Η πανηγυρική επανεκλογή της Ρομπέρτα Μέτσολα στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελεί κέρδος για τη Λευκωσία. Η ιδιαίτερη σχέση της Μέτσολα με την Κύπρο, κάτι που φρόντισε να αναδείξει και χθες κατά την πρώτη της ομιλία, και η παραμονή της σε μια από τις θέσεις κλειδιά στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει ξεχωριστή βαρύτητα.

Κατά την εναρκτήρια ομιλία, λίγο μετά την επανεκλογή της, η Ρομπέρτα Μέτσολα διαμήνυσε πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι διατεθειμένο να διαδραματίσει το ρόλο που του αναλογεί στο Κυπριακό. Ενώ συνέχει λέγοντας πως «έχουν περάσει 50 χρόνια από τότε που με τεχνητό τρόπο διαχωρίστηκε η Κύπρος στα δύο», είπε, τονίζοντας ότι «πρέπει να είμαστε η γενιά που θα είναι σε θέση να βρει ένα δρόμο προς τα μπρος υπό την ηγεσία του ΟΗΕ. Πρέπει, επιτέλους, να κλείσουμε το σκοτεινό κενό στην ιστορία της Ευρώπης, με μια βιώσιμη λύση σε ευθυγράμμιση με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που να συνάδει με τις ευρωπαϊκές μας αξίες».

Ακολούθως κατά τη συνέντευξη Τύπου η Ρομπέρτα Μέτσολα, σ’ ό,τι αφορά το Κυπριακό, παρέπεμψε σε σχετική δήλωση που θα βγει σήμερα από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Μια δήλωση η οποία στοχεύει στο «να σταλεί το πιο ισχυρό μήνυμα: ότι το Ευρωκοινοβούλιο είναι διατεθειμένο να παίξει τον ρόλο που του αναλογεί και καλεί όλα τα μέρη να διαδραματίσουν τον αντίστοιχο ρόλο».

Στη Λευκωσία, Προεδρία της Δημοκρατίας και Δημοκρατικός Συναγερμός έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησή του για την επανεκλογή της Ρ. Μέτσολα. Νίκος Χριστοδουλίδης και Αννίτα Δημητρίου, με αναρτήσεις τους στην πλατφόρμα Χ έστειλαν τα συγχαρητήριά τους προς την πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, η οποία διατηρεί φιλικές σχέσεις και με τους δύο.

Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης ανέφερε ότι συμμερίζεται «πλήρως το στόχο να είμαστε η γενικά που θα τερματίσει τη διαίρεση της Κύπρου, στη βάση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ και των αξιών της ΕΕ». Ο ΔΗΣΥ καταγράφει ως «ιδιαίτερα σημαντική για τη χώρα μας την αναφορά της κ. Μέτσολα στην πρώτη της ομιλία μετά την επανεκλογή της όπου και αναφερόμενη στο κυπριακό σημείωσε ότι 50 χρόνια είναι πολλά και ότι πρέπει να κλείσουμε αυτό το σκοτεινό κενό στην ιστορία της Ευρώπης με μια βιώσιμη λύση σύμφωνα με τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις ευρωπαϊκές μας αξίες».

Στην ψηφοφορία που διεξήχθη την Τρίτη, η Ρομπέρτα Μέτσολα (υποψήφια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) εξασφάλισε συντριπτική πλειοψηφία, λαμβάνοντας 562 ψήφους έναντι μόλις 61 που έλαβε η ανθυποψήφια της, Ιρένε Μοντέρο, προερχόμενη από την Αριστερά. Θα παραμείνει στο πηδάλιο του ΕΚ για δυόμιση χρόνια, όπως προβλέπεται από τη συμφωνία μεταξύ ΕΛΚ και Σοσιαλιστών-Δημοκρατών για διαμοιρασμό της πενταετούς θητείας.

Κατά τη διάρκεια της ομιλίας της φρόντισε να αναφερθεί σε όλα τα ανοικτά σημαντικά ζητήματα της ΕΕ, κάτι που ερμηνεύθηκε ως μια προσπάθεια να ικανοποιήσει όλες τις πλευρές του «ημικυκλίου». Έκανε αναφορές στο μεταναστευτικό, τη γραφειοκρατία, την ανταγωνιστικότητα, των δικαιωμάτων των γυναικών κ.λπ. Μίλησε για την Ουκρανία τονίζοντας πως «ο ρωσικός επιθετικός πόλεμος παραμένει στην κορυφή της ατζέντας μας». Πέραν του ζητήματος της Ουκρανίας έδειξε χαρακτήρα ηγέτη σε δύσκολες στιγμές για το Ευρωκοινοβούλιο, όπως συνέβη με το σκάνδαλο Qatargate.

Η προσοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στρέφεται τώρα στην επόμενη σημαντική ψηφοφορία που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη και θα αφορά την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παρά το γεγονός ότι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξασφάλισε τη στήριξη των ηγετών της ΕΕ, αυτό δεν προμηνύει ότι θα έχει μια εύκολη διαδρομή κατά την ψηφοφορία.

Την Προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως γνωστό καταλαμβάνει ο πρώην πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, Αντόνιο Κόστα. Για τη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ  έχει επιλεγεί η πρώην πρωθυπουργός της Εσθονίας, Κάγια Κάλλας. Η Κάλλας, πριν αναλάβει τα καθήκοντά της θα πρέπει να διέλθει πρώτα από τις επιτροπές Άμυνας και Εξωτερικών του Ευρωκοινοβουλίου. Η ακροαματική διαδικασία ενώπιον των επιτροπών τοποθετείται εντός φθινοπώρου. Την ίδια περίοδο αναμένεται να πραγματοποιηθούν και οι ακροαματικές διαδικασίες για τους νέους Ευρωπαίους επίτροπους που θα αρχίσουν να προτείνονται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών μέσα στο αμέσως επόμενο διάστημα.