Ο Χάρης Γεωργιάδης αξιολογεί το πολιτικό και κομματικό πεδίο, μιλά για το νέο βιβλίο του για τον νέο ρεαλισμό στο Κυπριακό και εξηγεί πώς πρέπει να επιχειρήσουμε μια διαφορετική διαπραγμάτευση για να φέρουμε την τουρκική πλευρά στο τραπέζι έχοντας ως δεδομένο ότι δεν θα συμφωνηθούν όλα, αλλά με επιδίωξη κάποιων επιμέρους συμφωνιών που σταδιακά θα βελτίωναν το στάτους κβο. Υπογραμμίζει την ανάγκη για ισχυρή οικονομία και άμυνα ως προϋπόθεση εθνικής επιβίωση για τον ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο, έναντι της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας.
Απαντά στις επικρίσεις λέγοντας πώς το σίγουρο είναι ότι στη διχοτόμηση σταδιακά οδηγούμαστε σήμερα και ότι η πάροδος του χρόνου εδραιώνει συνεχώς την κατοχή και τη διχοτόμηση, και τίποτε επί του εδάφους στην κατεχόμενη μας περιοχή δεν είναι όπως τα αφήσαμε πριν από μισό αιώνα.
Υποδεικνύει ακόμα ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι νέες τολμηρές πολιτικές πού θα διαφυλάσσουν αυτά που έχουμε, θα αντιμετωπίζουν την τουρκική επιθετικότητα και θα επιχειρούν βήματα που θα βελτιώνουν – έστω σταδιακά και εξελικτικά – την υφιστάμενη κατάσταση, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο για μια συνολική λύση.
– Να ξεκινήσουμε με το βιβλίο σας για το νέο ρεαλισμό. Τι είναι ο νέος ρεαλισμός; Ποιες είναι οι νέες πραγματικότητες που πρέπει να ληφθούν υπόψη;
– Η προσέγγιση μου ξεκινά από μια βασική διαπίστωση ότι η Τουρκία, μετά την πλήρη επικράτηση του Ερντογάν στο εσωτερικό, όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται να βρει λογικές λύσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά μέσα από μια επιθετική και αναθεωρητική πολιτική συνιστά ευθεία απειλή για την εθνική μας ασφάλεια. Θεωρεί ότι με την προβολή στρατιωτικής ισχύος θα υπονομεύσει περαιτέρω την κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου και θα μετατρέψει το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο σε δικό της ζωτικό χώρο. Συνεπώς, πρώτη προτεραιότητα είναι η αποφασιστική ισχυροποίηση της θέσης μας. Θέλουμε ισχυρή οικονομία, και ισχυρή άμυνα. Για τον ελληνισμό η ισχυρή οικονομία είναι ζήτημα εθνικής επιβίωσης. Θα καταστήσει μεταξύ άλλων εφικτή τη διάθεση ενός ελάχιστου ποσοστού 3% του ΑΕΠ για την άμυνα και από τα δύο κράτη. Απαιτείται επίσης αξιόπιστη παρουσία στην ΕΕ, ένας αδιαμφισβήτητος δυτικός προσανατολισμός και προσέγγιση με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, χωρίς καθόλου αυτό να έρχεται σε σύγκρουση με τις άριστες σχέσεις που επίσης πρέπει να διατηρούμε με τα μετριοπαθή αραβικά κράτη της περιοχής. Μόνο έτσι θα πετύχουμε την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας. Παράλληλα, διαπιστώνοντας την απόσταση που μας χωρίζει από μια συνολική λύση, εισηγούμαι τη βήμα προς βήμα διαπραγμάτευση. Η αρχή «δεν συμφωνείται τίποτα, εάν δεν συμφωνηθούν όλα», είχε σίγουρα τη λογική της. Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ότι πρέπει να επιχειρήσουμε μια διαφορετική διαπραγμάτευση και να φέρουμε την τουρκική πλευρά στο τραπέζι έχοντας ως δεδομένο ότι δεν θα συμφωνηθούν όλα, αλλά με επιδίωξη κάποιων επιμέρους συμφωνιών που σταδιακά θα βελτίωναν το στάτους κβο.
– Κάποιοι θεωρούν αυτή η προσέγγιση οδηγεί εξελικτικά σε μία μορφή διχοτόμησης. Τι απαντάτε;
– Το σίγουρο είναι ότι στη διχοτόμηση σταδιακά οδηγούμαστε σήμερα. Η πάροδος του χρόνου εδραιώνει συνεχώς την κατοχή και τη διχοτόμηση, και τίποτε επί του εδάφους στην κατεχόμενη μας περιοχή δεν είναι όπως τα αφήσαμε πριν από μισό αιώνα. Εάν βέβαια θεωρούμε ότι μπορεί να υπάρξει σύντομα συμφωνία για μια συνολική λύση, που θα γίνει μάλιστα αποδεκτή από τους Έλληνες και Τούρκους Κύπριους σε χωριστά δημοψηφίσματα και θα εφαρμοστεί αμέσως, τότε η εισήγηση μου για εξελικτική προσέγγιση είναι αχρείαστη. Εάν όμως εκτιμούμε ότι υπό τις περιστάσεις αυτή είναι μια απόμακρη προοπτική, ίσως πρέπει να επιχειρήσουμε τη βήμα-προς-βήμα διαπραγμάτευση, διατηρώντας ασφαλώς τις θέσεις μας για τη συνολική λύση.
– Εσείς πιστεύετε ότι μπορεί να υπάρξει κάποια στιγμή λύση στο Κυπριακό;
– Θα το επιθυμούσα, αλλά το θεωρώ απομακρυσμένο. Και δεν έρχεται πιο κοντά η λύση με την τυπική και διακηρυκτική επανάληψη θέσεων τύπου «δεν θα συμβιβαστούμε ποτέ με τη διχοτόμηση» ή «δεν θα σταματήσουμε ποτέ να αγωνιζόμαστε για την επανένωση». Καλές αυτές οι αναφορές, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε είναι νέες τολμηρές πολιτικές. Που θα διαφυλάσσουν αυτά που έχουμε, θα αντιμετωπίζουν την τουρκική επιθετικότητα και θα επιχειρούν βήματα που θα βελτιώνουν – έστω σταδιακά και εξελικτικά – την υφιστάμενη κατάσταση, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο για μια συνολική λύση.
– Η τουρκική πλευρά μέχρι στιγμής παραμένει αμετακίνητη στη θέση για αναγνώριση κυριαρχίας. Και η πρόσφατη προσέγγιση του ΓΓ προς του δύο ηγέτες για μια τριμερή συνάντηση ναυαγεί. Ποια ανάγνωση τοπίου κάνετε; Ποια είναι η εκτίμηση σας για το επόμενο στάδιο του Κυπριακού;
– Δεν με εκπλήττει καθόλου η τουρκική στάση. Βεβαίως, και να υπήρχε θετική ανταπόκριση σε μια πρόσκληση του ΓΓ, δεν σημαίνει ότι θα ισοδυναμούσε με μετακίνηση επί της ουσίας. Πιθανότατα η τουρκική πλευρά θα το παρουσίαζε ως σημαντική δική της υποχώρηση, την οποία θα χρησιμοποιούσε για να εκμαιεύσει ανταλλάγματα, χωρίς να συνοδεύεται από μετακίνηση στα θέματα ουσίας.
– Από την συνάντηση που είχατε με τον Έλληνα Πρωθυπουργό συνοδεύοντας την πρόεδρο του ΔΗΣΥ τι ενημέρωση είχατε και τι εντύπωση αποκομίσατε σε σχέση με την προοπτική επανέναρξης της διαδικασίας για το Κυπριακό;
– Το πρώτο που θα ήθελα να τονίσω είναι την ανάγκη συνεννόησης Αθηνών-Λευκωσίας. Ανήκω σε μια παράταξη που ανέκαθεν, από την εποχή του Γλαύκου Κληρίδη, πίστευε στη κοινή εθνική γραμμή. Γι’ αυτό και με μεγάλη προθυμία συνόδευσα την πρόεδρο της παράταξης στη συνάντηση με τον Πρωθυπουργό. Είναι πλάνη να θεωρούν κάποιοι ότι μπορεί να υπάρξει εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών χωρίς το Κυπριακό, ή και αντίστροφα, ότι η Λευκωσία μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις για τα εθνικά μας θέματα χωρίς την απόλυτη συνεννόηση και συντονισμό με την ηγεσία της Ελλάδας. Λέγοντας αυτά, να διευκρινίσω ότι καθόλου δεν υποτιμώ τη σημασία της ύφεσης που καταγράφεται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις αρχές του 2023. Όπως όμως διαφάνηκε λίγες μέρες αργότερα, στην Κάσο, η Άγκυρα παραμένει προσηλωμένη στην αναθεωρητική της πολιτική και δεν έχει αποσύρει ούτε ένα ιώτα από την απαράδεκτη λίστα των διεκδικήσεων της στο Αιγαίο. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, δεν δικαιολογείται δυστυχώς ιδιαίτερη αισιοδοξία στο Κυπριακό.
– Την επιστολή της προέδρου του ΔΗΣΥ προς τον Πρόεδρο για το Κυπριακό, πώς την είδατε; Λέγετε ότι εκφράσατε τη διαφωνία σας;
– Έχω τις απόψεις μου τις οποίες μοιράστηκα ιδιαιτέρως με την πρόεδρο. Να σας διαβεβαιώσω πάντως ότι η παρέμβαση της Αννίτας Δημητρίου έγινε με απόλυτα ειλικρινή διάθεση και με αγωνία για την εθνική μας υπόθεση.