σκοπιά, Το γεγονός αυτό έδωσε αφορμή για την καθημερινή ζωή σε ένα δικτατορικό καθεστώς, αλλά και την αντίσταση μέσα από μικρές καθημερινές πράξεις και μικροελευθερίες.

Ωστόσο, η χούντα δεν παύει να είναι ένα τραυματικό γεγονός τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Κύπρο. Υπήρξε αντίσταση τόσο στη χούντα του Γεωργίου Παπαδόλου, όσο και του Δημήτρη Ιωαννίδη, ανέφερε ο Έλληνας ιστορικός. Δεν ήταν, όμως κάτι μαζικό ούτε κάτι που ξεκίνησε από την πρώτη μέρα. «Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ήταν σαστισμένο και σε κατάσταση παράλυσης, ένα άλλο βρέθηκε ακαριαία σε φυλακές και ξερονήσια, και μια μεγάλη μάζα κυρίως εκτός αστικών κέντρων ανέχθηκε και εν μέρει υποστήριξε τη δικτατορία γιατί επωφελήθηκε από τις παροχές λαϊκιστικού τύπου της τελευταίας», τόνισε.

Βέβαια, ο επίλογος του δράματος γράφτηκε στην Κύπρο με την τουρκική εισβολή και κατοχή. Για τον Κωστή Κορνέτη ήταν τα γεγονότα στο νησί μας και όχι το Πολυτέχνειο που έριξαν τη χούντα. «Ο μύθος όμως πως το Πολυτεχνείο ήταν αυτό που έριξε τη χούντα συνδέεται με την ανάγκη ταύτισης με ένα ηρωϊκό αφήγημα μετά την 24η Ιουλίου 1974. Αντί για ενδοσκόπηση και αναστοχασμό, προτάθηκε το μύθευμα της καθολικής αντίστασης του ελληνικού λαού, που ήταν αρκετά βολικό για να βάλει κάτι από το χαλί θέματα όπως η ανοχή για το καθεστώς», ανέφερε.

-50 χρόνια Μεταπολίτευση. Κατάφερε, πιστεύετε, να ενηλικιωθεί με την έννοια να ωριμάσει η ελληνική δημοκρατία;

-Πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό ναι. Είναι η ωριμότερη περίοδος ομαλού κοινοβουλευτικού βίου στην ελληνική ιστορία που χαρακτηρίζεται από πολιτική σταθερότητα, ενώ απουσιάζουν πλήρως οι παρεκτροπές, οι στρατιωτικές παρεμβάσεις, η νοθεία, και οι πολιτικές διακρίσεις. Το Σύνταγμα του 1975 με τις αναθεωρήσεις του είναι η θεσμική μήτρα όλων των παραπάνω, η υπεράσπιση του οποίου ακόμα και τώρα «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», σύμφωνα με το περίφημο ακροτελεύτιο άρθρο του. Η ελληνική δημοκρατία επωφελήθηκε πολύ από τις βαθιές τομές που επέφερε η Μεταπολίτευση, που έθεσε τέλος για παράδειγμα στο ζήτημα των πολιτικών διακρίσεων και στους πολίτες δυο ταχυτήτων. Έκτοτε η δημοκρατία άντεξε στις αναταράξεις και τις προκλήσεις ακραίου τύπου, όπως η πρόσφατη οικονομική κρίση που τη συντάραξε συθέμελα, χωρίς όμως τελικά να την αποδυναμώσει. Ακόμα και φαινόμενα όπως η Χρυσή Αυγή, που απέκτησε μια μεγάλη δυναμική ακριβώς λόγω της ακραίας οικονομικής και κοινωνικής συνθήκης μετά το 2009, αποδείχτηκαν εφήμερα. Η αποφασιστική αντιμετώπισή της από την συντεταγμένη ελληνική πολιτεία – παρά τις όποιες ολιγωρίες και καθυστερήσεις – αποδεικνύει εν πολλοίς και την ωριμότητα της τελευταίας.

-Ποια χαρακτηριστικά απέκτησε το ελληνικό κράτος από το 1974 και μετά; Και ποιες είναι οι παθογένειές του;

-Το ελληνικό κράτος επωφελήθηκε από σειρά μεταρρυθμίσεων από το 1974 μετά – όπως η θέσπιση του ΕΣΥ, του ΑΣΕΠ ή της Διαύγειας, καθώς και από την επαφή του με τις κοινοτικές οδηγίες μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ, αλλά παρέμεινε αργό και δυσλειτουργικό και με έντονα προβλήματα έλλειψης διαφάνειας. Στις σαφείς παθογένειες του ελληνικού κράτους ανήκουν η αργή απόδοση δικαιοσύνης και ενίοτε η ελλιπής διάκριση των εξουσιών, με ζητήματα διαπλοκής να ταλανίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες. Επίσης ο κρατικός μηχανισμός διέπεται ακόμη από προβληματικές νοοτροπίες και πρακτικές (διαφθορά, πελατειακές λογικές) που δεν έχουν εξαλειφθεί.

-Σήμερα αρκετοί βλέπουν την εποχή της χούντας με ένα νοσταλγικό φακό με τηλεοπτικές σειρές και τραγούδια που δίνουν έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις και στην κοινωνία. Πόσο σχετική είναι αυτή η εικόνα με την πραγματικότητα;

-Ήταν καιρός να προσεγγίσουμε το βίωμα, από τη χαμηλή, προσωπική ή οικογενειακή σκοπιά, και όχι μόνο μέσα από τα μεγάλα και θαυμαστά που έγιναν εκείνη την εποχή. Από την άλλη το να ονομάσουμε εκείνη την περίοδο «τα καλύτερα μας χρόνια» είναι κάπως παρακινδυνευμένο. Όμως είναι μια τάση που είδαμε και στην Ισπανία (που γεννήθηκε το κονσεπτ της εν λόγω σειράς) και στην Πορτογαλία, αλλά και στη Λατινική Αμερική, που έδωσε ώθηση στην συζήτηση για την καθημερινή ζωή σε τέτοια καθεστώτα, την ανοχή, αλλά και την αντίσταση μέσα από μικρές καθημερινές πράξεις και μικροελευθερίες.

-Και σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης γιατί έχει τόση πέραση η νοσταλγική θεώρηση του παρελθόντος; Συνδέεται και με ποιο τρόπο αυτή η νοσταλγική θεώρηση με την άνοδο που βλέπουμε να καταγράφει η ακροδεξιά;

-Δεν θεωρώ πως τα δυο συνδέονται. Η νοσταλγία δεν είναι ούτε για το «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών» της χούντας και τις κιτς παράτες της, ούτε για τη φτηνή πατριδοκαπηλία της, ούτε για τη βία του καθεστώτος, το ΕΑΤ-ΕΣΑ και τα βασανιστήρια. Η νοσταλγία αφορά το αισθητικό επίπεδο – τις καμπάνες, τα ζιβάγκο, τα μίνι, τις βέσπες εποχής, τις ταπετσαρίες, τα πικάπ και όλα τα υπόλοιπα καθημερινά αξεσουάρ. Καθώς και τα μακριά μαλλιά, τα γένια, τα ταγάρια, τα χαϊμαλιά. Όλα αυτά φαντάζουν εξωτικά και αθώα – είναι μια αισθητικοποίηση των 60ς και 70ς και της μνήμης τους, που επιτελέστηκε σε πολλά διαφορετικά μέρη τα τελευταία χρόνια. Θα έλεγα πως αντιθέτως η σημερινή ακροδεξιά δεν έχει ως σημείο αναφοράς της τον Παπαδόπουλο, τον Παττακό ή τον Ιωαννίδη. Σίγουρα όμως έχει ως κοινό παρονομαστή το μίσος για το Πολυτεχνείο, ως υποτιθέμενο «ένοχο» για το Κυπριακό.

-Υπήρξε αντίσταση στη χούντα των συνταγματαρχών; Ποια στάση κράτησε απέναντι στη χούντα η πλειονότητα των Ελλήνων;

-Σαφώς και υπήρξε αντίσταση, ποικιλότροπη. Από την λεγόμενη «δυναμική αντίσταση» των πρώτων χρόνων, μέσα από παράνομες οργανώσεις όπως το ΠΑΜ, η Δημοκρατική Άμυνα, και το ΠΑΚ, πολιτισμική αντίσταση μέσα από την έκρηξη των εκδόσεων που ειδικεύονταν στο πολιτικό βιβλίο, αλλά και την άνθιση του πολιτικού κινηματογράφου και θεάτρου. Και από το 1972 και μετά έχουμε την ανάδυση του φοιτητικού κινήματος που έρχεται και σε μετωπική σύγκρουση με το καθεστώς, μαζί με ένα κομμάτι του ναυτικού που καταδεικνύει και τα ρήγματα μέσα στο ίδιο το στράτευμα. Όλα τα παραπάνω συνεπικουρούνταν και από το αντιδικτατορικό κίνημα στο εξωτερικό. Όμως σαφώς αυτά δεν ήταν πλειοψηφικά. Η αντίσταση ούτε ξεκίνησε την πρώτη μέρα, ούτε και ήταν καθολική. Ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ήταν σαστισμένο και σε κατάσταση παράλυσης, ένα άλλο βρέθηκε ακαριαία σε φυλακές και ξερονήσια, και μια μεγάλη μάζα κυρίως εκτός αστικών κέντρων ανέχθηκε και εν μερει υποστήριξε τη δικτατορία γιατί επωφελήθηκε από τις παροχές λαϊκιστικού τύπου της τελευταίας. Ειδικά το ζήτημα της καθημερινότητας στην επαρχεία και της στήριξης στον Παπαδόπουλο είναι ένα μεγάλο ταμπού και από τα ερευνητικά ζητούμενα των επόμενων χρόνων. Τέλος θα έλεγα πως ένα κομμάτι της κοινωνίας αδιαφόρησε, ειδικά τα πρώτα χρόνια, κοιτώντας «τη δουλειά του». Υπάρχει μια σαφής ριζοσπαστικοποιηση από το 1972 και μετά.

-Οι σχέσεις που είχε η χούντα του Παπαδόπουλου αλλά κυρίως του Ιωαννίδη με την ΕΟΚΑ Β ήταν γνωστές εκείνη την εποχή στον ελληνικό λαό; Γινόταν αντιληπτός στην ευρύτερη κοινωνία ο σκοτεινός ρόλος των χουντικών σε σχέση με την Κύπρο;

-Δεν νομίζω πως αυτά ήταν ευρέως γνωστά. Η κριτική που γινόταν εκείνη την εποχή όμως αφορούσε κυρίως την ανάκληση της μεραρχίας από το Γεώργιο Παπαδόπουλο, που εξαρχής θεωρήθηκε από πολύ κόσμο βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα. Υπήρχε δε μεγάλη αμφισημία για το Γεώργιο Γρίβα, που από τη μια θεωρούνταν ήρωας του αντιαποικιακού αγώνα, αλλά από την άλλη ήταν σαφές πως υπονόμευε ευθέως τον Μακάριο. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η ανατροπή του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή για να πληροφορηθεί ο πολύς κόσμος για αυτές τις υπόγειες (ή υπέργειες) διασυνδέσεις ανάμεσα στη χούντα και τον σκοτεινό ρόλο της ΕΟΚΑ Β.

Πολύπλοκη η σχέση με ΗΠΑ

-Ποια η σχέση της ηγεσίας της χούντας με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ;

Η σχέση είναι πολυδαίδαλη και περίπλοκη, αλλά εμφανής. Ο Αλεξης Παπαχελας σε δυο αριστοτεχνικά βιβλία καλύπτει και την περίοδο ως το 67, αναδεικνύοντας τις διασυνδέσεις του Γεώργιου Παπαδόπουλου με Ελληνοαμερικανούς πράκτορες της CIA, όπως ο Τζον Φατσέας ήδη από τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Σαφώς αυτές οι σχέσεις και επαφές εντείνονται από το 1967 και μετά, με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να λειτουργούν σχεδόν ηγεμονικά στο εσωτερικό της αμερικανικής πρεσβείας της Αθήνας. Επίσης έλαβε χώρα και μια ιδιότυπη διαπάλη ανάμεσα σε αυτές και το State Department για τον έλεγχο της αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα. Την τελευταία περίοδο της δικτατορίας πράκτορες όπως ο περίφημος Γκας Αβρακώτος λειτούργησαν με δική τους, σχεδόν προσωπική ατζέντα – αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «loose canon» – αλλά με ξεκάθαρη επιρροή στις αποφάσεις των συνταγματαρχών. Ειδικά ο Δημήτρης  Ιωαννίδης λειτουργούσε θεωρώντας πως λάμβανε μηνύματα στήριξης από τις μυστικές υπηρεσίες, ενώ ενδεχομένως αυτό να μην ίσχυε.

Η Κύπρος και όχι το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα

-Ήταν το πολυτεχνείο ή η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που έριξε τη χούντα;

-Σαφώς ήταν η τουρκική εισβολή. Όμως το Πολυτεχνείο έφθειρε ανεπανόρθωτα τον Παπαδόπουλο και κυρίως την προσπάθεια ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης του, που είχε φτάσει στο απόγειο της με το λεγόμενο «πείραμα Μαρκεζίνη». Παρότι ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε τελικά από τον Ιωαννίδη και όχι από την ίδια την εξέγερση, άρα από τους σκληροπυρηνικούς που επέβαλαν μια ακόμα πιο στυγνή μορφή αυταρχισμού, ήταν σαφές πως το καθεστώς δεν θα μπορούσε να επιζήσει για πολύ καιρό μετά από αυτό το μεγάλο πισωγύρισμα που γυρνούσε ουσιαστικά το χρόνο πίσω στο 1967, και με ένα μεγάλος μέρος της ίδιας της κοινωνίας να έχει πλέον στραφεί εναντίον του.

-Για ποιους λόγους δημιουργήθηκε ο μύθος ότι το Πολυτεχνείο έριξε τη χούντα; Και το κυριότερο για ποιους λόγους συντηρείται αυτός ο μύθος μέχρι σήμερα;

-Το Πολυτεχνείο ήταν η πιο μαζική στιγμή αντίστασης στο καθεστώς που έφτασε στο σημείο να καταφύγει σε ακραία βία για να το αντιμετωπίσει, υποσκάπτοντας την ίδια την προσπάθεια του για μια μετάβαση σε έναν αυταρχισμό με κοινοβουλευτικό προσωπείο. Από αυτή την άποψη όντως συνέβαλε σημαντικά στη φθορά του καθεστώτος. Ο μύθος όμως πως το Πολυτεχνείο ήταν αυτό που έριξε τη χούντα συνδέεται με την ανάγκη ταύτισης με ένα ηρωϊκό αφήγημα μετά την 24η Ιουλίου 1974. Αντί για ενδοσκόπηση και αναστοχασμό, προτάθηκε το μύθευμα της καθολικής αντίστασης του ελληνικού λαού, που ήταν αρκετά βολικό για να βάλει κάτι από το χαλί θέματα όπως η ανοχή για το καθεστώς. Σήμερα το Πολυτεχνείο δεν είναι πια τόσο εξιδανικευμένο όσο εκείνη την εποχή – διανύσαμε μεγάλο χρονικό διάστημα έκτοτε, κατά το οποίο φτάσαμε μέχρι και στη δαιμονοποίησή του, από κόσμο που το συνδέει ανοιχτά και με γραμμικό τρόπο με τον ερχομό Ιωαννίδη και την εισβολή στην Κύπρο. Αλλά και από άλλους που θεωρούν πως μια κακώς εννοούμενη κουλτούρα αριστερού δικαιωματισμού επιβλήθηκε έκτοτε στη χώρα, υπονομεύοντας προσπάθειες εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων. Άρα απέχουμε πλέον πολύ από το φωτοστέφανο της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.